Παρασκευή 29 Μαΐου 2020

Ιφιγένεια Καμτσίδου (Αν.καθ. Συντ Δικαίου):H (αντι)συνταγματικότητα του νομικού πλαισίου για την απευθείας μετάδοση των μαθημάτων με τεχνολογικά μέσα

Σκέψεις σχετικά με την (αντι)συνταγματικότητα του νομικού πλαισίου για την απευθείας μετάδοση των μαθημάτων με τεχνολογικά μέσα

( αναδημ. απο www.constitutionalism.gr)
Ιφιγένεια Καμτσίδου, Αναπληρώτρια καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου, Νομική Σχολή ΑΠΘ

Η επαναλειτουργία των σχολικών μονάδων της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης εν μέσω της πανδημίας του COVID 19 επέβαλε την λήψη μέτρων για την προστασία της υγείας των μελών της εκπαιδευτικής κοινότητας και της δημόσιας υγείας, καθώς και για την διευκόλυνση της εκπαιδευτικής διαδικασίας στις παρούσες, έκτακτες συνθήκες.

 Έτσι,  με το άρθρο 63 του ν. 4686/2020 προβλέφθηκε, ότι στην εξαιρετική περίπτωση επιδημικών νόσων, είναι δυνατή η ταυτόχρονη διδασκαλία σε μαθητές με φυσική παρουσία στο σχολείο και σε άλλους μαθητές με την απευθείας μετάδοση του μαθήματος σε πραγματικό χρόνο από τους εκπαιδευτικούς με την χρήση κατάλληλων μέσων τεχνολογίας. Ο νομοθέτης όρισε ότι δεν επιτρέπεται η καταγραφή και αποθήκευση του μαθήματος, παρά μόνον η ζωντανή μετάδοση ήχου ή/και εικόνας σε πραγματικό χρόνο και ότι τα μεταδεδομένα που τυχόν παράγονται (!) στο παραπάνω πλαίσιο διατηρούνται για συγκεκριμένο εύλογο χρονικό διάστημα, όπως αυτό προσδιορίζεται στο πλαίσιο επεξεργασίας των συγκεκριμένων δεδομένων, μετά την πάροδο του οποίου καταστρέφονται. Τέλος, προβλέφθηκε ότι η επεξεργασία των εν λόγω μεταδεδομένων επιτρέπεται αποκλειστικά για σκοπούς ερευνητικούς ή στατιστικούς.

Για την ρύθμιση της σχετικής διαδικασίας παρασχέθηκε εξουσιοδότηση στην αρμόδια Υπουργό, με βάση την οποία εκδόθηκε η Υ.Α. με αρ. 57233/Υ1/15-5-2020 και με τίτλο «Σύγχρονη εξ΄ αποστάσεως εκπαίδευση». 
Σε αυτήν επαναλαμβάνεται η ρύθμιση ότι η εκπαίδευση μπορεί να πραγματοποιείται και με την απευθείας αναμετάδοση του μαθήματος και καθορίζεται η ιδιωτική ηλεκτρονική πλατφόρμα που το Υπουργείο θέτει στην διάθεση των εκπαιδευτικών, στον πάροχο της οποίας θα διαβιβάζονται τα στοιχεία των εκπαιδευτικών και των μαθητών ή/και των γονιών τους. Επιβεβαιώνεται η απαγόρευση καταγραφής και αποθήκευσης του μαθήματος από τους χρήστες και επιφορτίζονται οι διδάσκοντες με την ευθύνη προστασίας των δικαιωμάτων των μαθητών, καθώς αυτοί οφείλουν να μεριμνούν ώστε η αναμετάδοση να μην περιλαμβάνει εικόνα ή ομιλία των μαθητών που συμμετέχουν στην τάξη.
 Ακόμη, η Υ.Α. μνημονεύει ως σκοπό επεξεργασίας των δεδομένων το δημόσιο αγαθό της παροχής εκπαίδευσης υπό καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, όπως είναι η πανδημία του COVID-19 και ως νόμιμη βάση επεξεργασίας των εν λόγω δεδομένων το άρθρο 6 παρ. 1 στοιχ. ε του Γ.Κ.Π.Δ. συνδυαστικά με το άρθρο 6 παρ. 1 στοιχ. γ του Γ.Κ.Π.Δ.. 
Τέλος, η Υ.Α. αναφέρεται στην από 15/5/2020 «εκτίμηση αντικτύπου» την οποία φέρεται ότι διενήργησε το ΥΠΑΙΘ, χωρίς πάντως η οικεία μελέτη να έχει δημοσιοποιηθεί, ώστε να ελεγχθεί η μεθοδολογία της, να αξιολογηθούν τα πορίσματά της και να δειχθεί αν η παράλειψη του Υπουργείου- υπεύθυνου επεξεργασίας να ζητήσει την γνώμη της Αρχής προστασίας ΔΠΧ είναι ανεκτή. 
Με τον τρόπο αυτό και ενόψει των υψηλών κινδύνων που παρουσιάζει η επεξεργασία των δεδομένων κατά την απευθείας μετάδοση των μαθημάτων, δεν είναι δυνατόν να δικαιολογηθεί αυτή η παράλειψη και τίθεται υπό αμφισβήτηση η νομιμότητα της Υ.Α.

Πραγματικά, είναι ευνόητο ότι η απευθείας αναμετάδοση της διδασκαλίας συνεπάγεται σοβαρούς κινδύνους για τα δικαιώματα των εκπαιδευτικών και των μαθητών, προδήλως σπουδαιότερους σε σύγκριση με όσους γεννώνται κατά την διδασκαλία στην τάξη. Εξάλλου, η βαρύτητα αυτών των κινδύνων και
το καταθλιπτικό συναίσθημα που γεννά η καταγραφή του μαθήματος επηρεάζουν δραστικά την συμπεριφορά διδασκόντων και μαθητών, αναπτύσσοντας αρνητικές συνέπειες και στην εκπαιδευτική διαδικασία, που έτσι αποβάλλει κρίσιμα για την αρτιότητά της χαρακτηριστικά (εντελώς ενδεικτικά εξουθενώνεται ο διαδραστικός χαρακτήρας του μαθήματος, το οποίο εξελίσσεται σε διάλεξη του δασκάλου ή καθηγητή, αντίθετα με όσα διδάσκουν οι παιδαγωγικές επιστήμες).


Η διακινδύνευση αφορά κατεξοχήν την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των μαθητών και των εκπαιδευτικών. 


Το καθεστώς προστασίας των προσωπικών δεδομένων που στηρίζεται στο άρθρο 9Α του Συντάγματος και στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πλέον στον Γενικό Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων (679/2016/ΕΕ, στο εξής ΓΚΠΔ), εγγυάται τον πληροφοριακό και συμπεριφορικό αυτοπροσδιορισμό των προσώπων, που με την σειρά τους θωρακίζουν την ιδιωτικότητα και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας των μελών του κοινωνικού συνόλου (άρθρο 5 παρ. 1 Συντ.)[1]. 

Σε αυτό το υπερνομοθετικής ισχύος πλαίσιο, ουδείς μπορεί να υποχρεωθεί να δώσει πρόσβαση στην εικόνα του ή σε άλλα προσωπικά δεδομένα του, παρά μόνον υπό προϋποθέσεις και πάντως σε συνθήκες που εξασφαλίζουν την ασφάλεια αυτών των δεδομένων. 

Μάλιστα, στο άρθρο 5 του ΓΚΠΔ κατοχυρώνονται οι αρχές της ακεραιότητας και της εμπιστευτικότητας[2], δηλαδή η υποχρέωση λήψης κατάλληλων τεχνικών και οργανωτικών μέτρων ασφάλειας, προκειμένου να  αποφεύγονται προσβάσεις, αλλαγές,  διαρροές προσωπικών δεδομένων και τυχαία απώλεια, καταστροφή ή φθορά τους. 

Ταυτόχρονα, το Σύνταγμα (άρθρο 16 παρ. 2) ορίζει ότι η παιδεία αποτελεί «βασική αποστολή» του κράτους και ότι όλοι οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας, σε όλες τις βαθμίδες της, στα κρατικά εκπαιδευτήρια, ενώ επίσης καθιερώνει την ελευθερία της τέχνης και της επιστήμης, της έρευνας και της διδασκαλίας, η ανάπτυξη και η προαγωγή των οποίων αναγνωρίζεται ως υποχρέωση του Kράτους (Συντ. 16 παρ.1).


Η υποχρέωση του κράτους να παρέχει δωρεάν εκπαίδευση καθιστά κατ’ αρχήν νόμιμο τον σκοπό των ρυθμίσεων του άρθρου 63 του ν. 4686/2020 και της Υ.Α. με αρ. 57233/Υ1/15-5-2020, θα πρέπει όμως να εξεταστεί αν με τα παραπάνω νομοθετήματα θεσπίζονται οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την σύννομη επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων των διδασκόντων και των μαθητών στο πλαίσιο της ονομαζόμενης εξ αποστάσεως εκπαίδευσης και αν με τις ρυθμίσεις τους εξασφαλίζεται ο σεβασμός των δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών και των μαθητών[3].

Ο ΓΚΠΔ και ο νόμος 4624/2019 που εισήγαγε τις ρυθμίσεις του στην ελληνική έννομη τάξη, προβλέπουν ότι η συλλογή και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων είναι σύννομη στις εξής περιπτώσεις:

α) όταν το υποκείμενο χορηγεί την συναίνεσή του, υπό τους όρους που ο ΓΚΠΔ προβλέπει 
β) εφόσον η επεξεργασία είναι αναγκαία για την προστασία δικαιωμάτων ή την εξυπηρέτηση ζωτικού δημόσιου συμφέροντος. 
Ειδικότερα στο πλαίσιο της τελευταίας περίπτωσης ορίζεται (άρθρο 6 παρ. 1 ε’ ΓΚΠΔ) ότι η επεξεργασία είναι νόμιμη στον βαθμό που «…είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας» ή που «είναι απαραίτητη για τη συμμόρφωση με έννομη υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας» (άρθρο 6 παρ. 1 γ’ ΓΚΠΔ).

Από την ανάγνωση των προαναφερόμενων διατάξεων προκύπτει, ότι επεξεργασία προσωπικών δεδομένων χωρίς την συναίνεση του υποκειμένου τους και για την εκπλήρωση καθήκοντος που συνδέεται με δημόσιον συμφέρον ή κατ’ενάσκηση δημόσιας εξουσίας είναι επιτρεπτή μόνον εάν και στον βαθμό που είναι «απαραίτητη»[4], δηλαδή όταν επιβεβαιώνεται πως δεν υπάρχουν άλλες μέθοδοι για την εκπλήρωση του καθήκοντος ή την εξυπηρέτηση του σκοπού. 

Στην εξεταζόμενη περίπτωση, η προϋπόθεση αυτή δεν συντρέχει, δεδομένου ότι το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο προβλέπει την υποστήριξη των μαθητών που για σοβαρούς λόγους απέχουν από την διδασκαλία και δεν μπορούν να συμμετάσχουν στην εκπαιδευτική διαδικασία[5]. Ούτε στην αιτιολογική έκθεση του νόμου ούτε με οποιοδήποτε άλλο τρόπο δείχθηκε ότι οι μέθοδοι αυτοί δεν μπορούν να εφαρμοστούν στις παρούσες συνθήκες, ώστε να δικαιολογηθούν οι επίμαχες ρυθμίσεις και ο δραστικός περιορισμός του πληροφοριακού και συμπεριφορικού αυτοπροσδιορισμού των μαθητών και των εκπαιδευτικών χωρίς την συγκατάθεσή τους (πρβλ. ΑΠΔΠΧ 77/2016). 

Αξίζει δε να υπογραμμιστεί, ότι για την εκτίμηση αντικτύπου των προβλεπόμενων πράξεων επεξεργασίας στην προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των ενδιαφερόμενων ομάδων, δεν διενεργήθηκε διαβούλευση με αυτές, καθώς το Υπουργείο-υπεύθυνος επεξεργασίας δεν προχώρησε σε διάλογο με τους εκπροσώπους τους (Ομοσπονδίες εκπαιδευτικών και γονέων των μαθητών), παραγνωρίζοντας τις προβλέψεις του Γ.Κ.Π.Δ. (άρθρο 35 παρ.9).

Ιδίως όμως τα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση των κινδύνων που γεννά η απευθείας αναμετάδοση του μαθήματος δεν είναι κατάλληλα ούτε καν επαρκή για την προστασία των δεδομένων των υποκειμένων που μετέχουν σε αυτή την διαδικασία. 

Ενδεικτικά: αν και ορίζεται ότι το Υπουργείο έχει μεριμνήσει ώστε να μην είναι δυνατή η καταγραφή του μαθήματος από τους χρήστες της πλατφόρμας και εισάγεται απαγόρευσή της, το περιβάλλον διενέργειας της εκπαιδευτικής διαδικασίας παραμένει ιδιαίτερα ανασφαλές.
 Όπως είναι γνωστό, η φωτογράφηση, βιντεοσκόπηση ή ηχογράφηση με τρίτα μέσα (π.χ. κινητό τηλέφωνο, ταμπλέτα), από οποιονδήποτε τρίτο της εικόνας ή/και του ήχου που μεταδίδεται από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή του μαθητή που συνδέεται από το σπίτι του είναι απολύτως ανέλεγκτη. 
Με άλλα λόγια, ευρύς αριθμός προσώπων από το συγγενικό ή φιλικό περιβάλλον των μαθητών αποκτά πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα του εκπαιδευτικού και την ευχέρεια συλλογής και επεξεργασίας τους. Από την άλλη μεριά, ουδεμία πρόνοια λαμβάνεται για την επεξεργασία των μεταδεδομένων που παράγονται από τον πάροχο της πλατφόρμας.


Τέλος, η οργάνωση της απευθείας αναμετάδοσης του μαθήματος στο άρθρο 3 της ΥΑ προκαλεί ανεπίτρεπτο κατακερματισμό της εκπαιδευτικής διαδικασίας και επιβάλλει στους εκπαιδευτικούς να χρησιμοποιούν την διάλεξη ως αποκλειστικό μέσο μετάδοσης της γνώσης.

Οι ρυθμίσεις αυτές, αν και στοχεύουν στην αποτροπή των κινδύνων που ενέχει η διαδικασία για τους μαθητές, συνιστούν ανεπίτρεπτη επέμβαση στην ελευθερία διδασκαλίας των εκπαιδευτικών. Τούτο επειδή, παρ’ ότι οι εκπαιδευτικοί δεσμεύονται να ακολουθούν τις κρατικές κατευθύνσεις για την άσκηση του έργου τους, διατηρούν το δικαίωμα να επιλέγουν τις παιδαγωγικές μεθόδους που κρίνουν ότι, με την εφαρμογή του πλαισίου που καθορίζει το Υπουργείο, οδηγούν στην επίτευξη των συνταγματικών στόχων της παιδείας[6]. Η ελευθερία των εκπαιδευτικών περιορίζεται αφόρητα, ενώ η  εκπαιδευτική διαδικασία αλλοιώνεται και υποβαθμίζεται ουσιαστικά. Συνακόλουθα, η διάσωση της συνταγματικότητας της ΥΑ ως προς αυτό το ζήτημα επιβάλλει την σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία[7] των διατάξεων του άρθρου 1 και την κατάφαση της διακριτικής ευχέρειας καθενός Συλλόγου διδασκόντων να οργανώσει ή όχι την απευθείας μετάδοση των μαθημάτων, ερμηνεία που διευκολύνεται από την γραμματική διατύπωση της διάταξης («Η εξ αποστάσεως εκπαίδευση δύναται να πραγματοποιείται»).


Ανακεφαλαιωτικά και χωρίς να εξετασθούν όλα τα ζητήματα  αντισυνταγματικότητας που ανακύπτουν, ιδίως σε σχέση με την δημιουργία συνθηκών που οδηγούν στην παραβίαση της αρχής της ισότητας: 


α) παρά την υψηλή διακινδύνευση που προκαλούν οι ρυθμίσεις της, η επίμαχη ΥΑ έχει εκδοθεί  χωρίς να ζητηθεί η γνώμη της αρμόδιας ανεξάρτητης αρχής για την εκτίμηση αντικτύπου στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των εμπλεκόμενων υποκειμένων. Τούτο πλήττει το κύρος της απόφασης και την καθιστά ακυρωτέα 

β) η νομική βάση της επεξεργασίας των δεδομένων των εκπαιδευτικών και των μαθητών είναι έωλη, δεδομένου ότι αυτή η επεξεργασία δεν είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση της υποχρέωσης του κράτους να παρέχει δωρεάν παιδεία, επομένως θα έπρεπε να προβλέπεται η συναίνεση των υποκειμένων που μετέχουν στην εκπαιδευτική διαδικασία

 γ)η ΥΑ δεν σέβεται τις αρχές της ακεραιότητας και τις εμπιστευτικότητας και παραβιάζει την υποχρέωση του κράτους να παρέχει προστασία στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα 

δ) θίγεται δραστικά η ελευθερία της διδασκαλίας των εκπαιδευτικών με την εισαγωγή ανεπίτρεπτων δεσμεύσεων στον τρόπο άσκησης του λειτουργήματος τους. Συνεπώς, το νομοθετικό πλαίσιο για την απευθείας αναμετάδοση των μαθημάτων παραβιάζει τις αρχές που διέπουν την προστασία των προσωπικών δεδομένων και περιορίζει αθέμιτα τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των μελών της εκπαιδευτικής κοινότητας, χωρίς μάλιστα να εξυπηρετεί τον σκοπό για τον οποίο έχει εισαχθεί. Επείγει, λοιπόν, να αντικατασταθεί.



[1] Βλ. Λ. Μήτρου, «Άρθρο 9Α»,  σε Φ. Σπυρόπουλος/Ξ. Κοντιάδης/Χ. Ανθόπουλος/Γ. Γεραπετρίτης, Σύνταγμα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλα, 2017, σ. 214 επ. , Β. Χρήστου, Το δικαίωμα στην προστασία από την επεξεργασία δεδομένων, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλα, 2017, σ.17 επ.

[2] Λ. Μήτρου, Ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλα, 2017, σ. 57-58.

[3] Δεδομένου ότι η προστασία των προσωπικών δεδομένων δεν συνεπάγεται την απαγόρευση πρόσβασης σε αυτά, κρίσιμη σημασία έχουν οι κανόνες που ρυθμίζουν την συλλογή και επεξεργασία τους σε καθεμιά περίπτωση και που πρέπει να σέβονται τις αρχές που συνέχουν την ρύθμιση του πεδίου, βλ. Κ. Χρυσόγονος/ Σπ. Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017, σ. 252.

[4] Β. Σωτηρόπουλος, Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλα, 2019, σ. 338 επ.

[5] Οι μέθοδοι αυτές δεν περιορίζονται στην ασύγχρονη εκπαίδευση, όπως υποστηρίζει η Φ. Παναγοπούλου-Κουτνατζή, «Βιντεοσκόπηση σχολικών μαθημάτων σε περίοδο πανδημίας»,  ΣΥΝΤΑGMA WATCH, προκειμένου να δείξει την αναγκαιότητα της επεξεργασίας των δεδομένων μαθητών και εκπαιδευτικών με την απευθείας αναμετάδοση των μαθημάτων. Η εκπαιδευτική νομοθεσία παρέχει χρήσιμα εργαλεία, που θα μπορούσαν να βελτιωθούν και να προσαρμοστούν στις έκτακτες συνθήκες χωρίς σημαντικές συνέπειες στα δικαιώματα των μελών της εκπαιδευτικής κοινότητας.



[6] Δ. Σαραφιανός, «Άρθρο 16», σε Φ. Σπυρόπουλος/Ξ. Κοντιάδης/Χ. Ανθόπουλος/Γ. Γεραπετρίτης, ό.π., σ. 386 με την υπόμνηση της παρέμβασης του Ε. Παπανούτσου στην Ε’ Αναθεωρητική Βουλή: «μόνον ελεύθεροι δάσκαλοι θα μορφώσουν ελεύθερους πολίτες – οι δούλοι δάσκαλοι μόνον δούλους κάνουν».

[7] Για την σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων, βλ. Β. Μπουκουβάλα, Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλα, 2018. Είναι, βέβαια, αλήθεια ότι η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων ενεργείται καταρχήν στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητάς τους. Ωστόσο,  ιδίως σε περιβάλλον έντονης διακινδύνευσης δικαιωμάτων και ελευθεριών, η αναγνώριση της υποχρέωσης της διοίκησης να προβαίνει σε σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία του διοικητικού νόμου, λειτουργεί ως δικαιοκρατική εγγύηση, πρβλ. Π. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλα, 2015, σ. 132 επ.



Προδημοσίευση από την “Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου” τεύχος 2/2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου