Τετάρτη 26 Μαΐου 2021

Δημ. Περπατάρης (Εργατολόγος): "Ιστορική η πρόσφατη Δικαστική απόφαση ΥΠΕΡ των συμβασιούχων εργαζομένων στο Δήμο Πλατανιά " (Κρήτη- Χανιά)



Ιστορική θεωρείται στους νομικούς κύκλους  η  Δικαστική Απόφαση διαδικασίας Ασφαλιστικών Μέτρων του Πρωτοδικείου Αθήνας υπερ  των συμβασιούχων  του Δήμου Πλατανιά  των Χανίων  Κρήτης.

Είναι η πρώτη φορά που Έλληνας δικαστής  αναφερόμενος στο σκεπτικό πρόσφατης σχετικής απόφασης  του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου τον περασμένο Φεβρουάριο (βλ. εδώ και εδώ ) την υιοθετεί και την ενσωματώνει στο σκεπτικό της δικής  του απόφασης (βλ. παρακάτω) δικαιώνοντας  αφενός τους προσφεύγοντες συμβασιούχους και ανοίγοντας  αφετέρου το δρόμο της  δικαστικής  διεκδίκησης  για  χιλιάδες  συμβασιούχους του στενού και ευρύτερου δημόσιου τομέα.


Ιστορική κατά το σκεπτικό της η απόφαση του Πρωτοδικείου Αθήνας  για έναν ακόμη λόγο, αφού σύμφωνα με δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου των εργαζομένων του Δήμου, Δημήτρη Περπατάρη ,  το Δικαστήριο διατάσσει την απασχόλησή τους μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης  επί της κυρίας αγωγής δηλαδή μέχρι να κριθεί το θέμα της εργασιακής τακτοποίησής τους και από το Εφετείο!

Πιο κάτω ολόκληρη η απόφαση  του Πρωτοδικείου της Αθήνας υπερ  των συμβασιούχων του Δ. Πλατανιά η οποία υπάρχει και στο link www.perpataris.gr(ακολουθεί η σχετική απόφαση  του Ευρ. Δικαστηρίου) :

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ 
ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ 
ΜΕΤΡΩΝ 
Αριθμός απόφασης 
2021 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ 

(ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ) 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΙΙΚΕ από τη Δικαστή. 

Πρόεδρο Πρωτοδικών, την οποία ορίσε, ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου του Πρωτοδικείου, άνευ της σύμπραξης γραμματέα. 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ. δημόσια στο ακροατήριό του στις 21.07.2020, για να δικάσει την υπόθεση ασφαλιστικών μέτρων μεταξύ: 

ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ: οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Περπατάρη. «Ο οποίος κατέθεσε σημείωμα. 

ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΚΑΘΩΝ Η ΚΛΗΣΗ: 1) Του Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος εκ της ιδιότητας του κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Νίκης, αριθμός 5-7 και 2) Του ΝΠΔΔ- ΟΤΑ με την επωνυμία «ΔΙΓΜΟΣ ΠΛΑΤΑΝΙΑ», που εδρεύει στο Γεράνι Χανίων και εκπροσωπείται νόμιμα, εκ των οποίων, ο πρώτος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και ο δεύτερος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Καρατζάκη, ο οποίος κατέθεσε σημείωμα. 

Οι αιτούντες ζητούν να γίνει δεκτή, ή από 20.11.2019 (γεν. αρ. κατάθ. 102271/21.11.2018, ειδ. αρ. κατάθ. 12895/21.11.2019) αίτηση τους, που προσδιορίστηκε για να επιζητηθεί στη δικάσιμο της 03.03.2020, οπότε και ματαιώθηκε λόγω των έκτακτων μέτρων για την πανδημία και στη συνέχεια προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στην ως άνω δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο έκθεμα. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί. 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 

1. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669 και 672 Α.Κ. προκύπτει ότι, σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρι ορισμένο χρονικό σημείο ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαρώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ. 1 Α.Κ., παύει αυτοδικαίως όταν λήξει (Ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης. Ο δε χαρακτηρισμός μίας σχέσης ως σύμβασης έργου η εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ορισμένου η αορίστου χρόνου δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σ' αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος διότι, ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 

- φύλλα της υπ' iHμ. ! 

221 απόφασης, του Κλεμμελούς Πρωτοδικείου Αθήνα, 

Ιτμήμα απήλιευτικών μέτρων 26 παρ. 3 και 87 παρ. 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στη συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό στη σύμβαση, κρίση η οποία στη συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης ως σύμβασης έργου ή εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του Δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα (Ολ.Α.Π. 18/2006). Εξ άλλου κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1 εδ. α και 3 του ν. 2.112/1920, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και αυθεντικώς ερμηνευθεί (ν.4558/1920, άρθρο 11 α.ν. 547/1937), "Είναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικειμένη εις τον παρόντα νόμον, πλην αν είναι μάλλον ευνοϊκή διά τον υπάλληλον" (παρ. 1 εδ. α) και "Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ωρισμένην χρονικήν διάρκειαν, εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογήται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ' ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου" (παρ. 3). Από τις διατάξεις αυτές, με τις οποίες επιδιώχθηκε η αντιμετώπιση των καταχρήσεων σε βάρος των εργαζομένων με τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, προκύπτει ότι όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας. αν ο καθορισμός της διάρκειάς τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες, λειτουργίας της επιχείρησης αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αόριστου χρόνου συμβάσεων (άρθρα 1, 2, 3 ν. 2112/1920 ή 1, 3, 5 β.δ. 16/'18-7-1920), ανακύπτει ακυρότητα (ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της σύμβασης και θεωρείται ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης. 

II. Με την κοινοτική οδηγία 1999/70/Ε.Κ., που εκδόθηκε από το Συμβούλιο της Ε.Ε., στις 28.6.1999, ύστερα από τη συμφωνία – πλαίσιο την οποία συνήψαν, στις 18-3-1999, οι διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα ... (κωδ. ... επ.), καταλαμβάνει και το δημόσιο τομέα και εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζόμενους με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, σε κάθε περίπτωση που υποκρύπτεται σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, καθορίζονται ως βασικοί στόχοι: α) η αποφυγή δυσμενών διακρίσεων εις βάρος των εργαζομένων ορισμένου χρόνου, αναφορικά με τις συνθήκες (απασχόλησης, την προϋπηρεσία κ.λ.π. (ρήτρα 4) και β) η λήψη μέτρων από τα κράτη - μέλη για την αποφυγή καταχρήσεων κατά τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (ρήτρα 5), με τη θέσπιση κανόνων που καθορίζουν αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων διαδοχικών συμβάσεων, τη μέγιστη συνολική διάρκειά τους, τον αριθμό των ανανεώσεων και τον, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους, προσδιορισμό, όταν χρειάζεται, των συνθηκών υπό τις οποίες οι συμβάσεις και σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται "διαδοχικές και χαρακτηρίζονται ως συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου, (βλ. Ολ.ΑΠ 18/2006 ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, ως προς την παραπάνω Οδηγία πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 1 της Οδηγίας 1999, 70, αυτή αποσκοπεί στην υλοποίηση της συμφωνίας- πλαισίου [...], η οποία συνήφθη [...] μεταξύ διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα (...". Κατά τη ρήτρα 1 της συμφωνίας- πλαισίου, σκοπός της συμφωνίας, - πλαισίου είναι, αφενός, η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων και, αφετέρου, -η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση, που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Η ρήτρα 2 της συμφωνίας-πλαισίου, με τίτλο "Πεδίο εφαρμογής", προβλέπει, στο σημείο της 1 τα εξής: "Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται, σε όλους τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος." Η ρήτρα 3 της συμφωνίας-πλαισίου, που τιτλοφορείται "Ορισμοί", προβλέπει τα εξής: "Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας: 1. ως εργαζόμενος ορισμένου χρόνου" νοείται ένα πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθείσα απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, η λήξη της οποίας καθορίζεται από 

φύλλο της κυπ' αριθμ. 

2021 απόφασης του ακόμελούς Πρωτοδικείου Αθης τμήμα αστραλιστικών μέτκ. ) 

αντικειμενικούς όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας. ολοκλήρωσή συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος: 2.. ως "αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου" νοείται, ο εργαζόμενος που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου στην ίδια επιχείρηση, και απασχολείται στην ίδια η παρόμοια εργασία απασχόληση, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων ή των δεξιοτήτων [...] Η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου, με τίτλο "Αρχή της μη διάκρισης", προβλέπει στο σημείο της 1: "Οσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου, μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.". Η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας- πλαισίου απαγορεύει, γενικώς και απεριφράστως, οποιαδήποτε μη αντικειμενικώς δικαιολογημένη διαφορετική μεταχείριση των εργαζομένων με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, όσον αφορά τους όρους απασχολήσεως. Έτσι, το περιεχόμενο της είναι αρκούντως ακριβές ώστε να μπορούν να την επικαλεστούν οι ιδιώτες και να την εφαρμόσει το δικαστήριο (βλ..απόφαση της 22ας Απριλίου 2010, C-486, 08, ...σκέιμη 24, βλ.. Απόφαση της 22.10.2010, συν. υποθέσεις (34.440) και (-45609 . M. G. G., Α. Μ. Ι. T. C. Ο. Ο. Χ.G.). Εξάλλου, η απερίφραστη απαγόρευση την οποία επιβάλλει η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας- πλαισίου δεν απαιτεί την έκδοση άλλης πράξεως των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, ενώ ουδόλως παρέχεται στα κράτη μέλη η ευχέρεια, κατά τη μεταφορά της ως άνω διατάξεις στο Εσωτερικό δίκαιο, να εξαρτήσουν από προϋποθέσεις ή να περιορίσουν την έκταση της απαγορεύσεως που επιβάλλει όσον αφορά τις συνθήκες απασχολήσεως (βλ..Απόκριάση της 22.10.2010, συν. υποθέσεις C-444/07 και C-456/09 R. M. (Η. (i., Λ. Μ. Ι. T. C. 0. L. X. G. Υπενθυμίζεται, ότι, βάσει της ρήτρας Ι, στοιχείο α'. της συμφωνίας-πλείσίου, ένας από τους σκοπούς της είναι, η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Ομοίως, η συμφωνία-πλαίσιο, όπως διευκρινίζεται στο τρίτο εδάφιο του προοιμίου της "αναδεικνύει τη 

βούληση των κοινωνικών εταίρων να θεσπίσουν ένα γενικό πλαίσιο για τη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, προστατεύοντάς τους 

από τις διακρίσεις". Η αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 1999/70 επισημαίνει συναφώς ότι σκοπός της συμφωνίας- πλαισίου είναι μεταξύ άλλων, η βελτίωση της ποσότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου διά του καθορισμού ελάχιστων προδιαγραφών που θα διασφαλίζουν την εφαρμογή της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων (απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, G.G. και Ι. Τ., C-444/09 και C-456/09, EU:C:2010:819, σκέψη 47 διατάξεις της 12ης Μαρτίου 2011, Μ. Μ., C-273/10, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:167. σκέψη 29, και της 9ης Φεβρουάριου 2012, L. M., C-556/11, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2012:67, σκέψη 34). Κατόπιν αυτών, σκοπός της ρήτρας και της συμφωνίας- πλαισίου είναι να εφαρμόσει την εν λόγω αρχή στους εργαζομένους με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου προκειμένου να εμποδίσει να χρησιμοποιηθεί μία τέτοια σχέση εργασίας από τον εργοδότη προκειμένου να στερήσει από τους εργαζομένους αυτούς δικαιώματα που αναγνωρίζονται στους εργαζομένους αορίστου χρόνου (αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, D, CC, A., C- 307/05, EU:C:2007 :509, σκέημη 37- της 22ας Δεκεμβρίου 2010, G.G. και Ι. Τ., C-444/09 και C-456/09, EU:C:2010:819, σκέψη 48 διατάξεις της 18ης Μαρτίου 2011, Μ. Μ., C-273/10, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:167, σκέψη "30, και της 9ης Φεβρουάριου 2012., Ι... Μ., C- 556/11, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2012:67, σκέψη 35). Επομένως δεδομένων των επιδιωκόμενων από τη συμφωνία-πλαίσιο σκοπών, η ρήτρα της 4 

πρέπει να νοηθεί ως έκφραση μιας αρχής του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης η «ποία δεν μπορεί να ερμηνεύεται συσταλτικά (βλ., υπ' αυτήν την έννοια. αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2.007, D. C., A., -307/05, EU:C:2007:509, σκέψη 38- της 22ας Δεκεμβρίου 2010, G. G. και Ι. Τ., C-44409 και C-456/09, EU:C:2010:819, σκέιμη 49- διατάξεις της 18ης Μαρτίου 2011, M., M., C-273/10, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:167. σκέψη 31, και της 9ης Φεβρουάριου 2012., L. M., C- 556/11, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2012:67, σκέψη 36). Περαιτέρω, η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου, με τίτλο "Μέτρα για την αποφυγή κατάχρησης", ορίζει στο σημείο της 1: "Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις ή πρακτική, ή και κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών 

και φύλλα της υπ CliΗμ. 

2011 απόφασης του Μονομελούς Πρίντει, σείων Αθήνας (τμήμα ασφαλιστικών μέτρων) 

εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα: «α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχεσεων εργασίας β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ". Η ρήτρα και της συμφωνίας-πλαισίου, με τίτλο Διατάξεις εφαρμογής "1. Τα κράτη μέλη ή' και οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να διατηρήσουν ή να εισαγάγουν ευνοϊκότερες διατάξεις για τους εργαζομένους από τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας. 2. Η παρούσα συμφωνία δεν θίγει άλλες ειδικότερες κοινοτικές διατάξεις και ιδιαίτερα τις κοινοτικές διατάξεις που αφορούν την ίση μεταχείριση και τις ίσες ευκαιρίες ανδρών και γυναικών. 5. Η εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επαρκή αιτιολογία για την υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων στον τομέα που καλύπτεται από την παρούσα συμφωνία......" Συνεπώς, από τη ρήτρα 8, σημείο 3, της συμφωνίας-πλαίσιο προκύπτει, ότι η θέση σε εφαρμογή της συμφωνίας αυτής δεν μπορεί να αποτελεί για τα κράτη μέλη έγκυρη αιτιολογία για την υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων που παρεχόταν προηγουμένως στην εσωτερική έννομη τάξη στον τομέα που καλύπτεται από την εν λόγω συμφωνία. Η λέξη "εραρμογή", που χρησιμοποιείται χωρίς άλλη διευκρίνιση στη ρήτρα 8, σημείο 3, της συμφωνίας- πλαίσιο, δεν μπορεί να αφορά μόνο την αρχική μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 1999: 70 και, ιδίως, του παραρτήματος της που περιέχει τη συμφωνία-πλαίσιο, αλλά πρέπει να καλύπτει κάθε εθνικό μέτρο που αποσκοπεί στο να εγγυηθεί τη δυνατότητα επιτεύξεως του επιδιωκομένου από την οδηγία σκοπού, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων τα οποία, μετά την κυρίως ειπείν μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο, συμπληρώνουν ή τροποποιούν τους ήδη θεσπισθέντες εθνικούς κανόνες (βλ. Δ ΕΚΟ1 44/2014 ΤΝΠ Νόμος. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το γράμμα της ρήτρας 2, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, το πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας αυτής ορίζεται κατά τρόπο ευρύ, με αναφορά γενικώς στους "εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας, όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος". Επιπλέον, ο ορισμός της έννοιας των εργαζομένων ορισμένου χρόνου", κατά τη συμφωνία- πλαίσιο, όπως διατυπώνεται στη 

ρήτρα 3, σημείο 1, της συμφωνίας αυτής, καταλαμβάνει το σύνολο των εργαζομένων, χωρίς να κάνει διάκριση ανάλογα με τον δημόσιο ή ιδιωτικό χαρακτήρα του εργοδότη με τον οποίο συνδέονται και ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού της συμβάσεώς τους στο εσωτερικό δίκαιο [αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2006, Α. κλπ., C2- 212/04, EU:C:2006 :443. σκέψη 56 της 13ης Μαρτίου 2014, M. S., C. -190/13, EU:C:2014:146, σκέψη 38- της 3ης Ιουλίου 2014, F. κλπ., C-362/13, C-363/13 και C-407/13, EU:C:2014:20.44, σκέψεις 28 και 29, καθώς και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Μ. κλ.π.. C-22/13, C- 61/13, C-63/13 και C. 41813, EU:C:2014:2401, σκέψη 67, βλ. επίσης Απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2016 επι της υποθέσεως 0-16:15 Μ. Ε. P. L. S. M. S. (C. Μ.). Όσον αφορά στην ερμηνεία της ρήτρας και της συμφωνίας-πλαισίου, υπενθυμίζεται ότι με τη ρήτρα αυτή επιδιώκεται η επίτευξη ενός από τους σκοπούς της ως άνω συμφωνίας-πλαισίου, και συγκεκριμένα η δημιουργία ορισμένου πλαισίου για τη διαδοχική χρησιμοποίηση συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία θεωρείται. δυνητική πηγή καταχρήσεων σε βάρος των εργαζομένων, προβλέποντας τη θέσπιση ορισμένων διατάξεων ελάχιστης προστασίας προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να περιέρχονται οι μισθωτοί σε κατάσταση αβεβαιότητας (αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2006, Α. κλπ.; C-212/134, EUC.2006: 443, σκέψη 63 της 23ης Απριλίου 2009 Α. κλπ., C-378/07 έως C-38007, EU:C:2009:250, σκέιμη 73 της 26ης Ιανουαρίου 2012, K., C 586: 10, EU:C:2012:39 , σκέψη 25- της 13ης Μαρτίου 2014, M. S., C-190/13, EU:C:2014: 146, σκέψη 41 της 3ης Ιουλίου 2014. F. κλπ., C-362/13, - 36.3/13 και C. 407/13. ELς 20142044, σκέψη 54, καθώς και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Μ. κλπ., C-22/13, (: 61/13, C-63/13 και C-418/13, EU:C: 2014:2401, σκέψη 72, βλ. επίσης Απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2016 επί της υποθέσεως C-16:15 Μ. Ε. Ρ. L. S. M. S. (C. Μ.). Πράγματι, όπως τούτο προκύπτει από το δεύτερο εδάφιο του προοιμίου της συμφωνίας- πλαισίου καθώς και από τα σημεία 6 και 8 των γενικών παρατηρήσεων της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου, η σταθερότητα της απασχόλησης θεωρείται μείζων στοιχείο της προστασίας των εργαζομένων, ενώ μόνο σε ορισμένες περιστάσεις μπορούν οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου να ανταποκριθούν στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων (αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2006, Α. κλπ., C-212/04, EU:C:2006:443, σκέψη 62 της 3ης Ιουλίου 2014, F. κλπ., C-362/13, (:-363/13 και C-407/13, EU C:2-2014:20.44, σκέψη 55, και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Μ. κλπ., C-22/13, C-61/13, C- 63/13 και C-418. 13, EU:C:2014-2401, 

- φύλλο της υπ' αριθμ.. 

2721 απόψεις του Μίσαμελούς Πρωτοδικείου Α. Hrani, τμήμα ασφαλιστικών μέτρων 

σκέψη 73, βλ.. Απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2016 επί της υποθέσεως C-16:15 Μ. Ε. Ρ. Ι.. S. M. S. (C. Μ.). Συνεπώς, προκειμένου να αποτραπεί η κατάχρηση των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας πλαισίου επιβάλλει στα κράτη μέλη τη λήψη ενός, τουλάχιστον, πραγματικού και δεσμευτικού μέτρου εξ αυτών που απαριθμούνται σε αυτήν, εφόσον το εθνικό τους δίκαιο δεν περιλαμβάνει ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα. Τα τρία συνολικώς μέτρα που απαριθμούνται στο σημείο 1, στοιχεία α' έως και της εν λόγω ρήτρας αφορούν, (αντιστοίχως, την ύπαρξη αντικειμενικών λόγων που δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, τη μεγίστη συνολική διάρκεια αυτών των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας και τον αριθμό των ανανεώσεών τους (βλ. μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 25ης Απριλίου 2009, Α. κλ.π., - 378:07 έως C- 38007, EU:C:2009:250; σκέψη 74 της 26ης Ιανουαρίου 2012, K., C - 586.10, EU:C:20 12:39, σκέψη 26 της 13ης Μαρτίου 2014, M. S., C 190/13. EL:C:2014-146; σκέψη 42, της 3ης Ιουλίου 2014, Ε. κ.λ.π., C.-362/13, C- 363/13 και C- 407/13, EU.C. 2014:2044, σκέιμη 56, καθώς και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Μ. κλπ., C 22:13, C-61/13, (C-63/13 και C-418/13, EU:C:2014:2401, σκέιμη 74, βλ. επίσης Απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2016 επί της υποθέσεως C- 16:15 Μ. Ε. Ρ. L. S. M. S. (C. Μ.). Έτσι, τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως, εφόσον έχουν την ευχέρεια είτε να λάβουν ένα ή περισσότερα από τα μέτρα που απαριθμούνται στο σημείο 1, στοιχεία α' έως γ' και της ρήτρας αυτής είτε, ακόμη, να αρκεστούν σε υφιστάμενα ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες συγκεκριμένων κλάδων και/ή κατηγοριών εργαζομένων (αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 2014, Ε, κλπ.; C-362/13, C-363/13 και C-407/13, EU:C:2014:2044, σκέψι] 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Μ. κλπ., C-22/13, C 61/13, C2-63/13 και (-41 8/13EU:C:2014-2401, σκέψη 75, βλ. επίσης Απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2016 επί της υποθέσεως C- 16:15 Μ. Ε. Ρ. L. S. M. S. C. Μ.). Επομένως, η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου επιτάσσει στα κράτη μέλη την επίτευξη γενικού σκοπού, δηλαδή της αποτροπής τέτοιων καταχρηστικών πρακτικών, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να επιλέξουν τα μέσα για την επίτευξή του, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά δεν θα αντιβαίνουν προς τον σκοπό και δεν θα περιορίζουν την πρακτική αποτελεσματικότητα της 

συμφωνίας-πλαισίου (αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 2014, Γ. κ.λπ.; C-362/13, C-363/13 και C 407/13, EU:C:20 14:2044, σκέψη 60, καθώς και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Μ, κ.λπ., C-22/13, C-6/13, C-63/13 και (C-418:13, EU: (C:2014:2401, σκέψη 76, βλ. επίσης Απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2016 επί της υποθέσεως (C- 16:15 Μ. Ε. Ρ. L. S. M. S. (C. Μ.). Επιπλέον, όταν το δίκαιο της Ένωσης δεν προβλέπει ειδικές κυρώσεις για την περίπτωση κατά την οποία παρά ταύτα διαπιστώνονται καταχρηστικές πρακτικές, απόκειται στις εθνικές αρχές να λαμβάνουν μέτρα που πρέπει να είναι όχι μόνον αναλογικά, αλλά και αρκούντως αποτελεσματικά και αποτρεπτικά για να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων που έχουν θεσπισθεί κατ' εφαρμογής της συμφωνίας-πλαισίου (αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 2014, Ε, κ.λπ.. (C-362/13, (C-363/13 και (C-407/13, EU: (C:2014:2044, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Μ. κ.λπ., (C- 22/13, C-6113, - 63,13 και C- 418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 77, βλ. επίσης Απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2016 επί της υποθέσεως (3-16/15 Μ. Ε. Ρ. L, S. M. S. (C. Μ.). Εφόσον δεν υπάρχει σχετική ρύθμιση της Ένωσης, οι λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής τέτοιων κανόνων εμπίπτουν στην εντερική έννομη τάξη των κρατών μελών δυνάμει της αρχής της διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών αυτών, εντούτοις δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκοί από αυτούς που διέπουν παρεμφερείς καταστάσεις εσωτερικής φύσεως ("ταρχή της ισοδυναμίας) ούτε να καθιστούν στην πράξη αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 2014, Γ. κ λπ., C- 362/13, C-363/13 και (C-407/13, EU:C: 

2014:2044, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Μ. κ.λ.π., C-22/13, (CC-61/13, (C- 63/13 και C-418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 78). Επομένως, σε περίπτωση καταχρηστικής συνάψεως διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας τρισμένου χρόνου, πρέπει να υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής μέτρου που να παρέχει αποτελεσματικές και ισοδύναμες εγγυήσεις για την προστασία των εργαζομένων, ώστε να επιβάλλονται οι δέουσες κυρώσεις και να εξαλείφονται οι συνέπειες της παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης (αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 2014, Ε. κ.λπ. (0-362/13, C-363/13, και C- 407/13, EU. C. 20 14:2044, σκέψη 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Μ. κλπ., C-22/13, C-61/13, C-63/13 και C 

Ο 

μύλο της υπ' αριθμ. 

2021 αιώνοής του Μονομελούς Πρωτοδικείοι, Τμήμα Επιβαλ.τι εν μέτρων! 

418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 79, βλ. επίσης Απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2016 επί της υποθέσεως (-16:15 Μ. Ε. Ρ. L. S. M. S. (C. Μ.). Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι, δεν απόκειται στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) να αποφαίνεται επί της ερμηνείας των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου, καθόσον τούτο αποτελεί έργο αποκλειστικά του αιτούντος δικαστηρίου ή, ενδεχομένως, των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων, τα οποία πρεπει να εξετάζουν εάν οι διατάξεις της εφαρμοστέας εθνικής ρυθμίσεως ανταποκρίνονται στις επιταγές της ρήτρας και της συμφωνίας- πλαισίου (αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 2.014, Ε. κλπ., C-362/13. C-363/13 και C- 407/13, EU:C:2014:2044, (σκέψη 66 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Μ. κλπ., C-52:13 0-6113, C-63:13 και C 4178/13, ELI:C:2014:2401, σκέψη 81). Συνεπώς, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει εάν και κατά πόσον οι προϋποθέσεις εφαρμογής καθώς και η αποτελεσματική εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του εσωτερικού δικαίου συναστούν πρόσφορο μέτρο για την αποτροπή και, εν ανάγκη, την επιβολή κυρώσεων για την καταχρηστική σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 2014, F. κλπ., C-362/13, C-363/13 και C-40713, ETI-2014-2044, σκέψη 67 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Μ. κλπ.; C-22/13, -61/13, C-63/13 και C-418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 82). Περαιτέρω, από το άρθρο 249 παρ. 1.3 της Ενοποιημένης απόδοσης της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (πρώην άρθρο 189 παρ. 1, 3), προκύπτει σαφώς ότι οι Οδηγίες που εκδίδουν προς εκπλήρωση των καθηκόντων τους τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από κοινού με το Συμβούλιο, το Συμβούλιο ή η Επιτροπής αποτελούν παράγωγο Κοινοτικό δίκαιο και δεσμεύουν κάθε κράτος μέλος της Ένωσης στο οποίο απευθύνονται όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνουν την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Έτσι Οι Οδηγίες απευθύνονται όχι απ' ευθείας στους ιδιώτες θεσπίζοντας δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, αλλά μόνον προς τα κράτη μέλη της Ε.Ε., αφού μόνον αυτά έχουν τη δυνατότητα να λάβουν τα μέτρα με τα οποία θα καταστεί εφικτή η επίτευξη του επδιωκόμενου αποτελέσματος. Το κράτος μέλος που είναι αποδέκτης της οδηγίας έχει την υποχρέωση να πραγματοποιήσει το 

αποτέλεσμα αυτό μέσα στην τασσόμενη προθεσμία, με μέσα και τύπο όμως τα οποία το ίδιο θα επιλέξει νόμο, προεδρικό διάταγμα, υπουργική απόφαση και εν γένει κανόνες δικαίου της εθνικής έννομης τάξης). Αν η Οδηγία περιέχει κανόνες σαφείς και ορισμένους που δεν έχουν μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο, δεκτικούς απ' ευθείας εφαρμογής, δηλαδή οι διατάξεις της είναι χωρίς αιρέσεις, επιφυλάξειςπεριθώρια επιλογής και επαρκώς ακριβείς, άνεστε να καθίσταται δυνατό στα εθνικά δικαστήρια να προσδιορίσουν το ακριβές περιεχόμενο του δικαιώματος, το δικαιούχο και τον υπόχρεο αυτού καθώς και τον τρόπο άσκησής του, τότε υπάρχει η δυνατότητα στους ιδιώτες να την επικαλεστούν έναντι του κράτους. Εξάλλου, το άρθρο 10 Συνθ.Ε.Κ. υποχρεώνει όλες τις κρατικές λειτουργίες, άρα και τη δικαστική, στη λήψη γενικών ή ειδικών μέτρων, καταλλήλουν να εξασφαλίσουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συνθήκη, συμπεριλαμβανόμενης βεβαίως και της μεταφοράς των Οδηγιών στο εσωτερικό δίκαιο και της σύμφωνης με το Κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας του εθνικού δικαίου. Εξάλλου, σημειώνεται ότι, η υποχρέωση σύμφωνης με το Κοινοτικό Δίκτειο ερμηνείας του εθνικού δικαίου), που απορρέει από την αρχή της υπεροχής του, υφίσταται και πριν την πάροδο της προθεσμίας προσαρμογής της νομοθεσίας των κρατών μελών στις απαιτήσεις της σχετικής Οδηγίας [βλ.. Δ.E.K. Case 80/86, Criminall proceeding, 141airnst K. N. BW(1987) ECR 3060, (1989) 2. CMLR 18, 88.1986 Ε.Α.Κ.Α. 1988, 562, Case 14/1983, V. C. K. L. N. W. (1984) ECR 1891, (1986) 2 ... βλεπίσης Υποθέσεις C74/95 και 129/95 (1996) ..., (1997) 1...). Ο εθνικός νομοθέτης δεν έχει την εξουσία να μεταβάλει ούτε να παρερμηνεύει τις διατάξεις της Οδηγίας, διότι τότε παραβιάζει το κοινοτικό δίκαιο, το οποίο υπερισχύει κάθε άλλης αντίθετης διάταξης του εσωτερικού δικαίου κατ' άρθρο 28 παρ. 1 Σ., βάσει του οποίου η Ελλάδα προσχώρησε στις ευρωπαϊκές κοινότητες από 1.1.1981 δυνάμει της από 28.5. 1979 συνθήκης προσχωρήσεως της Ελλάδος στην Ε.Ο.Κ., που κυρώθηκε με το ν.945/1979 (Ολ.ΑΠ. 23/1998 ΕλΔ 39, 793, Α.Π. 1330/2000 Ελ.Δ 43, 387), ακόμη και του Συντάγματος κατά τα άρθρα 2, 10 (πρώην 5) της Ενοποιημένης Απόδοσης της Συνθήκης περί Ιδρνσεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Α.Ε.Κ. 6/64 D. C. E.N.E.L. II, 2, ... Γ. V. S.A. Α. Ε. Ι. 88, 4. Δ.Ε.Κ. 106.77A. E, S. S. 413, 7, Δ.Ε.Κ. 118/75 L.W. Α. Β. 549, 5, Δ.Ε.Κ. 40/6.9 P, B. H. H. Ο. 586, 2). Εξάλλου, όταν μια Οδηγία μεταφέρεται καθυστερημένα στο εσωτερικό δίκαιο του Κράτους Μέλους και οι σχετικές προβλέψεις της οδηγίας δεν έχουν άμεση εφαρμογή, τα εθνικά δικαστήρια είναι υποχρεωμένα 

- φύλλα της μπ αριθμ. 

2021 απόφασης του Μεγμομελούς Πρωτοδικείου Αθήνας (τμήμα ασφαλιστικών μέτρων] 

να ερμηνεύσουν το εσωτερικό δίκαιο, όσο είναι δυνατόν, καθ' ο χρόνο η προθεσμία της μεταφοράς έχει παρέλθει υπό την σκοπιά της γραμματικής και τελολογικής ερμηνείας της Οδηγίας, με την πρόθεση να επιτευχθούν τα αποτελέσματα που σκοπεύει η Οδηγία, ευνοώντας την ερμηνεία των εθνικών κανόνων, οι οποίοι είναι περισσότερο σύμφωνοι με τον σκοπό, προκειμένου να επιτευχθεί ένα αποτέλεσμα συμβατό με τις προβλέψεις της Οδηγίας (ΑΕΚ (- 212/04:47-2006). Στην ελληνική έννομη τάξη, ανεξάρτητα από το χρόνο 

ενσωμάτωσης της ως άνω οδηγίας, στις 2.4.2003 με το Π.Δ. 81/2003 και ως προς το δημόσιο τομέα με το Π.Δ. 164/2004, δηλαδή μετά την προβλεπόμενη από το άρθρο 2 παρ. 1 της 

οδηγίας, στις 10-7-2001 και την παράταση της προθεσμίας για ένα ακόμη έτος, η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, δια της προσχηματικής επιλογής της συμβάσεως ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπίζεται βασικά με το άρθρο 8 παρ. 3 ν. 2112/1920, σε συνδιασμό με τα άρθρα 281, 671 ΑΚ, 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, ως "ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο", μου εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή "οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται ωσαύτους και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, εάν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται, εκ της φύσεως της συμβάσεως αλλά ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγηση των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου". Κατά την παγιανθείσα στη νομολογία και τη θεωρία ερμηνεία της εν λόγω διάταξης, ενώ αυτή αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από τη μη τήρηση, από τον εργοδότη. των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την απόλυση ον. 2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι, εκείνης της ως άνω κοινοτικής οδηγίας, αφού για την εφαρμογή της αρκεί και μία μονο σύμβαση ορισμένου χρόνου αντί περισσότερων διαδοχικών συμβάσεων όπως απαιτεί η κοινοτική οδηγία. Τούτο δε, λαμβανομένου υπόψη ότι ο ορθός νομικός ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου. Έτσι, και κατ' 

εφαρμογή του εθνικού δικαίου, είτε πρόκειται για προγενέστερες είτε μεταγενέστερες της οδηγίας διατάξεις, οι εθνικές αρχές, στα πλαίσια της συνεργασίας των κρατών - μελών με την Ευρωπαϊκή Ένωση και της διασφάλισης του πεδίου εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, κατά τα άρθρα 10, 249 παρ. 3 της Συνθ./Ε.Κ. και 28 του Συντάγματος, έχουν την υποχρέωση να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των οδηγιών, έστω και αν αυτές δεν έχουν ακόμη μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο, εφόσον είναι αρκούντως ακριβείς και ανεπιφύλακτες ή στα σημεία που είναι ακριβείς και ανεπιφύλακτες. Τέλος, και κατά τις αναθεωρημένες διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, που τέθηκαν σε ισχύ από 17.4.2001 α) παρέχεται η δυνατότητα πρόσληψης προσωπικού με ιδιωτικού δικαίου σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου από το Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ., τους Ο.Τ.Α. και από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, εφόσον εκδοθεί ειδικός νόμος και οι ανάγκες κάλυψης είναι απρόβλεπτες, πρόσκαιρες και επείγουσες β) απαγορεύεται η μετατροπή από το νόμο των συμβάσεων αυτών σε αορίστου χρόνου, όταν οι καλυπτόμενες ανάγκες είναι τέτοιες, όπως παραπάνω, οπότε αν δεν είναι τέτοιες οι για την κάλυψη αυτών εκδοθέντες νόμοι, ένεκα συνταγματικής επιταγής και οι γι' αυτές προσλήψεις συνιστούν καταστρατήγηση των διατάξεων αυτών και των με βάση τις διατάξεις αυτές εκδοθέντων ειδικών νόμων γ) στην περίπτωση πρόσληψης προσωπικού για κάλυψη δήθεν απρόβλεπτων, πρόσκαιρων και επειγουσών αναγκών, πλην για κάλυψη πάγιων, μόνιμων και διαρκών αναγκών, εξ αντιδιαστολής δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις αυτές και οι κατ' επιταγή αυτών εκδοθέντες ειδικοί νόμοι, αλλά οι διατάξεις που καλύπτουν τις συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου, αορίστου χρόνου. Επομένως, από την απαγόρευση "μετατροπής" από το νόμο των συμβάσεων ορισμένου σε αορίστου χρόνου δεν συνάγεται και απαγόρευση για την αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσης που δεν είναι "μετατραπή" αλλά ορθός χαρακτηρισμός της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία ή τη διοικητική διαδικασία υπό τον έλεγχο του ΑΣΕΠ (ΟλΑΠ 18/2006 Νόμος). Εξάλλου, από την απόφαση του ΔΕΚ της 23-4-2009, που επελήφθη των υποθέσεων ... με αντικείμενο αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής απόφασης δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, τις οποίες υπέβαλε το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρεθύμνης, προκύπτουν τα ακόλουθα: α) ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξετάσει κατά πόσον η δυνατότητα που προβλέπεται, στο άρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920 σχετικά με τη μετατροπή, στον δημόσιο 

διάλου της υπ' αριθμ.. 

2721 απόφασης του Μανταμελούς Πρωτοδικείου Αθήνας 

τμήμα σε Τών μέτρων 

τομέα, των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, όταν η σύμβαση καλύπτει στην πραγματικότητα πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη, μπορεί να συμβάλλει σε τέτοια αποτελεσματική πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Αν το εν λόγω δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω διάταξη έχει το απιντέλεσμα αυτό, η διάταξη αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως "ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο" κατά την έννοια της ρήτρας 5", σημείο 1, της συμφωνίας- πλαισίου. β) ότι αφού σκοπός της μήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας - πλαισίου, είναι να επιβληθεί στα κράτη μέλη η υποχρέωση να διασφαλίσουν, στην εσωτερική έννομη τάξη, την αποτελεσματική πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η θέσπιση της εθνικής ρύθμισης για τη μεταφορά της συμφωνίας δεν μπορεί να καταλήγει να θίγει την αποτελεσματικότητα της εν λόγω πρόληψης, όπως διασφαλιζόταν προηγουμένως από ένα "ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο" κατά την έννοια της εν λόγω ρήτρας 5, σημείο Ι, γ) ότι, αφού η ερμηνεία του εθνικού δικαίου εναπόκειται, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 48 της απόφασης. αποκλειστικά και μόνο στα εθνικά δικαστήρια, τα εν λόγω δικαστήρια έχουν επίσης την 

υποχρέωση να εξακριβώνουν κατά πόσον οι παραπάνω τροποποιήσεις που επέφερει το προεδρικό διάταγμα 164/2004 στο προϊσχύον εθνικό δίκαιο, όπως είχε διαμορφωθεί με το άρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920, είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση της προστασίας των εργαζομένων που έχουν συνάψει σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, για την εξακρίβωση δε αυτή οφείλουν να συγκρίνουν τον βαθμό προστασίας που παρέχει καθεμία από τις εθνικές αυτές διατάξεις, δ) ότι το ΔΕΚ έχει δεχτεί ότι μία εθνική διάταξη που θεωρεί διαδοχικές μόνον τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μεταξύ των οποίων μεσολαβεί ορισμένο χρονικό διάστημα κατώτερο ή ίσο των 20 εργασίμων ημερών πρέπει να θεωρηθεί ότι μπορεί να διακυβεύσει το αντικείμενο, τον σκοπό και την πρακτική αποτελεσματικότητα της συμφωνίας - πλαισίου. Συγκεκριμένα, ένας τόσο αυστηρός και περιοριστικός ορισμός του διαδοχικού χαρακτήρα των συμβάσεων εργασίας που συνάπτονται η μία κατόπιν της άλλης θα καθιστούσε δυνατή την επί πολλά έτη προσωρινή απασχόληση των εργαζομένων, αφού, στην πράξη, ο εργαζόμενος δεν θα είχε στις περισσότερες περιπτώσεις άλλη επιλογή από το 

να δεχθεί διακοπές της τάξης των 20 εργάσιμων ημερών στο πλαίσιο μιας αλυσίδας συμβάσεων που τον συνδέουν με τον εργοδότη του. Το ΔΕΚ έχει δεχτεί επίσης ότι η ρύθμιση, η οποία αναγνωρίζει ως "διαδοχικές" μόνο τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου μεταξύ των οποίων μεσολαβούν διαστήματα μικρότερα των τριών μηνών, δεν είναι, καθαυτή, τόσο αυστηρή και περιοριστική. Οι εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια πάντως που έχουν αρμοδιότητα για την εφαρμογή των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 1990: 70 και της συμφωνίας - πλαισίου και καλούνται επομένως να αποφαίνονται επί του χαρακτηρισμού των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου οφείλουν να εξετάζουν σε κάθε περίπτωση όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τον αριθμό των εν λόγω διαδοχικών συμβάσεων που έχουν συναφθεί με το ίδιο πρόσωπο ή για την εκτέλεση της ίδιας εργασίας, προκειμένου να αποκλείουν το ενδεχόμενο να χρησιμοποιούνται καταχρηστικά από τους εργοδότες οι σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, ε) ότι κατά τη νομολογία του ΔEK, από τη συνδυασμένη εφαρμογή των άρθρων 10, δεύτερο εδάφιό, ΕΚ και 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ και της σχετικής οδηγίας προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας μεταφοράς μιας οδηγίας, τα κράτη μέλη αποδέκτες της οφείλουν να απέχουν από τη θέσπιση διατάξεων ικανών να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την επίτευξη του αποτελέσματος που επιδιώκει η οδηγία αυτή. Δεν έχει σημασία από την άποψη αυτή αν η επίμαχη διάταξη του εθνικού δικταίου, η οποία θεσπίστηκε μετά την έναρξη της ισχύος της σχετικής οδηγίας, έχει ως σκοπό τη μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, κατά συνέπεια, όλες οι αρχές των κρατών μελών έχουν την υποχρέωση να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, ακόμη και όταν οι αρχές αυτές προβαίνουν σε αναθεώρηση του 

Συντάγματος. Από τα ανωτέρω συνάγονται τα ακόλουθα: α) ότι η διαμόρφωση στο εσωτερικό δίκαιο όρων που καθορίζουν ποσοτικούς περιορισμούς στον ορισμό της διαδοχικότητας των συμβάσεων ορισμένου χρόνου είναι αντίθετη με τους σκοπούς της Κοινοτικής Οδηγίας, υπό την έννοια ότι έτσι καθίσταται δυνατή η καταστρατήγηση της προστασίας που το άρθρο 5 θέλει να παράσχει στους εργαζόμενους (βλ. ανωτέρω απόφαση ΔΕΚ, ιδίως παρ. 84 - 88). β) ότι τα εθνικά δικαστήρια έχουν την υποχρέωση να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των οδηγιών γ) ότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης αποτελεί, αντικείμενο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων. Κατά λογική συνέπεια, αντίθετη στο πνεύμα της 

Η 

φύλλα της υπ' αριθμ. 

2Γ21 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθήνας (τμr art σφαλιστικών μέτρων 

ανωτέρου Κοινοτικής Οδηγίας είναι και η θέση στο εσωτερικό δίκαιο περιορισμών όχι μόνο ποσοτικού, αλλά και ποιοτικού χαρακτήρα για τον αποκλεισμό βοιωτικών σχέσεων που υποκρύπτουν εργασιακές συμβάσεις, Ειδικότερα, με την Κοινοτική Οδηγία, το Κοινοτικός Νομοθέτης είχε την πρόθεση να θέσει «φραγμούς σε κάθε περίπτωση που ο εργοδότης εκμεταλλευόμενος την ασθενέστερη θέση του εργαζόμενου κατά την διαπραγμάτευση των όρων εργασίας του δημιουργεί περιβάλλον καταστρατήγησης των υποχρεώσεων που επιβάλει μία σχέση εργασίας αορίστου χρόνου. Κατ' ακολουθία, ενόψει των ανωτέρου, εφόσον η πρόσληψη του εργαζόμενου έγινε προσχηματικά για την κάλυψη έκτακτων και απρόβλεπτων αναγκών, στην πραγματικότητα όμως για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών, η άσκηση του διευθυντικού αυτού δικαιώματος ως εργοδότη εκ μέρους των οργάνων του γίνεται προς καταστρατήγηση των από το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν.212/1920 δικαιωμάτων των εργαζομένων που απορρέουν από τις διατάξεις για την υποχρεωτική καταγγελία της Υπαλληλικής σύμβασης κατά προφανή υπέρβαση από μέρους του εργοδότη των ορίων του επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικής ή οικονομικός σκοπός του διευθυντικού αυτού δικαιώματος, και ως εκ τούτου είναι καταχρηστική κατ' άρθρο 281 ΑΚ (Ολ.ΑΠ 7/2011, Ολ.ΑΠ 18/2006 και ΑΠ 816 2011). 

ΠΙ. Ως προς το άρθρο 8 του Ν.2112/1920 να αναφερθούν τα ακόλουθα: Στο ισχύον δίκαιο το άρθρο 8 παρ. 5 ν. 2112/1920 έχει υπεροχή έναντι του δικαίου των π.δ. 81/2003, 164/2004 και 180-2004. Την υπεροχή του ορίζει ρητά η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 π.δ. 81/2003, που παραμένει σε ισχύ μετά την τροποποίησή του με τα π.δ. 180 και 164/2004, "το διάταγμα αυτό δεν θίγει ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους γενικώς ρυθμίσεις ή ευνοϊκότερες ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με αναπηρίες". Επομένως, υπερισχύει η ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 3 ν. 2112/1920, σε όσα θέματα είναι ευνοϊκότερη των ρυθμίσεων του π.δ. 81/2003 όπως ισχύει. σήμερα. Το άρθρο 8 παρ. 3 ν. 2112/1920 δεν γνωρίζει εξαιρέσεις, ούτε θέτει χρονικούς ή άλλους περιορισμούς για την αποτελεσματική προστασία των εργαζομένων. Για τις εργασιακές σχέσεις που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του π.δ. 164/2014 η υπερίσχυση της ευνοϊκότερης ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 3 ν.2112/1920 προκύπτει από την, Ομινίου 

περιεχομένου προς την του άρθρου 8 παρ. 1 π.δ. 81/2003, διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 π.δ. 164/2004: "Το παρόν διάταγμα δεν θίγει ρυθμίσεις ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους εν γένει καθώς και για τους εργαζομένους με αναπηρίες". Υπερισχύει, επομένως, η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 ν. 2112/1920, για όσια θέματα είναι, ευνοϊκότερη των ρυθμίσεων του π.δ. 164/2004, που θεσπίζουν εξαιρέσεις και θέτουν χρονικές και άλλες προϋποθέσεις για την προστασία των εργαζομένων. Οι δύο επιφυλάξεις υπέρ των ευνοϊκότερων για τους εργαζομένους ρυθμίσεων βρίσκονται σε αρμονία και με την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης που καθιερώνει το άρθρο 137 παρ. 5 Συνθ.Ε.Ε. ("οι διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος άρθρου (κοινοτικών (Οδηγιών) δεν εμποδίζουν την εκ μέρους των κρατών - μελών διατήρηση η θέσπιση αυστηρότερων προστατευτικών μέτρων τα οποία συμβιβάζονται με την παρούσα Συνθήκη") και επιβεβαιώνει το άρθρο 8 παρ. 1 της Οδηγίας 1999/7O. Στο βαθμό, τέλος, που τα π.δ. 81/2003. 164/2004 και 180/2004 χειροτερεύουν - υποβαθμίζουν την προστασία που παρέχει στους εργαζομένους η Οδηγία 1999,70 παραβιάζεται η απαγόρευση χειροτέρευσης, που περιέχεται στο άρθρο 8 παρ. 3 της Οδηγίας. Σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα, ως προς την ορθή ερμηνεία της Οδηγίας και των εθνικών διατάξεων: α) η διαμόρφωση στο εσωτερικό δίκαιο όρων που καθορίζουν ποσοτικούς περιορισμούς στον ορισμό της διαδοχικότητας των συμβάσεων ορισμένου χρόνου είναι αντίθετη με τους σκοπούς της Κοινοτικής Οδηγίας υπό την έννοια ότι έτσι καθίσταται δυνατή η καταστρατήγηση της προστασίας που το άρθρο 5 θέλει να παράσχει στους εργαζόμενους β) τα εθνικά δικαστήρια έχουν την υποχρέωση να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των οδηγιών γ) ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης αποτελεί αντικείμενο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων. Ειδικότερα, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός έννομων σχέσεων και καταστάσεων αποτελεί κατ' εξοχήν έργο των δικαστηρίων, αποτελεί δηλαδή ένα από τα βασικά στοιχεία της δικαιοδοτικής λειτουργίας. Τούτο μάλιστα ισχύει, όπως εκτέθηκες, ακόμα και στις περιπτώσεις που ορισμένος νομικός χαρακτηρισμός γίνεται βάσει νόμου. Χωρίς το στοιχείο αυτό, δηλαδή τον ελεύθερο νομικό χαρακτηρισμό συμβατικών σχέσεων, καταστάσεων, παροχών κ.λπ., τα δικαστήρια δεν μπορούν να επιτελέσουν την ανατεθειμένη σ' αυτά από το Σύνταγμα λειτουργία (άρθρο 87 παρ. 2. Σ.). κατοχυρώνοντας παράλληλα και τη λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών (βλ. 3/2001 απόφαση Α.Ε.Α., βλ. σχετικά με την 

Α 

- Εύλο της υπ' αριθμ. 

2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείοι, Αθήνας Τμήμα Παλιστι σιλικό μέτρο 

αναγνώριση της ελευθερίας των δικαστηρίων να προβαίνουν στον ορθό νομικό χαρακτηρισμό, αγνοώντας μάλιστα το νομικό χαρακτηρισμό που επιβάλλει ο νομοθέτης Α.Π. 62001 ΕΕργΔ 2001, 403. ΟλΑΠ 18/2006 ΤΝΠ Νομος, Α.Π. 141/2000 ΕΕργΔ 2001,406). Κατά λογική συνέπεια, αντίθετη στο πνεύμα της ανωτέρω Κοινοτικής Οδηγίας είναι και η θέση στο εσωτερικό δίκαιο περιορισμών όχι μόνο ποσοτικού, αλλά και ποιοτικού χαρακτήρα για τον αποκλεισμό βιοτικών σχέσεων, που υποκρύπτουν εργασιακές συμβάσεις. Ειδικότερα, με την Κοινοτική Οδηγία, ο Κοινοτικός Νομοθέτης είχε την πρόθεση να θέσει, φραγμούς σε κάθε περίπτωση που ο εργοδότης εκμεταλλευόμενος την ασθενέστερη θέση του εργαζόμενου κατά την διαπραγμάτευση των όρων εργασίας του δημιουργεί περιβάλλον καταστρατήγησης των υποχρεώσεων που επιβάλει μια σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, δ) Στην ελληνική έννομη τάξη, ανεξάρτητα από το χρόνενσωμάτωσης της ως άνω οδηγίας, στις 2.4.2003 με το Π.Δ. 81/2003 και ως προς το δημόσιο τομέα με το Π.Δ. 164/2004, δηλαδή μετά την προβλεπόμενη από το άρθρο 2 παρ. 1 της οδηγίας, στις 10-7-2001 και την παράταση της προθεσμίας για ένα ακόμη έτος, η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, δια της προσχηματικής επιλογής της συμβάσεώς ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπίζεται με το άρθρο 8 παρ. 3 ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 ΑΚ, 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, ως "ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο", που εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα (βλ. Ολ.ΑΠ 18/2006, Α ΕΚ 0-3 78/2007). Επομένως, από την απαγόρευση "μετατροπής" από το νόμο των συμβάσεων ορισμένου σε. αορίστου χρόνου δεν συνάγεται και απαγόρευση για την αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσης, που δεν είναι "μετατροπή" αλλά ορθός χαρακτηρισμός της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ε) Υφίσταται η υποχρέωση σύμφωνης με το Κοινοτικό Δίκαιο ερμηνείας του εθνικού δικαίου), που απορρέει από την αρχή της υπεροχής του, υφίσταται και πριν την πάροδο της προθεσμίας προσαρμογής της νομοθεσίας των κρατών μελών στις απαιτήσεις της σχετικής Οδηγίας. Περαιτέρω, κατά τα εκτεθέντα παραπάνω, κατά τη νομολογία του ΔΕΚ., από τη συνδυασμένη εφαρμογή των άρθρων το, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ και 249, τρίτο εδάφιο ΕΚ. και της σχετικής Οδηγίας προκύπτει, ότι, κατά 

τη διάρκεια της προθεσμίας μεταφοράς μίας Οδηγίας, τα κράτη μέλη αποδέκτες της οφείλουν να απέχουν από τη θέσπιση διατάξεων ικανών να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την επίτευξη του αποτελέσματος που επιδιώκει η οδηγία αυτή απόφαση της 8ης Μαΐου 2003, C-14/02. Συλλογή 2003, σ. Ι - 4431, σκέψη 58). Δεν έχει, σημασία από την άποψη αυτή αν η επίμαχη διάταξη του εθνικού δικαίου, η οποία θεσπίστηκε μετά την έναρξη της ισχύος της σχετικής οδηγίας, έχει ως σκοπό τη μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο. Κατά συνέπεια, όλες οι αρχές των Κρατών Μελών έχουν την υποχρέωση να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, ακόμη και όταν οι αρχές αυτές προβαίνουν σε αναθεώρηση του Συντάγματος (ΔΕΚ 0 - 378.2007, Νόμος). Κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, ο εθνικός νομοθέτης δεν έχει την εξουσία να μεταβάλει ούτε να παρερμηνεύει τις διατάξεις της Οδηγίας, διότι τότε παραβιάζει το κοινοτικό δίκαιο, το οποίο υπερισχύει κάθε άλλης αντίθετης διάταξης του εσωτερικού δικαίου κατ' άρθρο 28 παρ. 1 Σ., βάσει του οποίου η Ελλάδα προσχώρησε στις ευρωπαϊκές κοινότητες από 1.1.1981 δυνάμει της από 28.05.1979 συνθήκης προσχωρήσεως της Ελλάδος στην Ε.Ο.Κ., που κυρώθηκε με το ν. 945/1979 (Ολ.ΑΠ 23/1998 ΕλΔ 39, 793, Α.Π. 1330/2000 ΕλΔ 43, 387}, ακόμη και του Συντάγματος κατά τα άρθρα 2, 10 (πρώην 5) της Ενοποιημένης Απόδοσης της Συνθήκης περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ζ) Οι εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια πάντως που έχουν αρμοδιότητα για την εφαρμογή των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 1999/70 και της συμφωνίας - πλαισίου και καλούνται επομένως να αποφαίνονται επί του χαρακτηρισμού των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου οφείλουν να εξετάζουν σε κάθε περίπτωση όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τον αριθμό των εν λόγω διαδοχικών συμβάσεων που έχουν συνα ερθεί με το ίδιο πρόσωπο η για την εκτέλεση της ίδιας εργασίας, προκειμένου να αποκλείουν το ενδεχόμενο να χρησιμοποιούνται καταχρηστικά από τους εργοδότες οι σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, η) Όπως εκτέθηκα, τη διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 του ΑΚ και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, που εφαρμόζονται για όλους τους εργαζόμενους με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν εργάζονται στον ιδιωτικό η δημόσιο τομέα και καθιερώνουν "ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο του εθνικού μας δίκαιου, για την πρόληψη και αποφυγή καταχρήσεων, κατά την έννοια της ρήτρας και της συμφωνίας πλαισίου, που συνήψαν στις ... οι διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα ... για 

Σ 

υλλω εη υπ' αριθμ. 

2121 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείοι. Η 

τμήμα ασφαλτικών μέτρων 

ας, 

την υλοποίηση της οποίας εκδόθηκε η ανωτέρω οδηγία, παρέχουν προστασία στους εργαζομένους από τις καταχρήσεις του είδους που προαναφέρθηκαν, με το να καθιερώνουν την αρχή ότι ο χαρακτηρισμός που έδωσαν στη σύμβαση οι συμβαλλόμενοι δεν είναι δεσμευτικός αλλά ο ορθός χαρακτηρισμός της σύμβασης εργασίας, ως σύμβασης ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δίδεται από το δικαστήριο από τη φύση της συγκεκριμένης σύμβασης. Μάλιστα, η προστασία αυτή είναι πληρέστερη εκείνης της ανωτέρω Κοινοτικής Οδηγίας, αφού κατά την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων του εθνικού δίκαιου, έχει παγιωθεί η ερμηνεία ότι, μπορεί η σύμβαση να θεωρηθεί αόριστου χρόνου, έστω και αν μία μόνο σύμβαση που προσχηματικά ονομάσθηκε ορισμένου χρόνου, καταρτίσθηκε. Εμπόδιο για την εραρμογή των εν λόγω διατάξεων για τους απασχολούμενους στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα δεν αποτελούν οι διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 8 του Συντάγματος (που προστέθηκε με την αναθεώρηση του 2001), αφού αυτές απαγορεύουν τη μετατροπή συμβάσεων προσωπικού που προσλήφθηκε με σύμβαση εργασίας ή έργου για την κάλυψη πρόσκαιρων ή απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών, σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, όχι όμως και την αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσης, ως αόριστης χρονικής διάρκειας, όταν με αυτήν καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεδομένου μάλιστα ότι κατά το Σύνταγμα (άρθρο 103 παρ. 3 και 8 εδ. β' και προβλέπονται περιπτώσεις πρόσληψης προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αοριστου χρόνου, προς κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών. Τυχόν αντίθετη ερμηνεία, ότι δηλαδή συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου δεν μπορούν να αναγνωρίζονται, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, ως συμβάσεις αορίστου χρόνου μετά την ως άνω συνταγματική μεταρρύθμιση, θα είχε ως συνέπεια την παραβίαση της διάκρισης των εξουσιών και θα προσέβαλε την λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών και θα ματαίωνε τον σκοπό της Οδηγίας, η οποία - σημειωτέον- ως κοινοτικό δίκαιο υπερέχει του εθνικού δίκαιου και (αποσκοπεί στην αποτροπή της κατάχρησης που μπορεί να προκύψει από την χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Περαιτέρω ενόψει της ισχύος του άρθρου 8 του ν. 2112/1920 ως ισοδυνάμου νομοθετικού μέτρου, τούτο έχει εφαρμογή τόσο ως προς τους εργαζόμενους που οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, που είχαν 

συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του αναθεωρημένου άρθρου 103 Σ και συνεχίσθηκαν και μετά την 18.04.2001, όσο και ως προς αυτούς που οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου, που είχαν συναφθεί μετά την έναρξη ισχύος του ως άνω αναθεωρημένου άρθρου 103 του Συντάγματος. Στην κρινόμενη αίτησή τους οι αιτούντες εκθέτουν ότι, από τον δεύτερο καθ' ού Δήμο, του Οποίου επιβλέποντα φορέα αποτελεί το πρώτο καθ' ού, προσλήφθηκαν με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, λόγιο δε κάλυψης πάγιων και διαρκών αναγκών του τελευταίου τούτες διαδέχθηκαν η μία την άλλη, προσφέροντας την εργασία τους στις ίδιες ειδικότητες, έως τις 31.12.2019, λόγω δε του χρόνου λήξης των συμβάσεών τους, υφίσταται κατεπείγουσα περίπτωση και επικείμενος κίνδυνος να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα προκειμένου να ρυθμισθεί προσωρινά η κατάσταση, ώστε να μην απολέσουν το μοναδικό βιοποριστικό τους μέσα και ειδικότερα να υποχρεωθεί προσωρινά ο καθ' ού, να αποδέχεται τις εκ μέρους τους προσφερόμενες υπηρεσίες, καταβάλλοντας τις νόμιμες μηνιαίες αποδοχές τους καταδικαζόμενος σε περίπτωση άρνησής του σε χρηματική ποινή 300 ευρώ ημερησίως και να καταδικασθεί ο αντίδικος στην πληρωμή των δικαστικών τους εξόδων. Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αίτηση. παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπων αυτού του Δικαστηρίου, δικάζοντας με την προκείμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 682 επ. Κ.Πολ.Δ.). Ωστόσο, όσον αφορά στο πρώτο των καθ' ών Ελληνικό Δημόσιο (στο οποίο σημειωτέον δεν προκύπτει επίδοση της αίτησης), η αίτηση είναι απόρριπτέα ως παθητικά ανομιμοποίητη, δεδομένου ότι εργοδότης και αντισυμβαλλόμενος των αιτούντων είναι ο δεύτερος καθ' ού, Δήμος, σε βάρος του οποίου και θα εκτελεστεί η εκδοθησομένη απόφαση και όχι το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο ως εκ τούτου δεν νομιμοποιείται παθητικά στην άσκηση της παρούσας αίτησης. Περαιτέρω, όσον αφορά στο δεύτερο των καθ' ων η αίτηση είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις αναφερόμενες στις νομικές σκέψεις της παρούσας αποφάσεις διατάξεις, τους και σε αυτές των άρθρων 94651, 106, 176 Κ.Πολ.Δ. Πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν, 

Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, 

πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι αιτούντες προσλήφθηκαν από τον καθ' ού Δήμο Πλατανιά Χανίων Κρήτης, με ιδιωτικού δικαίου συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας οι οποίες χαρακτηρίσθηκαν ως ορισμένου χρόνου, προκειμένου να παρέχουν τις υπηρεσίες τους, κατά τα ειδικότερα κάτωθι αναφερόμενοι, ήτοι : Ο 1ος αιτών Νικηφόρος 

Τη 

φύλλο της επ' αριθμ. 

2121 απόφασης του Κακομελούς Πρωτοδικείου Αθήνας τμήμα ασφαλιστικών μέτρων 

Κυδωνάκης προσλήφθηκε από τον καθ' ου και εργάστηκε στην ανταποδοτική υπηρεσία καθαριότητας, αρχικά με την από 01.02.2009 σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, διάρκειας δυο μηνών, από 01.09.2009 έως 30-10-2014. με την ειδικότητα του εργάτη αποκομιδής απορριμμάτων και στη συνέχεια με την ίδια ειδικότητα απασχολήθηκε στον καθ' ου δυνάμει της από 14.12.2009 σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, διάρκειας δυο μηνών, από 14-12-2009 έως 14-2-2010, της από 15-02-2010 σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, με διάρκεια δυο μηνών, από 15.02.2010 έως 14-04-2010, της από 15-03-2012 σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, με διάρκεια 2 μηνών, (από 15.03.2012 έως 14-05-2012, της από 21-06-2012 σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, με διάρκεια 2 μηνών, δυνάμει της από 21.06.2012 σύμβασης ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, διάρκειας 2 μηνών, (από 21.06.2012 έως 20-08-2012, της από 01-07-2011 σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, διάρκειας 8 μηνών, από 01.07.2011 έως 29-12-2012, δυνάμει της από 07-07-2015 σύμβασης ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, διάρκειας 8 μηνών, από 07.07.2015 έως 06-03-2016, η οποία παρατάθηκε για το χρονικό διάστημα από 07-03-2016 έως 31-12-2016 και ακολούθως από 01 01-2017 έως 06-07-2017 και από 07-07-2017 έως 31 -03-2018. Επίσης, σύμφωνα με την με αρ. 277/3988/04-04-2018 (ΑΔΑ:9ΘΔΙΩΞ5-ΛΡΨ) απόφαση του Δημάρχου Πλατανιά, η οποία λήφθηκε σύμφωνα με την με αρ.πρωτ. MAM 1200 02-04-2018 απόκραση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), εργάστηκε στον καθ' ου Δήμο, είδους και τις 30-09-2019, ημερομηνία κατά την οποία έπαυσε αυτοδίκαια να «απασχολείται βάσει της με αρ. (χρ. 1220 15.366/01 -10-2019 (ΑΔΑ: Ω2ΙΜΩΞ5-A1B) απόφασης Δημάρχου. Επιπλέον, σύμφωνα με την υπ' αριθ. 1492/191 89.1 (0-12-2019 (ΑΔΑ:7Χ9ΞΩΞ5 T2Z) (απόκριση του Δημάρχου Πλατανιά, η οποία λήφθηκε μετά την από 02-12-2019 προσωρινή διαταγή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ασπριαλιστικών μέτρων). εργάστηκε στο Δήμο «από τις 10-12- 2019 έως τις 31-12-2019. Ο δεύτερος αιτών Μπιτζανάκης Γρηγόριος του Εμμανουήλ, εργάστηκε στον Δήμο Πλατανιά στην ανταποδοτική υπηρεσία Καθαριότητας, αρχικά δυνάμει της από 21.06.2012 σύμβασης ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, με διάρκεια 2 μηνών, με την ειδικότητα του οδηγού 

απορριμματοφόρου, από 21-6-2012 έως 20-8-2012 και στη συνέχεια εργάστηκε με την ίδια ειδικότητα στον καθ' ού δήμο, δυνάμει της από 17-5-2013 σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, διάρκειας 2 μηνών, (από 17.05.2013 έως 16-7-2013 και δυνάμει της από 07-07-2015 σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, διάρκειας 8 μηνών, (από 07.07.2015 έως 06-03-2016 που παρατάθηκε από 7-3-2016 έως 31-12-2016, από 1-1-2017 έως 6-7-2017 και από 7-7-2017 έως 31-03-2018. Επίσης, σύμφωνα με την αρ. 277/3988/04-04-2018 (ΑΔΑ:ΩΟΔΙΩΞ5-Λ.ΡΨ) απόφαση του Δημάρχου Πλατανιά, η οποία λήφθηκε σύμφωνα με την με αρ.πρωτ. MAM 120/02-04-2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), ο δεύτερος αιτών εργάστηκε στον καθ' ου έως και και την 30-09-2019, ημερομηνία κατά την οποία έπαυσε αυτοδίκαια να απασχολείται βάσει της υπ' αριθμ. 1220 1536€/O1-10-2019 (ΑΔΑ: Ω3ΙΜΩΞ5-A1B) απόφασης του Δημάρχου. Επιπλέον, σύμφωνα με την υπ' αριθ. 1492/19189/13-12-2019 (ΑΔΑ: 7Χ9ΞΩΞ5-T22) απόφαση του Δημάρχου Πλατανιά, η οποία λήφθηκε μετά την από 02-12-2019 προσωρινή διαταγή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ασφαλιστικών μέτρων), εργάστηκε στο Δήμο από 10.12.2019 έως 31-12-2019. Ο τρίτος αιτών, Κωνσταντουδάκης Ανδρέας του Ιωάννη εργάστηκε στον καθ' ού Δήμο Πλατανιά, στην ανταποδοτική υπηρεσία Καθαριότητας, αρχικά δυνάμει της (από 14.03.2011 σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, ως χειριστής μηχανημάτων έργου, με διάρκεια της σύμβασης 2 μηνών, από 14-03-2011 έως 13-05-2011 (2 μήνες) και στη συνέχεια δυνάμει της από 25-05-2011 σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, από 25.05.2011 έως 24-06-2011, με την ειδικότητα του εργάτη γενικών καθηκόντων, ακολούθως δυνάμει της από 15-03-2012 σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου με διάρκεια 2 μηνών από 15.03.2012 έως 14-05-2012, με την ειδικότητα ΔΕ ως χειριστής μηχανημάτων έργων, κατόπιν, δυνάμει της από 21-06-2012 σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, με διάρκεια 2 μηνών, απο 21.06.2012 έως 21-08-2012, με την ειδικότητα ΥΕ εργάτης καθαριότητας, κατόπιν δυνάμει της από 17-05-2013 σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, με διάρκεια 2 μηνών, από 17.05.2013 έως 16 07-2013, με την ειδικότητα ΥΕ - Εργάτης Απορριμματοφόρων και δυνάμει της από 07-07 2015 σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, διάρκειας 8 μηνών, (από 07.07.2015 έως 06-03 2016, με ειδικότητα χειριστή μηχανημάτων έργων, η οποία παρατάθηκε από 7-3-2016 έως 31 

ο 

φύλλο της L' αριθμ. 

ΟΙ 

2021 κιόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθήνας 

τμήμα ασφαλιστικών μέτρων 

12-2016, παρατάθηκε εκ νέου από 1 -1 -2017 έως 6-7-2017 και από 7-7-2017 έως 31-03 

2018. Επίσης, σύμφωνα με την με αρ. 277/398.8/04-04-2018 (ΑΔΑ:9ΘΛΟΩΞ5-Ριμη απόφαση του δήμου Πλατανιά, η οποία λήφθηκε σύμφωνα με την με αρ.πρωτ. MAM 120/02 04-2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων (διαδικασία ασιριαλιστικών μέτρων), εργάστηκε. έως και 30-09-2019, ημερομηνία κατά την οποία έπαυσε αυτοδίκαια να απασχολείται, δυνάμει της με αρ. 1220 15366.01-10-2019 (ΑΔΑ: Ω3ΙΜΩΞ5-A1B) απόκρισης του Δημάρχου. Επιπλέον, σύμφωνα με την υπ' αριθ. 1492/19189/10-12-2019 (ΑΔΑ:7Χ9ΞΩΞ5-T22) απόφαση του Δημάρχου Πλατανιά, η οποία λήφθηκε μετά την από 02-12-2019 προσωρινή διαταγή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ασφαλιστικών μέτρων), εργάστηκε στο Δήμο από 10.12.2019 έως τις 31 -12-2019. Ο τέταρτος αιτών. Χορευτάκης Ευτύχιος του Αντωνίου εργάστηκε στον Δήμο Πλατανιά στην υπηρεσία καθαριότητας, δυνάμει της από 26.02.2015 σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, με την ειδικότητα του οδηγού απορριμματοφόρου με ψηφιακό ταχογράφο, με διάρκεια της σύμβασης 2 μηνών, από 26.02.2015 έως 25.04.2015 και στη συνέχεια, δυνάμει της από 18-06-2014 σύμβασης ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, διάρκειας 8 μηνών, από 18.06.2014 έως 17-02-2015, με την ειδικότητα ΔΕ οδηγού απορριμματοφόρων, δυνάμει της από 14-07-2015 σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, διάρκειας 8 μηνών, από 14.07.2015 έως 13-03-2016, η οποία παρατάθηκε από 14-03-2016 έως 31-12-2016 και 

παρατάθηκε εκ νέου από 01.01.2017 έως 06-07-2017 και από 07-07-2017 έως 31-03-2018. Επίσης, σύμφωνα με την με αρ. 277/3988. (04-(04-2018 (ΑΔΑ:ΩΘΔ0ΩΞ5-ΛΡΨ) απόφαση του Δημάρχου Πλατανιά, η οποία λήφθηκε σύμφωνα με την με αρ.πρωτ. MAM 120/02-04-2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), εργάστηκε στο καθ' ού, έως και την 30-09-2019, ημερομηνία κατά την «πνία έπαυσε αυτοδίκαια να απασχολείται, βάσει της με αρ. 1220/15366/01 -10-2019 (ΑΔΑ: Ω3ΙΜΩΞ5 ΑΙΒ) απόφασης του Δημάρχου. Επιπλέον, σύμφωνα με την υπ' αριθ. 1492/191 89/10-12-2019 (ΑΔΑ:7ΧΩΞΩΞ5-ΤΖΖ) απόφαση του Δημάρχου Πλατανιά, η οποία λήφθηκε μετά την από 02-12-2019 προσωρινή διαταγή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ασφαλιστικών μέτρων), εργάστηκε στο Δήμο από τις 10-12-2019 έως τις 31-12-2019. Ο πέμπτος αιτών, 

Βλεπάκης Αντώνιος του Ιωάννη εργάστηκε στον Δήμο ΓΙλατανιά στην ανταποδοτική, υπηρεσία καθαριότητας δυνάμει της από 18.06.2014 αρχικής σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου Ιδιωτικού Δικαίου Ορισμένου χρόνου, διάρκειας 8 μηνών, από 18 6-2014 έως 17-2-2015, με την ειδικότητα ΥΕ εργάτη αποκομιδής απορριμμάτων και στη συνέχεια δυνάμει της από 8-8-2016 σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, διάρκειας 8 μηνών, από 08.08.2016 έως 7-4-2017, με την ειδικότητα ΥΕ εργάτη αποκομιδής απορριμμάτων και ακολούθως, δυνάμει της από 8-4-2017 σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, «από 08.04.2017 έως 31-03-2018. Επίσης, σύμφωνα με την με αρ. 277/3988/04-04-2018 (ΑΔΑ:ΩΘΔΙΩΞ5-APT) (απόφαση του Δημάρχου Πλατανιά, η οποία λήφθηκε σύμφωνα με την με αρ.πρωτ. MAM 120/02-04-2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων (διαδικασία ασιριαλιστικών μέτρων), εργάστηκε στο Δήμο έως και την 30-09-2019, ημερομηνία κατά την οποία έπαυσε αυτοδίκαια να απασχολείται, βάσει της με αρ.122015366/01-10-2019 (ΑΔΑ: Ω3ΙΜΩΞ5-AIB) απόφασης Δημάρχου. Επιπλέον, σύμφωνα με την υπ' αριθ. 1492/19189, 10-12-2019 (ΑΔΑ:7ΧΩΞΩΞ5-T2Z) απόφαση του Δημάρχου Πλατανιά, η οποία λήφθηκε μετά την από 02-12-2019 Προσωρινή Διαταγή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ασφαλιστικών μέτρων), εργάστηκε στον καθ' ου Δήμο από τις 10-12-2019 έως τις 31-12-2019. Ο έκτος αιτών, Μαραγκάκης Ιωάννης του Νικολάου, εργάστηκε στον καθ' ού Δήμο στην υπηρεσία καθαριότητας, αρχικά δυνάμει της από 11-09 2012 σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμέου χρόνου, διάρκειας 8 μηνών, από 11.09.2012 έως 10-05-2013, με την ειδικότητα εργάτη αποκομιδής απορριμμάτων και στη συνέχεια εργάστηκε με την ίδια ειδικότητα, δυνάμει της (από 07-07-2015 σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, διάρκειας 8 μηνών, από 07.07.2015 και έως 06-03 2016, η οποία παρατάθηκε από 7-3-2016 έως 31-12-2016, από 1-1-2017 έως 6-7-2017 και από 7-7-2017 έως 31-03-2018. Επίσης, σύμφωνα με την με αρ. 277/3988.04-04-2018 (ΑΔΑ:ΩΘΔΟΩΞ5-ΛΡΨ) απόφαση του Δημάρχου Πλατανιά, η οποία λήφθηκε σύμφωνα με την με αρ. πρωτ. MAM 120.02.04.2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), εργάστηκε έως και την 30-09-2019, ημερομηνία κατά την οποία έπαυσε ταυτοδίκαια να απασχολείται βάσει της με αρ. 12215366/01-10-2019 (ΑΔΑ: Ω3ΙΜΩΞ5-A1B) απόφασης του Δημάρχου. Επιπλέον, σύμφωνα με την υπ' αριθ. 1492/91 89/10-12-2019 (ΑΔΑ:7ΧΩΞΩΞ5-T2Z) απόφαση του Δημάρχου Πλατανιά, η οποία 

ΤΠ 3 

φιλία της υπ' αριθμ. 

2021 απόφασης του ΜΑΞύς Πρωτοδικείου Αθήνα, τμήμα δ ίπλίστικών με μικρή 

λήφθηκε μετά την από 02-12-2019 προσωρινή διαταγή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ασφαλιστικών μέτρων), εργάστηκε στον καθ' ού δήμο, από τις 10.12.2019 έως τις 31-12-2019. Ο έβδομος αιτών, Ανδρουλάκης Άγγελος του Ανδρέα εργάστηκε στον καθ' ου Δήμο Πλατανιά στην υπηρεσία ανταποδοτικής καθαριότητας, αρχικά δυνάμει της από 01-07 2011 σύμβασης εργασία ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, διάρκειας 8 μηνών, από 01.07.2011 έως 29-02-2012, με την ειδικότητα ΔΕ οδηγού απορριμματοφόρου και στη συνέχεια δυνάμει της από 11-09-2012 σύμιασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένη χρόνου, διάρκειας 8 μηνών, από 1.09.2012 έως 10-05-2013, με την ειδικότητα ΔΕ οδηγού απορρματοφόρου με ψηφιακό ταχογράφο, δυνάμει της από 18-06-2014 σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, διάρκειας 8 μηνών, από 18.06.2014 έως 17-02-2015, με ειδικότητα ΔΕ οδηγού απορριμματοφόρου και δυνάμει της από 07-07-2015 σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, διάρκειας 8 μηνών, από 07.07.2015 έως 06 03-2016, με την ειδικότητα ΔΕ οδηγού απορριματοφόρου, η οποία παρατάθηκε από 07-03 2016 έως 31-12-2016 και παρατάθηκε εκ νέου από 01-01-2017 έως 06-07-2017 και από 

07.07.2017 έως 31-03-2018. Επίσης, σύμφωνα με την με αρ. 277398804-04-2018 (ΑΔΑ:ΩΘΔΙΩΞ5-ΛΡΨ) απόφαση του Δημάρχου Πλατανιά, η οποία λήφθηκε σύμφωνα με την με αρ. πρωτ. MAM 120-02-104-2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), εργάστηκε στον καθ' ου δήμο, έως και την 30-09-2019, ημερομηνία κατά την οποία έπαυσες αυτοδίκαια να απασχολείται, βάσει της με αρ. 1220:15.36601-10-2015 (ΑΔΑ: Ω3ΙΜΩΞ5-A1B) απόφασης του Δημάρχου. Επιπλέον, σύμφωνα με την υπ' αριθ. 1492/191 89/13-12-2019 (ΑΔΑ: 7Χ9ΞΩΞ5-T22) απόφαση του Δημάρχου Πλατανιά, η οποία λήφθηκε μετά την από 02-12-2019 προσωρινή διαταγή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ασφαλιστικών μέτρων), εργάστηκε στο Δήμο από τις 10-12-2019 έως τις 31-12-2019. Καθ' όλη τη διάρκεια των συμβάσεών τους, οι αιτούντες εργάζονταν κανονικά, σύμφωνα με το συμφωνημένο ωράριο, δίχως διακοπή, προκειμένου να λειτουργήσουν οι συγκεκριμένες υπηρεσίες του Δήμου, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του τελευταίου και όχι πρόσκαιρες, ούτε κάθε φορά προσλαμβάνονταν για να (αντιμετωπιστεί κάποιο έκτακτο ή απρόβλεπτο γεγονός, ανάγκη η κατάσταση. Εξάλλου, ο 

χρονικός περιορισμός των ως άνω διαδοχικών συμβάσεων εργασίας, δεν δικαιολογείται ούτε από τη φύση των υπηρεσιών που παρείχαν οι αιτούντες, ούτε από τη φύση των καλυπτόμενον από την εργασία τους αναγκών του καθ' ου η αίτηση, οι συμβάσεις δε τούτες, ως προς το χρονικό περιορισμό τους είναι άκυρες και για έκαστο των αιτούντων, συνιστούν μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου, σύμφωνα και με όσα διαλαμβάνονται στις νομικές σκέψεις της παρούσας αποφάσεως, για την αναγνώριση δε τούτου οι αιτούντες, προτίθενται να καταθέσουν σχετικές αγωγές ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου. Υφίσταται δε προδήλως επείγουσα περίπτωση λήψης ασφαλιστικών μέτρων, η ποία συνίσταται στην διατήρηση από τους αιτούντες της θέσης εργασίας τους και των μισθολογικών του απολαβών που τους είναι απαραίτητες για την διαβίωσή τους. Κατόπιν αυτών η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και ως βάσιμη από ουσιαστική άποψη ενώ, τα δικαστικά έξοδα των παρασταθέντων στο Δικαστήριο αιτούντων βαρύνουν τον καθ' ού λόγω της ήττας του στη δίκη αυτή (άρθρο 176 Κ.Πολ.Δ.), πρέπει όμως να του επιβληθούν μειωμένα κατ' άρθρο 281 82 Ν. 3463/2006, σύμφωνα με το διατακτικό της παρούσας αποφάσεως. 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

- ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του πρώτου καθ' ου και αντιμιλία των λοιπών διαδίκων. 

- ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση ως προς τον πρώτο καθ' ού. 

-ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση όσον αφορά στον δεύτερο καθ' ού.. 

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ προσωρινά τον δεύτερο καθ' ου η αίτηση, Δήμο Πλατανιά Χανίων Κρήτης. να αποδέχεται τις υπηρεσίες των αιτούντων, από την επομένη της λήξης της τελευταίας σύμβασης εργασίας τους έως την έκδοση τελεσίδικων αποφάσεων επί των κύριων αγωγών τους, καταβάλλοντας τις νόμιμες αποδοχές τους για όλο αυτό το χρονικό διάστημα. -ΑΠΕΙΛΕΙ σε βάρος των καθ' ου χρηματική ποινή 100€ για κάθε παράβαση της παρούσας αποφάσεως, ήτοι για κάθε ημέρα άρνησης αποδοχής των υπηρεσιών των αιτούντων, 

-ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον καθ' ού στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αιτούντων, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των 100 € για τον καθέναν. 




Ποιά όμως είναι η  ιστορική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου  που δικαιώνει τους  συμβασιούχους  του δημοσίου  με έναρξη απασχόλησης μετά το 2001;

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 
(έβδομο τμήμα) της 11ης Φεβρουαρίου 2021 (*)

 «Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 1999/70/ΕΚ – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Ρήτρα 5 – Μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου – Συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα – Διαδοχικές συμβάσεις ή παράταση της πρώτης σύμβασης – Ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο – Απόλυτη συνταγματική απαγόρευση της μετατροπής των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου – Υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας»

Στην υπόθεση C‑760/18, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Μονομελές Πρωτοδικείο Λασιθίου (Ελλάδα) με απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Δεκεμβρίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης Μ.Β. κ.λπ. κατά Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) «Δήμος Αγίου Νικολάου»,

Συγκεκριμένα επισημαίνει το Δικαστήριο ότι:

 – (σκ. 71) «Όσον αφορά τη σημασία του γεγονότος ότι το άρθρο 103 παράγραφος 8 του Ελληνικού Συντάγματος τροποποιήθηκε μετά την έναρξη της ισχύος οδηγίας 1999 70 και πριν από τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο με σκοπό να απαγορευτεί απόλυτα στο δημόσιο τομέα η μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, αρκεί η υπενθύμιση ότι μια οδηγία, παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι του κράτους-μέλους αποδεκτή και, συνεπώς, έναντι όλων των εθνικών αρχών είτε κατόπιν της δημοσίευσης της είτε, ανάλογα με την περίπτωση, από την ημερομηνία της κοινοποίησης της»,

 – (σκ. 72) «Εν προκειμένω η οδηγία 1999/70 προβλέπει ρητά στο άρθρο 3 ότι αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσης της στην επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δηλαδή στις 10 Ιουλίου 1999»,

– (σκ. 74) «κατά συνέπεια όλες οι αρχές των κρατών μελών ακόμα και όταν προβαίνουν σε αναθεώρηση του συντάγματος έχουν την υποχρέωση να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης».

Κατόπιν τούτου το Δικαστήριο καταλήγει ότι ο εθνικός δικαστής υποχρεούται να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει όλες τις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου (εν προκειμένω τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 3 ν. 2112/1920 – σκ.63) προκειμένου στο πλαίσιο της ρήτρας 5 της οδηγίας 1999/70 να αποτραπεί η καταχρηστική χρησιμοποίηση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, μολονότι εθνικές διατάξεις συνταγματικής φύσης απαγορεύουν απολύτως τέτοια μετατροπή όσον αφορά το δημόσιο τομέα.



Το κείμενο της απόφασης:

11/2/2021 CURIA - Έγγραφα 
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα) 
της 11ης Φεβρουαρίου 2021 (*) 

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 1999/70/ΕΚ – Συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Ρήτρα 5 – Μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου – Συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα – Διαδοχικές συμβάσεις ή παράταση της πρώτης σύμβασης – Ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο – Απόλυτη συνταγματική απαγόρευση της μετατροπής των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου – Υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας» 
Στην υπόθεση C‑760/18, 
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Μονομελές Πρωτοδικείο Λασιθίου (Ελλάδα) με απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Δεκεμβρίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης 
Μ.Β. κ.λπ. 
κατά 
Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) «Δήμος Αγίου Νικολάου», ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα), 
συγκείμενο από τους A. Kumin (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, T. von Danwitz και P. G. Xuereb, δικαστές, 
γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar 
γραμματέας: A. Calot Escobar 
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία, 
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν: 

– ο Μ.Β. κ.λπ., εκπροσωπούμενοι από την Ε. Χαφνάβη, δικηγόρο, 
– ο Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) «Δήμος Αγίου Νικολάου», εκπροσωπούμενος από την Κ. Ζαχαράκη, δικηγόρο, 
– η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις Ε.-Μ. Μαμούνα και E. Τσαούση, καθώς και από τον Κ. Γεωργιάδη, 
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους Α. Μπουχάγιαρ και M. van Beek, στη συνέχεια, από τον Α. Μπουχάγιαρ, 
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,εκδίδει την ακόλουθη απόφαση:

 Απόφαση 


1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της ρήτρας 1 και της ρήτρας 5, σημείο 2, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο) και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43). 

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, του Μ.Β. και άλλων εργαζομένων και, αφετέρου, του εργοδότη τους, ήτοι του Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) με την επωνυμία «Δήμος Αγίου Νικολάου» (στο εξής: Δήμος Αγίου Νικολάου), με αντικείμενο τον χαρακτηρισμό των σχέσεων εργασίας τους ως απασχολούμενων με σχέση αορίστου χρόνου στην υπηρεσία καθαριότητας του εν λόγω δήμου. 

Το νομικό πλαίσιο 
Το δίκαιο της Ένωσης 

3 Η ρήτρα 1 της συμφωνίας-πλαισίου έχει ως εξής: 
«Σκοπός της παρούσας συμφωνίας-πλαισίου είναι: 
α) η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της μη διάκρισης· 
β) η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου.» 
4 Η ρήτρα 3 της συμφωνίας-πλαισίου, με τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής: 
«1. Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ως “εργαζόμενος ορισμένου χρόνου” νοείται ένα πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθείσα απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, η ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος. 
[...]» 
5 Η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου, με τίτλο «Μέτρα για την αποφυγή κατάχρησης», ορίζει τα εξής: 
«1. Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις ή πρακτική, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, για την πρόληψη των καταχρήσεων
λαμβάνουν κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα: 

α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας· 
β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου· 
γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας. 

2. Τα κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου: 
α) θεωρούνται “διαδοχικές”· 
β) χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου.» 

6 Η ρήτρα 8 της συμφωνίας-πλαισίου, με τίτλο «Διατάξεις εφαρμογής», ορίζει τα εξής: 
«1. Τα κράτη μέλη ή/και οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να διατηρήσουν ή να εισαγάγουν ευνοϊκότερες διατάξεις για τους εργαζομένους από τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας. 
[...]» 

Το ελληνικό δίκαιο 
Οι συνταγματικές διατάξεις 


7 Το 2001 προστέθηκαν στο άρθρο 103 του ελληνικού Συντάγματος οι παράγραφοι 7 και 8 οι οποίες έχουν ως εξής: 
«7. Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα [...] γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως νόμος ορίζει. [...] 
8. Νόμος ορίζει τους όρους, και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου.» 

Οι νομοθετικές διατάξεις 


8 Το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 3, του νόμου 2112/1920, περί υποχρεωτικής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών υπαλλήλων (ΦΕΚ Αʹ 67/18.3.1920), ο οποίος προβλέπει προστατευτικές για τους εργαζομένους διατάξεις όσον αφορά την καταγγελία των ιδιωτικού δικαίου συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, ορίζει τα εξής:

«1. Είναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικειμένη εις τον παρόντα νόμον, πλην αν είναι μάλλον ευνοϊκή διά τον υπάλληλον. [...] 
[...] 
3. Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ωρισμένην χρονικήν διάρκειαν, εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογήται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ’ ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου.» 

9 Από τη δικογραφία ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι τα ελληνικά δικαστήρια εφάρμοζαν διαχρονικά το άρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920, σε συνδυασμό, ιδίως, με τα άρθρα 281 και 671 του Αστικού Κώδικα και τις γενικές αρχές του ελληνικού Συντάγματος, ιδίως το άρθρο 25, παράγραφοι 1 και 3, για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των σχέσεων εργασίας και προέβαιναν βάσει του ως άνω άρθρου 8, παράγραφος 3, στον νομικό χαρακτηρισμό ως «συμβάσεων αορίστου χρόνου» των συμβάσεων που εμφανίζονταν ως συμβάσεις ορισμένου χρόνου, αλλά στην πραγματικότητα η ανανέωσή τους απέβλεπε στην εξυπηρέτηση πάγιων και διαρκών αναγκών του εργοδότη. 

10 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατόπιν της αναθεωρήσεως του ελληνικού Συντάγματος, τα ελληνικά δικαστήρια δεν δέχονται πλέον τη μετατροπή, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920, των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που συνάπτονται με εργοδότες του δημοσίου τομέα σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Έκριναν ότι η μετατροπή αυτή προσκρούει στην απαγόρευση μονιμοποίησης του προσωπικού του δημοσίου τομέα την οποία προβλέπει το άρθρο 103 του αναθεωρημένου Συντάγματος, ακόμη και στην περίπτωση που η σύμβαση ορισμένου χρόνου καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη. 
Οι διατάξεις σχετικά με τις παρατάσεις των συμβάσεων ορισμένου χρόνου του προσωπικού καθαριότητας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης 

11 Κατά το άρθρο 205, παράγραφος 1, του κώδικα κατάστασης δημοτικών και κοινοτικών υπαλλήλων, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, για την αντιμετώπιση εποχικών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών. 

12 Το άρθρο 21 του νόμου 2190/1994, Σύσταση ανεξάρτητης αρχής για την επιλογή προσωπικού και ρύθμιση θεμάτων διοίκησης (ΦΕΚ Aʹ 28/3.3.1994), ορίζει τα εξής: 
«1. Οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα […] επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των επόμενων παραγράφων. 
2. Η διάρκεια της απασχόλησης του προσωπικού της παραγράφου 1 δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ (8) μήνες μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα (12) μηνών. Στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις (4) μήνες για το ίδιο άτομο. Παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου είναι άκυρες.»

13 Το άρθρο 167 του νόμου 4099/2012 (ΦΕΚ Αʹ 250/20.12.2012), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, ορίζει τα εξής: 
«Οι ισχύουσες ατομικές συμβάσεις και όσες ατομικές συμβάσεις έχουν λήξει μέχρι και ενενήντα (90) ημέρες πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου για την καθαριότητα των κτιρίων των δημοσίων υπηρεσιών, των ανεξάρτητων αρχών, των Ν.Π.Δ.Δ., των Ν.Π.Ι.Δ. και των Ο.Τ.Α., όπως επίσης για κάθε είδους Υπηρεσίες των Ο.Τ.Α. αρμόδιες για την καθαριότητα, καθώς και για την εξυπηρέτηση αναγκών καθαριότητας σε άλλες Υπηρεσίες των Ο.Τ.Α., παρατείνονται αυτοδικαίως μέχρι και τις 31.12.2017, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης. Στην ως άνω παράταση δεν εμπίπτουν οι ατομικές συμβάσεις που συνήφθησαν για την αντιμετώπιση κατεπειγουσών, εποχικών ή πρόσκαιρων αναγκών στον τομέα της καθαριότητας, η διάρκεια των οποίων δεν υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες εντός συνολικού διαστήματος δώδεκα (12) μηνών, και οι οποίες έχουν συναφθεί από την 1.1.2016 και μετά.» 
14 Με το άρθρο 76 του νόμου 4386/2016 (ΦΕΚ Aʹ 83/11.5.2016) προστέθηκε μετά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 167 του νόμου 4099/2012, όπως ίσχυε, νέο εδάφιο, με το οποίο προβλέφθηκε ότι η αυτοδίκαιη παράταση μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2016 των ατομικών συμβάσεων εργασίας, περί των οποίων διαλαμβάνει το προηγούμενο εδάφιο του άρθρου, εφαρμόζεται από την ισχύ του νόμου 4325/2015 (δηλαδή από τις 11 Μαΐου 2015) και για τις συμβάσεις του προσωπικού που προσλήφθηκε για την αντιμετώπιση κατεπειγουσών, εποχικών ή πρόσκαιρων αναγκών στον τομέα της καθαριότητας με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, η διάρκεια της οποίας δεν υπερβαίνει τους δύο μήνες εντός συνολικού διαστήματος δώδεκα μηνών. 

Οι κανονιστικές διατάξεις 


15 Το προεδρικό διάταγμα 164/2004, Ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα (ΦΕΚ Aʹ 134/19.7.2004), το οποίο μετέφερε την οδηγία 1999/70 στην ελληνική νομοθεσία που εφαρμόζεται στο προσωπικό του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, προβλέπει στο άρθρο 2, παράγραφος 1, τα εξής: 
«Οι διατάξεις αυτού του διατάγματος εφαρμόζονται στο προσωπικό του δημόσιου τομέα [...] καθώς και στο προσωπικό των δημοτικών και κοινοτικών επιχειρήσεων, το οποίο εργάζεται με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ή σύμβαση έργου ή άλλη σύμβαση ή σχέση που υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας. [...]» 
16 Το άρθρο 4 του ως άνω προεδρικού διατάγματος ορίζει τα εξής: 
«1. Όσον αφορά στους όρους και στις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν επιτρέπεται, εκ μόνου του λόγου ότι η σύμβασή τους είναι ορισμένου χρόνου, να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζόμενους αορίστου χρόνου. Κατ’ εξαίρεση και μόνον επιτρέπεται διαφορετική αντιμετώπιση κάθε φορά που συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι, οι οποίοι την δικαιολογούν. 
2. Η απαιτούμενη περίοδος προϋπηρεσίας σε σχέση με ιδιαίτερες συνθήκες απασχόλησης είναι η ίδια τόσο για τους εργαζόμενους ορισμένου χρόνου όσο και για τους εργαζόμενους αορίστου χρόνου, εκτός από την περίπτωση κατά την οποία για αντικειμενικούς λόγους δικαιολογείται διαφορετική διάρκεια της περιόδου προϋπηρεσίας.» 
17 Το άρθρο 5 του εν λόγω προεδρικού διατάγματος, με τίτλο «Διαδοχικές συμβάσεις», προβλέπει τα εξής:

«1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους [ή] παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. 
2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης. 
3. Η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων γίνεται εγγράφως και οι λόγοι που την δικαιολογούν αναφέρονται ρητώς στη σύμβαση, εφόσον δεν προκύπτουν ευθέως από αυτήν. Κατ’ εξαίρεση, ο έγγραφος τύπος δεν απαιτείται, όταν η ανανέωση της σύμβασης, λόγω του ευκαιριακού χαρακτήρα της απασχόλησης, δεν έχει διάρκεια μεγαλύτερη του ενός μηνός, εκτός αν ο έγγραφος τύπος προβλέπεται ρητά από άλλη διάταξη. Αντίγραφο της σύμβασης παραδίδεται στον εργαζόμενο εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών από την έναρξη της απασχόλησής του. 
4. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του επόμενου άρθρου.» 
18 Το άρθρο 6 του ίδιου προεδρικού διατάγματος, το οποίο αφορά την ανώτατη διάρκεια των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, ορίζει τα εξής: 
«1. Συμβάσεις που καταρτίζονται διαδοχικώς και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, απαγορεύεται να υπερβαίνουν τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες σε συνολικό χρόνο διάρκειας της απασχόλησης, είτε συνάπτονται κατ’ εφαρμογήν του προηγούμενου άρθρου είτε συνάπτονται κατ’ εφαρμογήν άλλων διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας. 
2. Συνολικός χρόνος διάρκειας απασχόλησης άνω των είκοσι τεσσάρων (24) μηνών επιτρέπεται μόνον σε περιπτώσεις ειδικών, από τη φύση και το είδος της εργασίας τους, κατηγοριών εργαζομένων που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία, όπως, ιδίως, διευθυντικά στελέχη, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται στο πλαίσιο συγκεκριμένου ερευνητικού ή οιουδήποτε επιδοτούμενου ή χρηματοδοτούμενου προγράμματος, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται για την πραγματοποίηση έργου σχετικού με την εκπλήρωση υποχρεώσεων που απορρέουν από συμβάσεις με διεθνείς οργανισμούς.» 
19 Το άρθρο 7 του προεδρικού διατάγματος 164/2004, με τίτλο «Συνέπειες παραβάσεων», έχει ως εξής: 
«1. Οποιαδήποτε σύμβαση συνάπτεται κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγματος είναι αυτοδικαίως άκυρη. 
2. Σε περίπτωση που η άκυρη σύμβαση εκτελέσθηκε εν όλω ή εν μέρει, καταβάλλονται στον εργαζόμενο τα οφειλόμενα βάσει αυτής χρηματικά ποσά, τυχόν δε καταβληθέντα δεν αναζητούνται. Ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα, για το χρόνο που εκτελέσθηκε η άκυρη σύμβαση εργασίας, να λάβει ως αποζημίωση το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεώς του. Εάν οι άκυρες συμβάσεις είναι περισσότερες, ως χρόνος για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται η συνολική διάρκεια απασχόλησης με βάση τις άκυρες συμβάσεις. Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο καταλογίζονται στον υπαίτιο. 
3. Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγματος τιμωρείται με φυλάκιση […]. Αν το αδίκημα διαπράχθηκε από αμέλεια, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους. Η ίδια παράβαση στοιχειοθετεί παράλληλα και σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα.» 
20 Δυνάμει του άρθρου 10 του ως άνω προεδρικού διατάγματος ορίστηκε ρητώς ότι αυτό δεν θίγει ρυθμίσεις ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους εν γένει, καθώς και για τους εργαζομένους με αναπηρίες. 

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα 


21 Σε διαφορετικά χρονικά σημεία του έτους 2015, ο Μ.Β. κ.λπ. απασχολήθηκαν από τον Δήμο Αγίου Νικολάου στις υπηρεσίες καθαριότητας, με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης και έναντι των νόμιμων μηνιαίων αποδοχών. 
22 Οι συμβάσεις αυτές, οι οποίες είχαν αρχικά συναφθεί για χρονικό διάστημα οκτώ μηνών, παρατάθηκαν έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017, αναδρομικώς και χωρίς διακοπή, με διάφορες νομοθετικές παρεμβάσεις τις οποίες το αιτούν δικαστήριο απαριθμεί στις σκέψεις 15 έως 22 της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, ενώ η συνολική τους διάρκεια κυμάνθηκε μεταξύ 24 και 29 μηνών. Εν τέλει, ο Δήμος Αγίου Νικολάου κατήγγειλε τις συμβάσεις την ανωτέρω ημερομηνία. Επιπλέον, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι η παράταση των συμβάσεων έγινε χωρίς να προηγηθεί εκτίμηση σχετικά με το αν εξακολουθούσαν να υφίστανται οι εποχικές, περιοδικές ή πρόσκαιρες ανάγκες που εξ αρχής επέβαλαν τη σύναψη των συμβάσεων αυτών. 
23 Υποστηρίζοντας ότι η κατάσταση αυτή αποτελεί κατάχρηση που προκύπτει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και ότι, κατά συνέπεια, αντιβαίνει στον σκοπό και στο πνεύμα της συμφωνίας-πλαισίου, οι ενάγοντες της κύριας δίκης ζήτησαν από το Μονομελές Πρωτοδικείο Λασιθίου (Ελλάδα), αφενός, να αναγνωριστεί ότι εξακολουθούν να συνδέονται με τον Δήμο Αγίου Νικολάου με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και ότι είναι άκυρη η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους την 31η Δεκεμβρίου 2017 και, αφετέρου, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, υπό την απειλή χρηματικής ποινής, να τους απασχολεί δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. 
24 Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει κατ’ αρχάς ότι η οδηγία 1999/70 μεταφέρθηκε στο ελληνικό δίκαιο, όσον αφορά το προσωπικό του δημόσιου τομέα, όπως οι ενάγοντες της κύριας δίκης, με το προεδρικό διάταγμα 164/2004, το οποίο προβλέπει μέτρα για την πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. 
25 Παράλληλα, εξακολουθεί να έχει εφαρμογή ο νόμος 2112/1920, ο οποίος ορίζει στο άρθρο 8 ότι μια σύμβαση ορισμένου χρόνου είναι άκυρη αν ο καθορισμός της ορισμένης διάρκειας δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλά ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας. 
26 Το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι το ελληνικό δίκαιο επιτρέπει κατ’ εξαίρεση τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, εφόσον συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις. Ως προς το ζήτημα αυτό, το άρθρο 5 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 ορίζει, ιδίως, ότι η κατάρτιση τέτοιου είδους συμβάσεων επιτρέπεται όταν τούτο δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους και τηρούνται ορισμένες άλλες απαιτήσεις, όπως η έγγραφη σύναψη κάθε νέας συμβάσεως εργασίας, και εφόσον τηρείται το ανώτατο όριο των τριών παρατάσεων της διάρκειας των συμβάσεων. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται όταν οι συμβάσεις που έπονται της αρχικής συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και άμεσα με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης. 
27 Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει εντούτοις ότι, έπειτα από την έναρξη της ισχύος της οδηγίας 1999/70 και πριν από τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της στο ελληνικό δίκαιο, το άρθρο 103 του ελληνικού Συντάγματος αναθεωρήθηκε το 2001 και προστέθηκε στο άρθρο αυτό παράγραφος 8 με την οποία απαγορεύθηκε η μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου του προσωπικού του δημόσιου τομέα σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ως προς το ζήτημα αυτό ότι, μολονότι τα εθνικά δικαστήρια εφάρμοζαν τον νόμο 2112/1920 ως «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο», κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, για τον επαναχαρακτηρισμό των συμβάσεων ορισμένου χρόνου ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, εντούτοις η συνταγματική αυτή αναθεώρηση κατέστησε αδύνατη έκτοτε την εφαρμογή των εν λόγω προστατευτικών διατάξεων. 
28 Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται σε απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου (Ελλάδα) με την οποία κρίθηκε ότι η παράταση των ως άνω συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου έρχεται σε αντίθεση με την οδηγία 1999/70, όπως ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με το προεδρικό διάταγμα 164/2004. Ειδικότερα, με την παράταση αυτή επέρχεται ανεπίτρεπτη διαδοχικότητα συμβάσεων που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζομένου, με την ίδια ειδικότητα και με τους ίδιους όρους εργασίας, χωρίς να τίθενται αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια προκειμένου να ελεγχθεί αν η ανανέωση των συμβάσεων αυτών ανταποκρίνεται πράγματι σε γνήσια ανάγκη, αν είναι πρόσφορη προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και αν είναι αναγκαία προς τούτο, προεχόντως διότι ενέχει πραγματικό κίνδυνο κατάχρησης αυτού του είδους των συμβάσεων. 
29 Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ιδίως ως προς το αν η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία με την οποία μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη η συμφωνία-πλαίσιο είναι συμβατή με την εν λόγω συμφωνία, κατά το μέτρο που η νομοθεσία αυτή ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι η αυτοδίκαιη παράταση των επίμαχων συμβάσεων εργασίας εξαιρείται από τον ορισμό των «διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου», επειδή δεν ενέχει την έγγραφη σύναψη νέας συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου, αλλά την επέκταση της διάρκειας ήδη υφιστάμενης συμβάσεως εργασίας. 
30 Επιπλέον, κατά το αιτούν δικαστήριο, είναι καταφανές ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που συνήφθησαν με τους ενάγοντες της κύριας δίκης αντιβαίνουν στο σύνολο των μέτρων πρόληψης της κατάχρησης που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα οποία προέβλεψαν τα άρθρα 5 και 6 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 κατ’ επιταγήν της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου. Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνει ιδίως ότι μεταξύ των επιμέρους παρατάσεων των συμβάσεων δεν μεσολάβησε κανένα χρονικό διάστημα και ότι αυτές δεν δικαιολογούνταν από οποιονδήποτε αντικειμενικό λόγο. Εξάλλου, επικρίνει τις επανειλημμένες παρεμβάσεις του Έλληνα νομοθέτη οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα, αφενός, ο αριθμός των ανανεώσεων να υπερβεί το προβλεπόμενο ανώτατο όριο των τριών και, αφετέρου, η διάρκεια των συμβάσεων να υπερβεί την προβλεπόμενη στο προεδρικό διάταγμα 164/2004 ανώτατη χρονική διάρκεια των 24 μηνών.

31 Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του αιτούντος δικαστηρίου, το άρθρο 167 του νόμου 4099/2012, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, είχε ως αποτέλεσμα οι επίμαχες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου να δύνανται να παραταθούν αυτοδικαίως μόνο με την έκδοση σχετικών διαπιστωτικών πράξεων κάθε φορέα απασχόλησης, χωρίς καμία άλλη διαδικασία και απόφαση του αρμόδιου συλλογικού οργάνου διοίκησης του φορέα και χωρίς να προηγείται εκτίμηση σχετικά με το αν εξακολουθούν να υφίστανται οι ανάγκες που εξ αρχής επέβαλαν τη σύναψη των συμβάσεων αυτών. 
32 Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον τομέα της καθαριότητας καταρτίστηκαν αρχικά για διάστημα οκτώ μηνών, βάσει του άρθρου 205 του κώδικα κατάστασης δημοτικών και κοινοτικών υπαλλήλων, ανεξάρτητα και πέρα από τις αντίστοιχες πάγιες και διαρκείς ανάγκες των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, η παράταση της ισχύος τους μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2017, με ρυθμίσεις αναδρομικής ισχύος που καταλαμβάνουν αποκλειστικά τις συγκεκριμένες συμβάσεις εργασίας, καταδεικνύει ότι οι ανάγκες τις οποίες καλύπτουν δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουν χαρακτήρα πρόσκαιρο, εποχικό ή περιοδικό. 
33 Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι ο Έλληνας νομοθέτης θέσπισε διάφορες συμπληρωματικές διατάξεις με τις οποίες, μεταξύ άλλων, κατέστησε σύννομες τις δημόσιες δαπάνες που προκλήθηκαν από την απασχόληση των εργαζομένων στον τομέα της καθαριότητας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης καθ’ όλη τη διάρκεια των παρατάσεων των συμβάσεων εργασίας τους δυνάμει του άρθρου 167 του νόμου 4099/2012, εγκυροποιώντας την αιτία αυτών των δαπανών, οι οποίες θα ήταν κανονικά παράνομες. Ωστόσο, με την παρέμβαση αυτή, ο Έλληνας νομοθέτης καθιστά, κατά το αιτούν δικαστήριο, αδύνατη τη λήψη από τους συγκεκριμένους εργαζομένους της αποζημίωσης που προβλέπει το άρθρο 7 του προεδρικού διατάγματος 164/2004, καθώς η τελευταία προϋποθέτει την ακυρότητα της σύμβασης εργασίας τους κατά παράβαση των άρθρων 5 και 6 του ως άνω διατάγματος. Παράλληλα, αποφασίστηκε η μη εφαρμογή των κυρώσεων του άρθρου 7 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης οι οποίοι απασχολούσαν προσωπικό στον τομέα της καθαριότητας με τις ως άνω συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, όπως αυτές παρατάθηκαν επανειλημμένα έως το τέλος του 2017. Εξάλλου, με άλλη νομοθετική διάταξη, η παράταση των εν λόγω συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που είχαν συναφθεί από τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης δεν ελήφθη υπόψη για τον υπολογισμό της ανώτατης διάρκειας των 24 μηνών την οποία προβλέπουν τα άρθρα 5 έως 7 του προεδρικού διατάγματος 164/2004. 
34 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Μονομελές Πρωτοδικείο Λασιθίου αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα: 
«1) Θα διακύβευε τον σκοπό και την πρακτική αποτελεσματικότητα της συμφωνίας πλαισίου [...] μία ερμηνεία των διατάξεων του εθνικού δικαίου, που έχουν θεσπιστεί για την ενσωμάτωση της συμφωνίας-πλαισίου στην εθνική έννομη τάξη, η οποία θα εξαιρούσε από τον ορισμό των “διαδοχικών” συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, κατά την έννοια των ρητρών 1 και 5, σημείο 2, της συμφωνίας-πλαισίου, την αυτοδίκαιη παράταση των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου των εργαζομένων στον τομέα της καθαριότητας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, δυνάμει μίας ρητής νομοθετικής διάταξης του εθνικού δικαίου, όπως αυτής του άρθρου 167 του νόμου 4099/2012, με την αιτιολογία ότι δεν ενέχει την έγγραφη σύναψη νέας σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, αλλά την επέκταση της διάρκειας ήδη υφιστάμενης σύμβασης εργασίας;

2) Σε περίπτωση νομοθέτησης και εφαρμογής μίας πρακτικής, στον τομέα της απασχόλησης των εργαζομένων στον τομέα της καθαριότητας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, αντίθετα προς τα μέτρα πρόληψης της κατάχρησης, που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα οποία προέβλεψε το μέτρο εναρμόνισης της εθνικής νομοθεσίας με τη ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, η υποχρέωση σύμφωνης με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου από ένα εθνικό δικαστήριο θα περιελάμβανε και την εφαρμογή μίας διάταξης του εθνικού δικαίου, όπως το άρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920, ως προϋπάρχοντος και εισέτι ισχύοντος, ισοδύναμου νομοθετικού μέτρου, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, η οποία θα καθιστούσε δυνατό τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που χρησιμοποιήθηκαν για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης στον τομέα της καθαριότητας, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου; 
3) Σε περίπτωση που η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα είναι θετική, θα συνιστούσε υπέρμετρο περιορισμό της υποχρέωσης σύμφωνης με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου μία διάταξη συνταγματικής περιωπής, όπως αυτή του άρθρου 103, παράγραφοι 7 και 8, του ελληνικού Συντάγματος, έπειτα από την αναθεώρηση του έτους 2001, με την οποία απαγορεύεται απόλυτα, στον δημόσιο τομέα, η μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που συνάπτονται υπό το κράτος ισχύος της πιο πάνω διάταξης, σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, καθιστώντας αδύνατη την εφαρμογή ενός προϋπάρχοντος και εισέτι ισχύοντος, ισοδύναμου νομοθετικού μέτρου του εθνικού δικαίου, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας πλαισίου, όπως είναι το άρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920, και αποστερώντας τη δυνατότητα εκτίμησης των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που χρησιμοποιήθηκαν για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης στον τομέα της καθαριότητας, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων αόριστου χρόνου, ακόμα και στην περίπτωση που αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες;» 
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων 
Επί του πρώτου ερωτήματος 
35 Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν, κατ’ ορθή ερμηνεία της ρήτρας 1 και της ρήτρας 5, σημείο 2, της συμφωνίας-πλαισίου, η έννοια «διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου» κατά τις διατάξεις αυτές καλύπτει και την αυτοδίκαιη παράταση των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου των εργαζομένων στον τομέα της καθαριότητας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης η οποία έλαβε χώρα δυνάμει ρητών εθνικών διατάξεων και παρά τη μη τήρηση του έγγραφου τύπου που προβλέπεται κατ’ αρχήν για τη σύναψη των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας. 
36 Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι η ρήτρα 5 επιδιώκει την επίτευξη ενός από τους σκοπούς της συμφωνίας-πλαισίου και συγκεκριμένα τη δημιουργία ορισμένου πλαισίου για τη διαδοχική χρησιμοποίηση συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία θεωρείται δυνητική πηγή καταχρήσεων σε βάρος των εργαζομένων, προβλέποντας τη θέσπιση ορισμένων διατάξεων ελάχιστης προστασίας προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να περιέρχονται οι μισθωτοί σε κατάσταση αβεβαιότητας (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, Sánchez Ruiz κ.λπ., C‑103/18 και C‑429/18, EU:C:2020:219, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). 
37 Συνεπώς, προκειμένου να αποτραπεί η κατάχρηση των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου επιβάλλει στα κράτη μέλη να θεσπίσουν, κατά τρόπο αποτελεσματικό και δεσμευτικό, ένα τουλάχιστον μέτρο εξ αυτών που απαριθμούνται σε αυτήν, εφόσον το εθνικό τους δίκαιο δεν περιλαμβάνει ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, Sánchez Ruiz κ.λπ., C‑103/18 και C‑429/18, EU:C:2020:219, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). 
38 Εντούτοις, η ως άνω ρήτρα της συμφωνίας-πλαισίου, όπως προκύπτει από το γράμμα της και από πάγια νομολογία, έχει εφαρμογή μόνον όταν υπάρχουν διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου (αποφάσεις της 22ας Ιανουαρίου 2020, Baldonedo Martín, C‑177/18, EU:C:2020:26, σκέψη 70, και της 19ης Μαρτίου 2020, Sánchez Ruiz κ.λπ., C‑103/18 και C‑429/18, EU:C:2020:219, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και, επομένως, η πρώτη ή μοναδική σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου (πρβλ. απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, Αγγελιδάκη κ.λπ., C‑378/07 έως C‑380/07, EU:C:2009:250, σκέψη 90 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). 
39 Πλην όμως, εν προκειμένω, δεν πρόκειται για stricto sensu διαδοχή δύο ή περισσότερων συμβάσεων εργασίας, η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη και την τυπική σύναψη δύο ή περισσότερων χωριστών συμβάσεων που η μία διαδέχεται την άλλη. Πρόκειται, ακριβέστερα, για αυτοδίκαιη παράταση της αρχικής σύμβασης ορισμένου χρόνου, δυνάμει νομοθετικών πράξεων. Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί αν η περίπτωση αυτή εμπίπτει στην έννοια των «διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου» κατά τη ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου. 
40 Ως προς το ζήτημα αυτό, κατά πάγια νομολογία, η ρήτρα 5, σημείο 2, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου καταλείπει κατ’ αρχήν στα κράτη μέλη και/ή στους κοινωνικούς εταίρους τη μέριμνα να καθορίζουν τις συνθήκες υπό τις οποίες οι συμβάσεις ή οι σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται «διαδοχικές» (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Ιανουαρίου 2020, Baldonedo Martín, C‑177/18, EU:C:2020:26, σκέψη 71, και της 19ης Μαρτίου 2020, Sánchez Ruiz κ.λπ., C‑103/18 και C‑429/18, EU:C:2020:219, σκέψη 57). 
41 Ναι μεν η παραπομπή αυτή στις εθνικές αρχές για τον ορισμό των συγκεκριμένων κανόνων εφαρμογής του όρου «διαδοχικές» κατά την έννοια της συμφωνίας-πλαισίου εξηγείται από τη μέριμνα να διαφυλαχθεί η πολυμορφία των εθνικών ρυθμίσεων στον τομέα αυτό, πλην όμως πρέπει να υπομνησθεί ότι το περιθώριο εκτιμήσεως που καταλείπεται έτσι στα κράτη μέλη δεν είναι απεριόριστο, καθόσον δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να φθάσει μέχρι τη διακύβευση του σκοπού ή της πρακτικής αποτελεσματικότητας της συμφωνίας-πλαισίου. Ειδικότερα, η εν λόγω εξουσία εκτιμήσεως δεν πρέπει να ασκείται από τις εθνικές αρχές κατά τρόπο που θα οδηγούσε σε κατάσταση δυνάμενη να δώσει λαβή σε καταχρήσεις και να παρακωλύσει έτσι την επίτευξη του εν λόγω σκοπού (αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2006, Αδενέλερ κ.λπ., C‑212/04, EU:C:2006:443, σκέψη 82, και της 19ης Μαρτίου 2020, Sánchez Ruiz κ.λπ., C‑103/18 και C‑429/18, EU:C:2020:219, σκέψη 58). 
42 Πράγματι, τα κράτη μέλη οφείλουν να εγγυώνται το αποτέλεσμα που επιβάλλει το δίκαιο της Ένωσης, όπως αυτό προκύπτει όχι μόνον από το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αλλά και από το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 1999/70, ερμηνευόμενο υπό το φως της αιτιολογικής σκέψης 17 της οδηγίας (πρβλ. αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2006, Αδενέλερ κ.λπ., C‑212/04, EU:C:2006:443, σκέψη 68, και της 19ης Μαρτίου 2020, Sánchez Ruiz κ.λπ., C‑103/18 και C‑429/18, EU:C:2020:219, σκέψη 59). 
43 Η εφαρμογή των εκτιθέμενων στη σκέψη 41 της παρούσας απόφασης ορίων του περιθωρίου εκτιμήσεως που καταλείπεται στα κράτη μέλη επιβάλλεται όλως ιδιαιτέρως όσον αφορά μια έννοια-κλειδί, όπως είναι αυτή του διαδοχικού χαρακτήρα των σχέσεων εργασίας, η οποία είναι καθοριστική για τον ορισμό του πεδίου εφαρμογής των εθνικών διατάξεων που θέτουν σε εφαρμογή τη συμφωνία-πλαίσιο (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, Sánchez Ruiz κ.λπ., C‑103/18 και C‑429/18, EU:C:2020:219, σκέψη 60). 
44 Το αντικείμενο, ο σκοπός και η πρακτική αποτελεσματικότητα της συμφωνίας-πλαισίου θα μπορούσαν να διακυβευθούν, αν γινόταν δεκτό ότι δεν υπάρχουν διαδοχικές σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, κατά την έννοια της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου, για τον μοναδικό λόγο ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη πρώτη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου των εργαζομένων στον τομέα της καθαριότητας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης παρατάθηκε αυτοδικαίως με νομοθετικές πράξεις, χωρίς την τυπική έγγραφη σύναψη μίας ή περισσότερων νέων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. 
45 Πράγματι, μια τέτοια περιοριστική ερμηνεία της έννοιας των «διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου» θα καθιστούσε δυνατή την επί πολλά έτη προσωρινή απασχόληση των εργαζομένων (αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2006, Αδενέλερ κ.λπ., C‑212/04, EU:C:2006:443, σκέψη 85, και της 19ης Μαρτίου 2020, Sánchez Ruiz κ.λπ., C‑103/18 και C‑429/18, EU:C:2020:219, σκέψη 62). 
46 Επιπλέον, μια τέτοια περιοριστική ερμηνεία ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνον να αποκλειστεί στην πράξη ένας μεγάλος αριθμός σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου από το ευεργέτημα της προστασίας των εργαζομένων που επιδιώκουν η οδηγία 1999/70 και η συμφωνία-πλαίσιο, καθιστώντας εν πολλοίς άνευ ουσίας τον σκοπό τους, αλλά και να καταστεί δυνατή η καταχρηστική χρησιμοποίηση τέτοιων σχέσεων εργασίας από τους εργοδότες για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών τους σε προσωπικό (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, Sánchez Ruiz κ.λπ., C‑103/18 και C‑429/18, EU:C:2020:219, σκέψη 63). 
47 Στο ως άνω πλαίσιο, διαπιστώνεται επίσης ότι η έννοια της «διάρκειας» της σχέσης εργασίας αποτελεί ουσιώδες στοιχείο κάθε σύμβασης ορισμένου χρόνου. Κατά τη ρήτρα 3, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, «η λήξη της [σύμβασης ή σχέσης εργασίας] καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος». Η μεταβολή της ημερομηνίας λήξης της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου αποτελεί συνεπώς ουσιώδη τροποποίηση της σύμβασης αυτής, η οποία μπορεί ευλόγως να εξομοιωθεί με τη σύναψη νέας σχέσης εργασίας ορισμένου χρόνου που διαδέχεται την προηγούμενη και, ως εκ τούτου, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου. 
48 Πράγματι, όπως προκύπτει από το δεύτερο εδάφιο του προοιμίου καθώς και από τα σημεία 6 και 8 των γενικών παρατηρήσεων της συμφωνίας-πλαισίου, η σταθερότητα της απασχόλησης θεωρείται μείζον στοιχείο της προστασίας των εργαζομένων, ενώ μόνον υπό ορισμένες περιστάσεις μπορούν οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου να ανταποκριθούν στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, Sánchez Ruiz κ.λπ., C‑103/18 και C‑429/18, EU:C:2020:219, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). 
49 Στο ως άνω πλαίσιο, δεν έχει σημασία το γεγονός ότι η παράταση ή η ανανέωση των συμβάσεων εργασίας προκύπτει από νομοθετικές πράξεις του ελληνικού Κοινοβουλίου.

Πράγματι, διαπιστώνεται ότι η πρακτική αποτελεσματικότητα της συμφωνίας-πλαισίου θα διακυβευόταν από ερμηνεία η οποία θα επέτρεπε τη μονομερή παράταση της διάρκειας των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με νομοθετική παρέμβαση. 
50 Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνεται επίσης ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι μια εθνική διάταξη που θα περιοριζόταν στο να επιτρέπει γενικά και αφηρημένα, μέσω κανόνα προβλεπόμενου σε νόμο ή κανονιστική πράξη, τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου δεν θα ήταν σύμφωνη προς τις απαιτήσεις της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου. Πράγματι, μια τέτοια, αμιγώς τυπική, διάταξη δεν καθιστά δυνατή τη συναγωγή αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων προκειμένου να ελεγχθεί αν η ανανέωση των συμβάσεων αυτών ανταποκρίνεται πράγματι σε μια γνήσια ανάγκη, αν είναι πρόσφορη προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και αν είναι αναγκαία προς τούτο. Μια τέτοια διάταξη ενέχει συνεπώς πραγματικό κίνδυνο καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως αυτού του είδους των συμβάσεων, οπότε δεν είναι συμβατή προς τον σκοπό και την πρακτική αποτελεσματικότητα της συμφωνίας-πλαισίου (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, Sánchez Ruiz κ.λπ., C‑103/18 και C‑429/18, EU:C:2020:219, σκέψεις 67 και 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). 
51 Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η αυτοδίκαιη παράταση διά της νομοθετικής οδού μπορεί να εξομοιωθεί με ανανέωση και, ως εκ τούτου, με σύναψη χωριστής σύμβασης ορισμένου χρόνου, συμβάσεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη μπορούν πράγματι να χαρακτηρισθούν ως «διαδοχικές», κατά την έννοια της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου. Η εκτίμηση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, αφενός, δεν διαπιστώθηκε καμία διακοπή μεταξύ της πρώτης συμβάσεως εργασίας και των συμβάσεων εργασίας που ακολούθησαν βάσει των αυτοδίκαιων παρατάσεων που προβλέφθηκαν με νομοθετικές πράξεις και, αφετέρου, οι ενάγοντες εξακολούθησαν να εργάζονται, χωρίς διακοπή για τον εργοδότη τους, με τα ίδια καθήκοντα και υπό τις ίδιες συνθήκες εργασίας, με την εξαίρεση της διάρκειας της σχέσης εργασίας. 
52 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, κατ’ ορθή ερμηνεία της ρήτρας 1 και της ρήτρας 5, σημείο 2, της συμφωνίας πλαισίου, η έννοια «διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου» κατά τις διατάξεις αυτές καλύπτει και την αυτοδίκαιη παράταση των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου των εργαζομένων στον τομέα της καθαριότητας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία έλαβε χώρα δυνάμει ρητών εθνικών διατάξεων και παρά τη μη τήρηση του έγγραφου τύπου που προβλέπεται κατ’ αρχήν για τη σύναψη των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας. 
Επί του δευτέρου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος 
53 Με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί, στην περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, αν η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι, όταν έχει σημειωθεί καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η υποχρέωση του αιτούντος δικαστηρίου να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει, κατά το μέτρο του δυνατού, όλες τις κρίσιμες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου κατά τρόπο ώστε να επιβληθεί η προσήκουσα κύρωση για την κατάχρηση και να εξαλειφθούν οι συνέπειες της παραβίασης του δικαίου της Ένωσης περιλαμβάνει την εφαρμογή εθνικής διάταξης που επιτρέπει τη μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, μολονότι άλλη εθνική διάταξη, ανώτερης τυπικής ισχύος λόγω της συνταγματικής της φύσης, απαγορεύει απολύτως τέτοια μετατροπή όσον αφορά τον δημόσιο τομέα.

54 Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας πλαισίου επιβάλλει στα κράτη μέλη, προς τον σκοπό της πρόληψης της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, την υποχρέωση να θεσπίσουν κατά τρόπο αποτελεσματικό και δεσμευτικό τουλάχιστον ένα από τα απαριθμούμενα σε αυτή μέτρα, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα στο εσωτερικό τους δίκαιο. Ως εκ τούτου, τα τρία συνολικώς μέτρα που απαριθμούνται στη ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, αφορούν την ύπαρξη αντικειμενικών λόγων που δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, τη μέγιστη συνολική διάρκεια αυτών των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας και τον αριθμό των ανανεώσεών τους (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, Sánchez Ruiz κ.λπ., C‑103/18 και C‑429/18, EU:C:2020:219, σκέψεις 83 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). 
55 Ως προς το ζήτημα αυτό, τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως, καθώς έχουν την ευχέρεια είτε να λάβουν ένα ή περισσότερα από τα μέτρα που απαριθμούνται στη ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της συμφωνίας-πλαισίου είτε, ακόμη, να αρκεστούν σε υφιστάμενα ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες συγκεκριμένων κλάδων και/ή κατηγοριών εργαζομένων (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, Sánchez Ruiz κ.λπ., C‑103/18 και C‑429/18, EU:C:2020:219, σκέψη 84 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). 
56 Επομένως, η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου επιτάσσει στα κράτη μέλη την επίτευξη γενικού σκοπού, δηλαδή της πρόληψης τέτοιων καταχρηστικών πρακτικών, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να επιλέξουν τα μέσα για την επίτευξή του, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά δεν θα διακυβεύουν τον σκοπό ή την πρακτική αποτελεσματικότητα της συμφωνίας-πλαισίου (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, Sánchez Ruiz κ.λπ., C‑103/18 και C‑429/18, EU:C:2020:219, σκέψη 85 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). 
57 Η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου δεν προβλέπει συγκεκριμένες κυρώσεις για την περίπτωση που διαπιστώνονται καταχρηστικές πρακτικές. Σε μια τέτοια περίπτωση, απόκειται στις εθνικές αρχές να λαμβάνουν μέτρα που πρέπει να είναι όχι μόνον σύμφωνα προς την αρχή της αναλογικότητας, αλλά και αρκούντως αποτελεσματικά και αποτρεπτικά για να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων που έχουν θεσπισθεί κατ’ εφαρμογήν της συμφωνίας-πλαισίου (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, Sánchez Ruiz κ.λπ., C‑103/18 και C‑429/18, EU:C:2020:219, σκέψη 86 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). 
58 Συνεπώς, η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου δεν επιβάλλει γενική υποχρέωση στα κράτη μέλη να προβλέπουν τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Η εσωτερική έννομη τάξη του οικείου κράτους μέλους πρέπει εντούτοις να προβλέπει έτερο αποτελεσματικό μέτρο για να αποτρέπεται η καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και, αν απαιτείται, να επιβάλλονται κυρώσεις για την κατάχρηση αυτή (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, Sánchez Ruiz κ.λπ., C‑103/18 και C‑429/18, EU:C:2020:219, σκέψη 87 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). 
59 Επομένως, όταν έχει σημειωθεί καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, πρέπει να υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής μέτρου που να παρέχει αποτελεσματικές και ισοδύναμες εγγυήσεις για την προστασία των εργαζομένων, ώστε να επιβάλλονται δεόντως κυρώσεις για την κατάχρηση αυτή και να εξαλείφονται οι συνέπειες της παραβάσεως του δικαίου της Ένωσης. Πράγματι, κατά το γράμμα του άρθρου 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 1999/70, τα κράτη μέλη οφείλουν να «λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο που να τους επιτρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι σε θέση να διασφαλίζουν τα αποτελέσματα που επιβάλλει η [ως άνω] οδηγία» (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, Sánchez Ruiz κ.λπ., C‑103/18 και C‑429/18, EU:C:2020:219, σκέψη 88 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). 
60 Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι δεν απόκειται στο Δικαστήριο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου, καθόσον τούτο αποτελεί έργο των αρμοδίων εθνικών δικαστηρίων, τα οποία οφείλουν να κρίνουν κατά πόσον οι απαιτήσεις τις οποίες θέτει η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου πληρούνται από τις διατάξεις της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, Sánchez Ruiz κ.λπ., C‑103/18 και C‑429/18, EU:C:2020:219, σκέψη 89 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). 
61 Συνεπώς, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται, εν προκειμένω, να εκτιμήσει εάν και κατά πόσον οι προϋποθέσεις εφαρμογής καθώς και η αποτελεσματική εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του εσωτερικού δικαίου συνιστούν κατάλληλο μέτρο για την πρόληψη της καταχρηστικής σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και, αν απαιτείται, για την επιβολή κυρώσεων για την κατάχρηση αυτή (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2018, de Diego Porras, C‑619/17, EU:C:2018:936, σκέψη 90 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). 
62 Πάντως το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, δύναται να παράσχει διευκρινίσεις ώστε να καθοδηγήσει το αιτούν δικαστήριο κατά την ως άνω εκτίμηση (απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, Sánchez Ruiz κ.λπ., C‑103/18 και C‑429/18, EU:C:2020:219, σκέψη 91 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). 
63 Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920 θα μπορούσε, εφόσον η διάταξη αυτή εξακολουθεί να τυγχάνει εφαρμογής στην ελληνική έννομη τάξη, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, να συνιστά μέτρο που να παρέχει αποτελεσματικές και ισοδύναμες εγγυήσεις προστασίας των εργαζομένων, προκειμένου να επιβάλλονται οι προσήκουσες κυρώσεις για την τυχόν καταχρηστική χρησιμοποίηση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και να εξαλείφονται οι συνέπειες της παραβίασης του δικαίου της Ένωσης (πρβλ. διάταξη της 24ης Απριλίου 2009, Κούκου, C‑519/08, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2009:269, σκέψη 79 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). 
64 Υπενθυμίζεται εξάλλου ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου δεν μπορεί να θεωρηθεί, από την άποψη του περιεχομένου της, ως απαλλαγμένη αιρέσεων και αρκούντως ακριβής, ώστε να μπορούν οι ιδιώτες να την επικαλούνται ενώπιον εθνικού δικαστηρίου. Πράγματι, δυνάμει της διατάξεως αυτής, απόκειται στην εξουσία εκτιμήσεως των κρατών μελών να εφαρμόζουν, προς αποτροπή της καταχρηστικής χρησιμοποίησης συμβάσεων ορισμένου χρόνου, ένα ή περισσότερα από τα μέτρα που απαριθμούνται στην εν λόγω ρήτρα ή ακόμα και ήδη ισχύοντα ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες των επιμέρους τομέων και/ή κατηγοριών εργαζομένων. Επιπλέον, δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επαρκώς το ελάχιστο όριο προστασίας που θα έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, να διασφαλίζεται δυνάμει της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου (απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, Αγγελιδάκη κ.λπ., C‑378/07 έως C‑380/07, EU:C:2009:250, σκέψη 196). 
65 Από πάγια νομολογία προκύπτει πάντως ότι, κατά την εφαρμογή του εσωτερικού δικαίου, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να το ερμηνεύουν κατά το μέτρο του δυνατού υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της επίμαχης οδηγίας, προκειμένου να επιτυγχάνεται το αποτέλεσμα που επιδιώκεται με την οδηγία αυτή και προκειμένου, κατά συνέπεια, να συμμορφώνονται προς το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Αυτή η υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας αφορά το σύνολο των διατάξεων του εθνικού δικαίου, τόσο προγενέστερων όσο
και μεταγενέστερων της οικείας οδηγίας (απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, Αγγελιδάκη κ.λπ., C‑378/07 έως C‑380/07, EU:C:2009:250, σκέψη 197). 
66 Η υποχρέωση σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου είναι πράγματι συμφυής προς το σύστημα της Συνθήκης ΛΕΕ, καθόσον επιτρέπει στα εθνικά δικαστήρια να διασφαλίζουν, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης όταν αποφαίνονται επί των διαφορών των οποίων έχουν επιληφθεί (απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, Αγγελιδάκη κ.λπ., C‑378/07 έως C‑380/07, EU:C:2009:250, σκέψη 198). 
67 Βεβαίως, η υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να αναφέρεται στο περιεχόμενο μιας οδηγίας όταν ερμηνεύει και εφαρμόζει τους σχετικούς κανόνες του εσωτερικού δικαίου έχει ως όρια τις γενικές αρχές του δικαίου, ιδίως τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της μη αναδρομικότητας, και δεν μπορεί να αποτελέσει έρεισμα για την contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου (απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, Αγγελιδάκη κ.λπ., C‑378/07 έως C‑380/07, EU:C:2009:250, σκέψη 199). 
68 Η αρχή της σύμφωνης ερμηνείας επιβάλλει εντούτοις στα εθνικά δικαστήρια να πράττουν ό,τι είναι δυνατό εντός των ορίων της αρμοδιότητάς τους, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του εσωτερικού δικαίου και εφαρμόζοντας τις αναγνωρισμένες από το δίκαιο αυτό μεθόδους ερμηνείας, προκειμένου να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα της οικείας οδηγίας και να καταλήγουν σε λύση σύμφωνη προς τον σκοπό που επιδιώκει η οδηγία αυτή (απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, Αγγελιδάκη κ.λπ., C‑378/07 έως C‑380/07, EU:C:2009:250, σκέψη 200). 
69 Εν προκειμένω εναπόκειται επομένως στο αιτούν δικαστήριο να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει τις κρίσιμες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, κατά το μέτρο του δυνατού και εφόσον έχει γίνει καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, κατά τρόπο ώστε να επιβληθεί η προσήκουσα κύρωση για την καταχρηστική αυτή χρησιμοποίηση και να εξαλειφθούν οι συνέπειες της παραβίασης του δικαίου της Ένωσης. Το αιτούν δικαστήριο οφείλει, στο πλαίσιο αυτό, να κρίνει κατά πόσον οι διατάξεις του άρθρου 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920 μπορούν ενδεχομένως να εφαρμοστούν κατόπιν ερμηνείας σύμφωνης προς την οδηγία (απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, Αγγελιδάκη κ.λπ., C‑378/07 έως C‑380/07, EU:C:2009:250, σκέψη 203). 
70 Σε περίπτωση που το εθνικό δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920, δεν είναι δυνατή, επειδή θα οδηγούσε σε contra legem ερμηνεία του άρθρου 103, παράγραφοι 7 και 8, του ελληνικού Συντάγματος, θα πρέπει να εξετάσει αν στο ελληνικό δίκαιο υπάρχουν άλλα αποτελεσματικά μέτρα προς τούτο. Ως προς το ζήτημα αυτό, πρέπει να διευκρινιστεί ότι τα μέτρα αυτά πρέπει να είναι αρκούντως αποτελεσματικά και αποτρεπτικά για να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων που θεσπίστηκαν κατ’ εφαρμογήν της συμφωνίας πλαισίου, ήτοι, εν προκειμένω, των άρθρων 5 και 6 του προεδρικού διατάγματος 164/2004, με τα οποία μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας πλαισίου. 
71 Όσον αφορά τη σημασία του γεγονότος ότι το άρθρο 103, παράγραφος 8, του ελληνικού Συντάγματος τροποποιήθηκε μετά την έναρξη της ισχύος της οδηγίας 1999/70 και πριν από τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο, με σκοπό να απαγορευθεί απόλυτα, στον δημόσιο τομέα, η μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, αρκεί η υπενθύμιση ότι μια οδηγία παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι του κράτους μέλους αποδέκτη και, συνεπώς, έναντι όλων των εθνικών αρχών είτε κατόπιν της δημοσίευσής της είτε, ανάλογα με την περίπτωση, από την ημερομηνία της κοινοποίησής της (απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, Αγγελιδάκη κ.λπ., C‑378/07 έως C‑380/07, EU:C:2009:250, σκέψη 204 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). 
72 Εν προκειμένω η οδηγία 1999/70 προβλέπει ρητά, στο άρθρο 3, ότι αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, δηλαδή στις 10 Ιουλίου 1999. 
73 Εντούτοις, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας μεταφοράς μιας οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, τα κράτη μέλη στα οποία απευθύνεται η οδηγία οφείλουν να απέχουν από τη θέσπιση διατάξεων ικανών να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την επίτευξη του αποτελέσματος που επιδιώκει η εν λόγω οδηγία (απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2019, Lietuvos Respublikos Seimo narių grupė, C‑2/18, EU:C:2019:962, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Δεν έχει σημασία από την άποψη αυτή αν η επίμαχη διάταξη του εθνικού δικαίου, η οποία θεσπίστηκε μετά την έναρξη της ισχύος της σχετικής οδηγίας, έχει ως σκοπό τη μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο (απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, Αγγελιδάκη κ.λπ., C‑378/07 έως C‑380/07, EU:C:2009:250, σκέψη 206 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). 
74 Κατά συνέπεια, όλες οι αρχές των κρατών μελών, ακόμη και όταν προβαίνουν σε αναθεώρηση του Συντάγματος, έχουν την υποχρέωση να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, Αγγελιδάκη κ.λπ., C‑378/07 έως C‑380/07, EU:C:2009:250, σκέψη 207 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). 
75 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι, όταν έχει σημειωθεί καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η υποχρέωση του αιτούντος δικαστηρίου να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει, κατά το μέτρο του δυνατού, όλες τις κρίσιμες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου κατά τρόπο ώστε να επιβληθεί η προσήκουσα κύρωση για την κατάχρηση και να εξαλειφθούν οι συνέπειες της παραβίασης του δικαίου της Ένωσης περιλαμβάνει την εκτίμηση του ζητήματος αν οι διατάξεις προγενέστερης και εισέτι ισχύουσας εθνικής ρύθμισης που επιτρέπει τη μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μπορούν, ενδεχομένως, να εφαρμοστούν στο πλαίσιο της σύμφωνης αυτής ερμηνείας, μολονότι εθνικές διατάξεις συνταγματικής φύσης απαγορεύουν απολύτως τέτοια μετατροπή όσον αφορά τον δημόσιο τομέα. 
Επί των δικαστικών εξόδων 
76 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται. 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται: 


1) Κατ’ ορθή ερμηνεία της ρήτρας 1 και της ρήτρας 5, σημείο 2, της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου
χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, η έννοια «διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου» κατά τις διατάξεις αυτές καλύπτει και την αυτοδίκαιη παράταση των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου των εργαζομένων στον τομέα της καθαριότητας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία έλαβε χώρα δυνάμει ρητών εθνικών διατάξεων και παρά τη μη τήρηση του έγγραφου τύπου που προβλέπεται κατ’ αρχήν για τη σύναψη των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας. 
2) Η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου έχει την έννοια ότι, όταν έχει σημειωθεί καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η υποχρέωση του αιτούντος δικαστηρίου να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει, κατά το μέτρο του δυνατού, όλες τις κρίσιμες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου κατά τρόπο ώστε να επιβληθεί η προσήκουσα κύρωση για την κατάχρηση και να εξαλειφθούν οι συνέπειες της παραβίασης του δικαίου της Ένωσης περιλαμβάνει την εκτίμηση του ζητήματος αν οι διατάξεις προγενέστερης και εισέτι ισχύουσας εθνικής ρύθμισης που επιτρέπει τη μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μπορούν, ενδεχομένως, να εφαρμοστούν στο πλαίσιο της σύμφωνης αυτής ερμηνείας, μολονότι εθνικές διατάξεις συνταγματικής φύσης απαγορεύουν απολύτως τέτοια μετατροπή όσον αφορά τον δημόσιο τομέα. 

Kumin von Danwitz Xuereb 

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Φεβρουαρίου 2021. 
Ο Γραμματέας Ο Πρόεδρος του εβδόμου τμήματος 
A. Calot Escobar A. Kumin * 
Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.
curia.europa.eu/juris/document/document_print.jsf?docid=237642&text=&dir=&doclang=EL&part=1&occ=first&mode=lst&pageIndex=0&cid=45… 18/18

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου