Κυριακή 10 Μαΐου 2020

Η ΜΑΝΑ-Μαξίμ Γκόρκι (αφιερωμένο ταπεινά στις μαννάδες που τιμούμε σήμερα)


«Τα παιδιά μας, τα πολυτιμότερα κομμάτια της καρδιάς μαςδίνουν τη λευτεριά και τη ζωή τους,χάνονται χωρίς λύπηση για τα νιάτα τους, τι θες, λοιπόν, να κάνω εγώ, η μάνα ;»

Μ.ΓΚ.

Τι να πρωτοπεί κανείς γι’ αυτό το αριστουργηματικό βιβλίο του Μαξίμ Γκόρκι; Για τον ύμνο των εργατών όλου του κόσμου. Για τον ύμνο της Μάνας, της οποίας η αγάπη δεν γνωρίζει όρια και σύνορα.

(...)
Ποια είναι όμως η Μάνα;

Η Πελαγέα Νίλοβνα, μία γυναίκα βασανισμένη, φοβισμένη, κακοποιημένη από τον άντρα της. Ένας άνθρωπος που έμαθε να ζει στο περιθώριο και απλά να εκτελεί εντολές, όπως όλες οι γυναίκες της τάξης της. Ο Μιχαήλ Βλάσοφ, ο σύντροφός της, ένας άντρας άγριος, απότομος και επιθετικός, είναι ο φόβος κι ο τρόμος όχι μόνο της γυναίκας του, αλλά και όλων των υπόλοιπων ανθρώπων του περιβάλλοντός του. Μόνο ο γιός του, ο Πάβελ, δοκιμάζει να αντισταθεί στη σκληρότητά του.
Σύντομα ο Μιχαήλ πεθαίνει και τη θέση του στο σπίτι παίρνει ο νεαρός. Αρχικά προσπαθεί να ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα του, δεν αργεί όμως να καταλάβει πως ο δρόμος αυτός δεν του ταιριάζει.
(...)
Μία νέα ζωή θα ξεκινήσει από δω και πέρα για την οικογένεια, καθώς ο «Πάσια» θα πρωτοστατήσει στον επαναστατικό αγώνα. Η Νίλοβνα στην αρχή διστακτικά, στη συνέχεια με μεγαλύτερη θέρμη, θα αποδεχτεί την επιλογή του παιδιού της. Θα γνωρίσει τους ομοϊδεάτες του Πάβελ,  θα γοητευτεί από το πάθος τους, θα τους αγαπήσει, θα ταυτιστεί μαζί τους, θα νιώσει μέρος και μέλος μιας ομάδας που για κάτι όμορφο αγωνίζεται. Αργότερα, μάλιστα, επηρεασμένη και από τις προσωπικές της εμπειρίες, από τη δική της «σκλαβιά», δεν θα διστάσει ούτε στιγμή, να αναλάβει πολλές φορές και η ίδια επικίνδυνες αποστολές. Θα γίνει η «μανούλα» όλων, η «μανούλα» μιας ολόκληρης ιδεολογίας. 

«Συλλογιόμουνα τη δική μου ζωή, θεέ και κύριε! Πώς έζησα εγώ; Ξύλο… δουλειά… τίποτα δεν έβλεπα παρεκτός απ’ τον άντρα, τίποτα δεν ήξερα άλλο από το φόβο! Και το πώς μεγάλωνε ο Πάσια ούτε που το έβλεπα, κι αν τον αγαπούσα τότε που ζούσε ο άντρας μου ούτε που το ξέρω! Όλες οι φροντίδες, όλες οι σκέψεις μου ένα σκοπό είχαν να ταίσω το θεριό μου νόστιμο φαί, να
τον χορτάσω, να προλάβω τι ήθελε για να μη θυμώνει, να μη με φοβερίζει με τις γροθιές, να με λυπηθεί έστω μια φορά. Δε θυμάμαι να με λυπήθηκε ποτές. Μ’ έδερνε, λες και δεν έδερνε τη γυναίκα του, μα όλους μαζί όσους δε χώνευε. Είκοσι χρόνια έζησα έτσι…».

«Η Νίλοβνα αγαπούσε και αγαπάει το γιο της, τώρα όμως αγαπάει σαν μάνα όλους τους καταπιεσμένους, νιώθει τον εαυτό της μάνα μια γιγάντιας οικογένειας, ολόκληρης της εργατικής τάξης, καταλαβαίνει πως είναι χρήσιμη στη μεγάλη υπόθεση του αγώνα. Και βήμα προς βήμα ξεπερνάει το φόβο, από δυστυχισμένη και απόλυτα υποταγμένη γυναίκα γίνεται ατρόμητη αγωνίστρια, ζει μια ζωή που καταλαβαίνει το νόημά της».

Ο γιος φυλακίζεται. Αυτό, αντί να τη λυγίσει, της δίνει δύναμη να συνεχίσει. 

«Ευχαριστώ, μάνα! Ευχαριστώ, καλή μου!», της λέει όταν αποφυλακίζεται. «Γιατί βοηθάς στο μεγάλο μας έργο’ σ’ ευχαριστώ! Όταν ο άνθρωπος μπορεί να λέει τη μάνα καλή του και στην ψυχή, είναι μια σπάνια ευτυχία…».

Βέβαια δεν παύει να ανησυχεί για το μέλλον, για την πορεία των πραγμάτων, αλλά, παρόλ’ αυτά, αφήνει τον Πάβελ να διαχειριστεί ελεύθερα τη ζωή του χωρίς να δημιουργεί προβλήματα.

«Δικιά σου είν’ η ζωή, δικιά σου κι η δουλειά σου. Αλλά την καρδιά μου μην τη σπαράζεις! Πώς μπορεί να μη λυπάται η μάνα; Δεν μπορεί… Εγώ όλους σας λυπάμαι! Όλοι σας παιδιά μου είστε, όλοι σας τ’ αξίζετε! Και ποιος άλλος από μένα θα λυπηθεί;…»

Η Πρωτομαγιά φέρνει στη ζωή της Πελαγέα μία πρωτόγνωρη έξαψη. Και μία σιγουριά για τον δρόμο που επέλεξε ο μονάκριβός της. «Στην καρδιά της έδιναν παράξενα τόπο μια η θλίψη και μια η χαρά». Πιάνει κουβέντα με τους υπόλοιπους ανθρώπους που, ενθουσιασμένοι, βρίσκονται στην παράνομη διαδήλωση. Συμβουλεύει τις μητέρες να μην φοβούνται για τα παιδιά τους. Ακούει τα συγκινητικά λόγια του Πάβελ. Είναι εκεί, μπροστά, όταν τον συλλαμβάνουν. Μαζεύει την πεσμένη κόκκινη σημαία, μιλάει στο αναστατωμένο πλήθος. «Ακούστε, για το θεό! Όλοι εσείς είστε δικοί μας… όλοι εσείς, κόσμος με καρδιά… κοιτάξτε χωρίς φόβο, τι ήταν αυτό που έγινε; Περπατούν φρόνιμα τα παιδιά, το δικό μας αίμα, πάνε για το δίκιο… για όλους! Για όλους εσάς, για τα δικά σας τα παιδάκια έταξαν τον εαυτό τους στο δρόμο του γολγοθά… Ζητούν μέρες καλύτερες. Θέλουν μια άλλη ζωή, με την αλήθεια, με το δίκιο… Θέλουν το καλό για όλο τον κόσμο!

Μέσα της ένιωθε την καρδιά να σπαράζει, ένιωθε στο στήθος σφίξιμο, ο λαιμός στέγνωσε πυρωμένος. Βαθιά μέσα της ξεφύτρωναν λόγια μεγάλης αγάπης που αγκάλιαζαν όλα και όλους και της έκαιγαν τη γλώσσα, κουνώντας την όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο ελεύθερα…».

(...)

«Όταν ήρθε η μέρα της δίκης η μάνα κουβάλησε μαζί της στην αίθουσα του δικαστηρίου το βαρύ, μαύρο φορτίο που της λύγιζε τη μέση».

Τα ήρεμα και σταθερά λόγια του Πάβελ και των συντρόφων του της δίνουν δύναμη και αισιοδοξία.

«Ένιωθε σαν να καμάρωνε για το γιο της.
Η καρδιά της νιότης πάντα σιμώνει στο δίκιο…».

Τα λόγια του τη συγκινούν.

«…Η κοινωνία που βλέπει τον άνθρωπο μόνο σαν εργαλείο για τον πολιτισμό της, είναι κοινωνία απάνθρωπη, εχθρική για μας, δεν μπορούμε να δεχτούμε την ηθική της, τη διπρόσωπη και ψεύτικη. Τον κυνισμό και τη σκληρότητα της απέναντι στο άτομο τα αντιπαθούμε, θέλουμε να αγωνιστούμε και θα αγωνιστούμε ενάντια σε όλες τις μορφές σωματικής και ψυχικής υποδούλωση του ανθρώπου από μια τέτοια κοινωνία, ενάντια σε όλες τις μεθόδους της που κερματίζουν τον άνθρωπο για χάρη της ιδιοτέλειας».

Η ποινή του παιδιού της είναι η εξορία. Τώρα πια αυτό που επείγει είναι να τυπωθεί ο λόγος του. Και δεν υπάρχει καταλληλότερος άνθρωπος από την Πελαγέα που θα μπορούσε να το αναλάβει. Μα δεν αρκείται μόνο σ’ αυτό. Αποφασίζει να μεταφέρει τα έντυπα και στον προορισμό τους. Κι ενώ αντιλαμβάνεται ότι την παρακολουθούν, συνεχίζει άφοβα. Τελικά την πιάνουν. Δεν διστάζει ούτε μια στιγμή, ανοίγει τη βαλίτσα και σκορπάει τα χαρτιά στον αέρα. 

«Μη φοβάστε τίποτε! Δεν υπάρχει βάσανο πιο πικρό απ’ αυτό που όλη τη ζωή σας ανασαίνετε… Απ’ αυτό που κάθε μέρα σας ροκανίζει την καρδιά, σας στεγνώνει τα στήθια!...».

Οι χωροφύλακες τη σπρώχνουν, τη χτυπάνε, μα εκείνη συνεχίζει:

«Η αναστημένη ψυχή δε σκοτώνεται! Θάλασσες αίμα δεν την πνίγουν την αλήθεια… Μόνο μίσος μαζεύετε, τρελοί! Και θα σας πνίξει! Δυστυχισμένοι…».

Το τέλος δεν θα αργήσει να ‘ρθει. Η μάνα κείτεται σε λίγο νεκρή. Μα ήρεμη ότι έχει κάνει το χρέος της απέναντι στο γιο της, απέναντι στα παιδιά όλου του κόσμου, απέναντι στην ανθρωπότητα, πιστή στο ιδανικό και στο χρέος της ως την τελευταία στιγμή…

«Νέοι, γέροι, δίνουν την ακατανίκητη δύναμή τους όλοι για ένα σκοπό, για το δίκιο! Προχωράν για να νικήσουν όλα τα καλά της ανθρωπότητας, για να καθαρίσουν τις αδικίες όλης της γης ξεσηκώθηκαν. Ορμάν να νικήσουν καθετί το αδιάντροπο και θα το νικήσουν! Θ’ ανάψουμε καινούριο ήλιο, μου ‘λεγε ένας τους, και σίγουρα θα τον ανάψουν! Θα ενώσουμε τις κομματιασμένες καρδιές, μου ‘λεγε, και θα τις ενώσουν όλες μαζί σε μία καρδιά!».


ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ, Η Μάνα, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, μετάφραση Απόστολος Κοτσιώλης.

(αποσπάσματα απο την ανάρτηση "Η Μάννα- Μαξίμ Γκόρκι"  του enakeimenomiaeikona.blogspot.com)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου