Τετάρτη 9 Ιουνίου 2021

ΝΙΚΟΣ ΡΟΥΚΛΙΩΤΗΣ (ΕΡΓΑΤΟΛΟΓΟΣ): ΤΟ ΝΕΟ ΕΡΓΑΣΙΑΚΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΥΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ



Το νέο υπό διαμόρφωση εργασιακό νομοσχέδιο φαίνεται να ολοκληρώνει την αντιμεταρρύθμιση στο Εργατικό Δίκαιο, που απεργάζεται η κυβέρνηση από την πρώτη στιγμή μετά την εκλογή της, όταν έσπευσε να καταργήσει τις προστατευτικές διατάξεις που συνδέονταν με την προϋπόθεση του βάσιμου λόγου για τη απόλυση και τη συνευθύνη εργολάβου – υπεργολάβου και εργοδότη και εν συνεχεία όπως αυτή συντελέστηκε με το Ν. 4635/2019 (Νόμο Βρούτση), καρδιά του οποίου ήταν η ευρεία υποκατάσταση των ΣΣΕ και Δ.Α. από ατομικές συμβάσεις εργασίας. 

Έτσι με το Ν. Βρούτση εισήχθη αυξημένο δίκτυ εξαιρέσεων ως προς την κανονιστική εμβέλεια των κλαδικών ιδίως ΣΣΕ και ακρωτηριάστηκε σχεδόν ολικά το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία, αφού από κανόνας σε περίπτωση αποτυχίας της συλλ. Διαπραγμάτευσης και της μεσολάβησης μετατράπηκε σε εξαίρεση που αφορά αποκλειστικά και μόνο επιχειρήσεις κοινής ωφελείας και δημόσιου χαρακτήρα.

 Στην πραγματικότητα, η Αντιμεταρρύθμιση που απεργάζεται η Κυβέρνηση και το σχέδιο ολικής αποδιάρθρωσης των εργασιακών σχέσεων και απορρύθμισης του Εργατικού Δικαίου έχει σε μεγάλο βαθμό συντελεστεί με τον παραπάνω νόμο που ανέδειξε σε κυρίαρχο διαπλαστικό παράγοντα διαμόρφωσης των όρων εργασίας την ατομική σύμβαση εργασίας, όπου κυριαρχεί η καταθλιπτική υπεροχή και παντοδυναμία του εργοδότη. Τα καίρια χειρουργικής φύσεως πλήγματα που δέχτηκε ο ίδιος ο πυρήνας της συλλογικής αυτονομίας, το σύστημα δηλαδή της ρύθμισης των όρων εργασίας με συλλογικές συμβάσεις εργασίας και διαιτητικές αποφάσεις, όπως αυτά συνδέονταν με την κατάργηση της αρχής της ευνοίας, την υποχώρηση των κλαδικών ΣΣΕ προς όφελος των επιχειρησιακών που θα συνάπτονταν από Ενώσεις Προσώπων, την κατάργηση της κήρυξης γενικά υποχρεωτικής μιας κλαδικής ή ομοιοεπαγγελματικής ΣΣΕ με υπουργική απόφαση, τον περιορισμό της μετενέργειας και την κατάργηση του δικαιώματος μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία είχαν ως βασικό σκοπό την μετατόπιση του κέντρου βάρους από τη συλλογική στην ατομική διαπραγμάτευση, όπου εκ των πραγμάτων επιβάλλεται η θέληση του εργοδότη. 

Η στρατηγική αυτή οδήγησε αναπότρεπτα στην μετάλλαξη του Εργατικού Δικαίου και στην αλλοίωση του προστατευτικού έναντι της εργασίας χαρακτήρα του με άμεση συνέπεια την υποβάθμιση της εργασίας.

Η σχεδόν μονομανής νεοφιλελεύθερη αντίληψη ότι με τις μεταρρυθμίσεις αυτές θα  ενισχύονταν η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας καταρρίφθηκε από την ίδια την πραγματικότητα, δοθείσης της περαιτέρω ύφεσης της ελληνικής οικονομίας και της δραματικής αύξησης της ανεργίας με τρόπο που εύλογα να μπορεί να χαρακτηριστεί η ελληνική κρίση ως ανθρωπιστική και κοινωνική καταστροφή. Η λήξη του μεσοπροθέσμου τον Αύγουστο 2018 και η κατ’ επίφαση επαγγελία της εξόδου από τα μνημόνια συνδέθηκε με την έστω και κολοβή επαναφορά  των συλλογικών διαπραγματεύσεων, όμως η σημερινή κυβέρνηση έσπευσε με την εκλογή της να προβεί κατ’ επιλογή πλέον και όχι υπό την μέγγενη των μνημονιακών υποχρεώσεων στην εκ νέου κατάλυση της συλλογικής αυτονομίας και την περαιτέρω αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων. Η συγκυρία της πανδημίας που ακολούθησε δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αιτία της κρίσης, αλλά ως αφορμή και χρυσή ευκαιρία για το βάθεμα των κοινωνικών επιπτώσεων της κρίσης ιδίως στην αγορά της εργασίας. Έτσι, η επίθεση της κυβέρνησης στο πεδίο των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών με την μετατροπή του ζητήματος της δημόσιας υγείας σε ζήτημα δημόσιας τάξης, τη στρατηγική της έντασης, τη περιστολή των δημοκρατικών ελευθεριών και κυρίως τους αντισυνταγματικούς χουντικής έμπνευσης περιορισμούς στο δικαίωμα της συνάθροισης για τις διαδηλώσεις συνδέεται και προχωράει παράλληλα με την ενορχηστρωμένη επίθεση της κυβέρνησης εναντίον του κόσμου της εργασίας.

Στις συνθήκες αυτές, το νέο εργασιακό νομοσχέδιο έρχεται επί της ουσίας να αποτελέσει εφαρμογή του ΣΧΕΔΙΟΥ ΠΙΣΣΑΡΙΔΗ και του ΣΧΕΔΙΟΥ ΕΛΛΑΔΑ 2.0 που συγκροτούν τη στρατηγική για την περαιτέρω εμβάθυνση στην ευελιξία της εργασίας. 

Η έκθεση Πισσαρίδη αποτελεί επί της ουσίας τον οδικό χάρτη για το πως πρέπει να λειτουργήσει η οικονομία τη μεταμνημονιακή εποχή με σαφή εξειδίκευση των μεταμνημονιακών υποχρεώσεων που έχει αναλάβει η χώρα έναντι των δανειστών.

 Στρατηγικός στόχος του νομοσχεδίου είναι η μετατόπιση του κέντρου βάρους από τη συλλογική στην ατομική διαπραγμάτευση, έτσι ώστε οι όροι εργασίας σταδιακά να καταστούν εξ ολοκλήρου προϊόν υπαγόρευσης και επιβολής του εργοδότη, χωρίς την παρεμβολή των συνδικαλιστικών οργανώσεων.

 Ο στόχος αυτός υλοποιείται εν προκειμένω με καίρια χτυπήματα που βάλλουν κατά του δικαιώματος συνδικαλιστικής δράσης και  των συνδικαλιστικών ελευθεριών με το παραπειστικό σύνθημα του «ψηφιακού συνδικαλισμού» και της ρύθμισης των όρων εργασίας με διαιτητικές αποφάσεις. 

Στην παρούσα εισήγηση εκτίθενται οι τεκτονικές αλλαγές που απεργάζεται το νέο εργασιακό νομοσχέδιο στο πεδίο του συλλογικού εργατικού δικαίου και ειδικότερα στο πεδίο των συνδικαλιστικών ελευθεριών και δικαιωμάτων και στο πεδίο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας:


1. ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΣΤΟ (ΨΗΦΙΑΚΟ) ΓΕΝΙΚΟ ΜΗΤΡΩΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ (ΓΕΜΗΣΟΕ) ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΑΝΩΤΕΡΩ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ

 Έτσι, με το νομοσχέδιο καθίσταται υποχρεωτική η καταχώριση των συνδικαλιστικών οργανώσεων πλέον στο Γενικό Μητρώο Συνδικαλιστικών Οργανώσεων Εργαζομένων (ΓΕ.ΜΗ.Σ.Ο.Ε.), το οποίο τηρείται στο πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ και η υποχρέωση ανάρτησης σε ψηφιακή μορφή στο ΓΕΜΗΣΟΕ εκ μέρους των συνδικαλιστικών οργανώσεων των νομιμοποιητικών τους εγγράφων και αποφάσεων και συγκεκριμένα του καταστατικού τους, του αριθμού των μελών, του πίνακα μελών της Διοίκησης κ.λπ. 

Η συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση δεν αποβλέπει προφανώς στην προστασία της αρχής της διαφάνειας στο συνδικαλισμό, όπως παραπειστικά διατείνεται το Υπουργείο Εργασίας, αλλά στη χειραγώγηση του συνδικαλισμού από το κράτος και τον εργοδότη με την παράλληλη εισαγωγή περιορισμών ως προς την άσκηση του συνδικαλιστικού δικαιώματος, την προστασία της συνδικαλιστικής δράσης και κυρίως τη συλλογική ρύθμιση των όρων εργασίας με συλλογικές συμβάσεις εργασίας και διαιτητικές αποφάσεις, αφού με τη συγκεκριμένη διάταξη που αφορά το ψηφιακό μητρώο των συνδικαλιστικών οργανώσεων και την υποχρέωση εγγραφής των σωματείων σε αυτό, ρητά προβλέπεται ότι σε περίπτωση παραβίασης της υποχρέωσης εγγραφής και ανάρτησης αναστέλλεται το δικαίωμα της συνδικαλιστικής οργάνωσης να διαπραγματεύεται συλλογικά, να συνάπτει συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην αρχική μορφή του νομοσχεδίου είχε συμπεριληφθεί η πρόβλεψη αναστολής ακόμα και του απεργιακού δικαιώματος για όσο χρόνο υφίσταται η «παράλειψη» ως προς την τήρηση της υποχρέωσης ψηφιακής – ηλεκτρονικής εγγραφής. Με την ίδια διάταξη προβλέπεται ότι σε περίπτωση μη εγγραφής της συνδικαλιστικής οργάνωσης στο ΓΕΜΗΣΟΕ αναστέλλεται η προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών έναντι της απόλυσης και της μετάθεσης και ειδικότερα ότι για την προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών αυτή αναστέλλεται αφού παρέλθουν δέκα ημέρες από τις αρχαιρεσίες και από τη συγκρότηση του Δ.Σ. σε σώμα και εφόσον δεν έχει υποβληθεί στο ΓΕΜΗΣΟΕ είτε το πρακτικό εκλογής, όπου εμφαίνεται και η σειρά εκλογής των εκλεγμένων είτε η απόφαση συγκρότησης. Περαιτέρω, δε, προβλέπεται ότι σε περίπτωση μη εγγραφής του σωματείου στο ΓΕΜΗΣΟΕ ή μη κατάθεσης των νομιμοποιητικών εγγράφων του σωματείου σε αυτό αναστέλλεται και δεν καταβάλλεται οποιαδήποτε χρηματοδότηση της συνδικαλιστικής οργάνωσης από κρατικούς ή συγχρηματοδοτούμενους πόρους. Μάλιστα, από την εγγραφή των συνδικαλιστικών οργανώσεων στο ψηφιακό μητρώο ΓΕΜΗΣΟΕ εξαρτάται πλέον και η διακρίβωση της αντιπροσωπευτικότητας, αφού με τη διάταξη του άρθρου 96 του επίμαχου νομοσχεδίου, όπως αυτό τροποποιεί τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 6 του Ν. 1876/1990, προβλέπεται ότι η ανεύρεση του αριθμού των εργαζομένων που ψήφισαν στις τελευταίες αρχαιρεσίες, ως μόνο και αποκλειστικό πλέον κριτήριο της αντιπροσωπευτικότητας (αφού κατά πάγια νομολογία διερευνάται και το ποιοτικό κριτήριο της εκπροσώπησης του προσωπικού και όχι μόνο ο αριθμός των ψηφισάντων κατά τις τελευταίες αρχαιρεσίες), θα προσδιορίζεται με βάση τα στοιχεία που προκύπτουν από το ΓΕΜΗΣΟΕ. Δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι από την Επιτροπή του άρθρου 15 Ν. 1264/1982 που μέχρι σήμερα ήταν αρμόδια για την κρίση περί αντιπροσωπευτικότητας του σωματείου και η οποία με το νομοσχέδιο έκτρωμα καταργείται, πλέον μεταβαίνουμε στο ψηφιακό μητρώο ως λυδία λίθο του συνδικαλιστικού κινήματος ακόμα και ως προς τη διακρίβωση της αντιπροσωπευτικότητας. 

Καθίσταται σαφές ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση κατά το βαθμό που καθιστά υποχρεωτική την εγγραφή των σωματείων και την ανάρτηση των νομιμοποιητικών τους εγγράφων σε ψηφιακό μητρώο προβλέποντας ότι σε περίπτωση παράβασης της υποχρέωσης αυτής αναστέλλονται επί της ουσίας όχι μόνο οι εκφάνσεις της προστασίας της συνδικαλιστικής δράσης (βλ. προστασία συνδικαλιστικών στελεχών, χρηματοδότηση της συνδικαλιστικής οργάνωσης κ.λπ.), αλλά και η ίδια η καταστατική σύμφωνα με το Σύνταγμα αποστολή των συνδικάτων να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Πολύ περισσότερο, η υποχρέωση εγγραφής των σωματείων και των νομιμοποιητικών τους εγγράφων (στα οποία περιλαμβάνεται ακόμα και το μητρώο μελών! ) σε ψηφιακό μητρώο, του οποίου διαχειριστής είναι το κράτος, εισάγεται επί της ουσίας μια ανεπίτρεπτη επέμβαση στην εσωτερική αυτονομία των σωματείων με σκοπό τη χειραγώγηση της συνδικαλιστικής τους δράσης και την παρακώλυση της ελεύθερης λειτουργίας τους  σύμφωνα με τη δημοκρατική αρχή που διέπει το Σύνταγμα. 

Ως εκ τούτου, πρόκειται για μια καταφανώς αντισυνταγματική ρύθμιση που προσβάλλει τον ίδιο τον πυρήνα του συνταγματικού δικαιώματος του συνδικαλίζεσθαι και της συνταγματικά προστατευόμενης συλλογικής αυτονομίας.

2. ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΤΗΡΗΣΗΣ ΨΗΦΙΑΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η πρόβλεψη του νομοσχεδίου (άρθρο 84) για την τήρηση εκ μέρους των συνδικαλιστικών οργανώσεων ψηφιακών βιβλίων και συγκεκριμένα του μητρώου μελών, των πρακτικών συνεδριάσεων των Γενικών Συνελεύσεων των μελών, των πρακτικών συνεδρίασης διοίκησης, του ταμείου, όπου καταχωρίζονται κατά χρονολογική σειρά όλες οι εισπράξεις και οι πληρωμές, της περιουσίας, όπου καταγράφονται όλα τα κινητά και ακίνητα περιουσιακά στοιχεία της συνδικαλιστικής οργάνωσης. Μάλιστα με την ίδια ρύθμιση προβλέπεται ότι όχι μόνο τα μέλη, αλλά και οποιοσδήποτε τρίτος με έννομο συμφέρον έχει δικαίωμα να λάβει γνώση των παραπάνω στοιχείων. Πρόκειται για μια ακόμα ρύθμιση που σκοπό έχει την παρακώλυση της ελεύθερης λειτουργίας των σωματείων, την παρεμπόδιση της συνδικαλιστικής τους δράσης και τη νομιμοποίηση επεμβάσεων είτε εκ μέρους του κράτους είτε εκ μέρους του εργοδότη στη συνταγματικά προστατευόμενη εσωτερική αυτονομία των συνδικάτων. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι με την ίδια διάταξη προβλέπεται ότι η μορφή των ψηφιακών βιβλίων θα καθορίζεται όχι από το σωματείο, όπως θα ανέμενε κανείς σε μια δημοκρατική ευνομούμενη χώρα, αλλά από το Υπουργείο Εργασίας! 

3. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΠΡΟΣΘΕΤΩΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΩΝ ΣΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΛΗΨΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΓΕΝΙΚΕΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΣΗ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΩΝ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ – ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ

Με τη διάταξη του άρθρου 86 του νομοσχεδίου μεταξύ άλλων εισάγεται κατ’ αρχήν η δυνατότητας της «εξ αποστάσεως ψήφου» και προβλέπεται ειδικά για τη συζήτηση και τη λήψη απόφασης κήρυξης απεργίας η φυσική ή εξ αποστάσεως ψήφος τουλάχιστον του ενός δεύτερου (1/2) των οικονομικώς τακτοποιημένων μελών.

Περαιτέρω, δε, εισάγεται κατά τρόπο υποχρεωτικό η δυνατότητα της εξ αποστάσεως συμμετοχής και ψήφου των μελών στις γενικές συνελεύσεις (όχι μόνο αυτών που γίνονται για τη λήψη απόφασης απεργίας), αφού προβλέπεται ότι το καταστατικό οφείλει να προβλέπει τους τρόπους της εξ αποστάσεως ψήφου, με όρους πάντοτε που διασφαλίζουν τη διαφάνεια και τη μυστικότητα. 

Με την ίδια διάταξη μεταβάλλεται και η μέχρι σήμερα αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για την εκδίκαση αγωγών που αφορούν το κύρος των αποφάσεων τω γενικών συνελεύσεων, αφού προβλέπεται ειδικά ότι «αίτηση για την αναγνώριση ακυρότητας απόφασης Συνέλευσης υποβάλλεται, εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη λήξη της συνέλευσης, στο Ειρηνοδικείο της περιφέρειας που έδρευε η συνδικαλιστική οργάνωση». 

Ο νομοθέτης στη συγκεκριμένη περίπτωση εξέλαβε προφανώς την επιθυμία του για πραγματικότητα, όπως προδίδει το εκφραστικό λάθος και ειδικότερα η χρήση παρελθοντικού χρόνου ως προς τη συνδικαλιστική οργάνωση με τη χρήση του ρήματος «έδρευε». Ακόμα και τα συντακτικά λάθη που διαπιστώνονται στις ρυθμίσεις του νομοσχεδίου είναι ενδεικτικά της προχειρότητας και της κακότεχνης από κάθε άποψη πρόθεσης του νομοθέτη να ανατρέψει τους βασικούς πυλώνες του συλλογικού εργατικού δικαίου που επί σειρά δεκαετιών από τη μεταπολίτευση έως και σήμερα αποτέλεσαν τη βάση για τη διασφάλιση της προστατευτικής αρχής που διέπει το εργατικό δίκαιο. 

Η καθιέρωση της υποχρεωτικής ηλεκτρονικής ψηφοφορίας και ειδικότερα η υποχρέωση των συνδικαλιστικών οργανώσεων να παρέχουν υποχρεωτικά στα μέλη τους τη δυνατότητα ηλεκτρονικής εξ αποστάσεως ψηφοφορίας προβλέπεται με τη διάταξη του άρθρου 87 που τροποποιεί τη διάταξη του άρθρου 13 του Ν. 1264/1982.

Με την ίδια διάταξη προβλέπεται σύμφωνα με τα ανωτέρω ότι τα πρακτικά διαλογής των ψηφοδελτίων και καταμέτρησης των ηλεκτρονικών ψήφων εισάγονται στο ΓΕΜΗΣΟΕ.

 Η κυβέρνηση και εδώ επικαλείται για το συγκεκριμένο μέτρο λόγους για την κατοχύρωση της διαφάνειας στη συνδικαλιστική δράση. Στην πραγματικότητα, υποκρύπτεται η νομοθετική βούληση για χειραγώγηση, εξατομίκευση και απομαζικοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης καθώς και για να καταστήσει πιο δυσχερή την άσκηση του ήδη βαριά τραυματισμένου απεργιακού δικαιώματος. 

Η νέα διαδικασία λήψης απόφασης είναι εκτεθειμένη σ’ όλους τους κινδύνους που εμπεριέχονται εγγενώς στις ψηφιακές ψηφοφορίες, ιδίως δε αναφορικά με την ασφάλεια, την ιδιωτικότητα, τη μυστικότητα και τη γνησιότητα της ψήφου, καθώς και τα δυσχερή νομικά ζητήματα που αυτές προκαλούν, αφού με την ηλεκτρονική ψηφοφορία είναι αδύνατο να διακριβωθεί όχι μόνο η ύπαρξη απαρτίας, αλλά και η ίδια η γνησιότητα της ψήφου, αφού καταλείπεται ανοιχτό το ενδεχόμενο να ψηφίζει ακόμα και ο εργοδότης αντί του εργαζομένου! 

4. ΑΠΟΡΡΥΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΣΤΕΛΕΧΩΝ (άρθρο 88 – τροποποίηση του άρθρου 14 του Ν. 1264/1982)

- Μείωση του αριθμού των προστατευόμενων συνδικαλιστικών στελεχών με σκοπό τη διευκόλυνση των απολύσεων τους

Με το ισχύον σήμερα νομοθετικό καθεστώς του Ν. 1264/1982 προβλέπεται ως προς τον αριθμό των προστατευόμενων συνδικαλιστικών στελεχών κατ’ αρχήν ότι προστατεύονται τα ιδρυτικά μέλη μιας συνδικαλιστικής οργάνωσης και εν συνεχεία ως προς την προστασία τίθεται αριθμητικός περιορισμός στα προστατευόμενα μέλη που διαβαθμίζεται ανάλογα με τον αριθμό των απασχολουμένων εργαζομένων από τον εργοδότη. Ως αφετηρία λαμβάνεται η επιχείρηση που απασχολεί 80 τουλάχιστον εργαζομένους, χωρίς διάκριση για το είδος της εργασίας, οπότε και προστατεύονται τα πρώτα 21 ιδρυτικά μέλη. Ο αριθμός αυτός διευρύνεται σε 25 αν η επιχείρηση απασχολεί από 151 μέχρι 300 εργαζομένους, σε 30 αν απασχολεί από 301 μέχρι 500 και σε 40 αν απασχολεί πάνω από 500. Για τις επιχειρήσεις που απασχολούν από 40 μέχρι 80 εργαζομένους προστατεύονται μέχρι 7 ιδρυτικά μέλη κατά την τάξη υπογραφής της ιδρυτικής πράξης. Ως μονάδα υπολογισμού λαμβάνεται υπόψη η επιχείρηση και όχι η εκμετάλλευση, δεδομένου ότι ο νόμος αναφέρεται στους εργαζομένους στην επιχείρηση. 

Κατά δεύτερο λόγο προστατεύονται τα μέλη της διοίκησης της συνδικαλιστικής οργάνωσης. Η προστασία καλύπτει 7 μέλη της διοίκησης για την οργάνωση που έχει 200 μέλη, 9 μέλη για την οργάνωση που έχει 201 έως 1000 μέλη και 11 για τις υπόλοιπες.

 Η σειρά προστασίας, αν δεν ορίζεται διαφορετικά από το καταστατικό, ορίζεται από τον ίδιο το νόμο. Το χρονικό εύρος της προστασίας είναι περιορισμένο, έτσι για τα ιδρυτικά στελέχη προβλέπεται ότι η προστασία ισχύει για ένα χρόνο από την ημέρα υπογραφής της ιδρυτικής πράξης και εφόσον η οργάνωση συσταθεί μέσα σε 6 μήνες από την υπογραφή της ιδρυτικής πράξης. Η ολοκλήρωση της σύστασης γίνεται με την καταχώρηση των οργανώσεων στο βιβλίο των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Με την πάροδο του εξαμήνου η προστασία μεταφέρεται στα ιδρυτικά μέλη της επόμενης υπό σύσταση οργάνωσης. Για τα μέλη της διοίκησης η προστασία καλύπτει τη διάρκεια της θητείας και ένα χρόνο μετά τη λήξη της. 

Με το νομοσχέδιο – έκτρωμα μειώνεται κατά τρόπο προκλητικό ο αριθμός των προστατευόμενων μελών, έτσι ώστε να ενθαρρυνθούν έμπρακτα οι εργοδότες από το Υπουργείο για την απόλυση συνδικαλιστικών στελεχών, αφού πλέον προβλέπεται ότι εάν η οργάνωση έχει ως διακόσια (200) μέλη, προστατεύονται πέντε (5) μέλη της διοίκησης, εάν η οργάνωση έχει ως χίλια μέλη προστατεύονται επτά (7) μέλη της διοίκησης και εάν η οργάνωση έχει περισσότερα από χίλια μέλη προστατεύονται (9) μέλη της διοίκησης. 

-Κατάργηση των περιοριστικά αναφερόμενων στη διάταξη του άρθρου 14 Ν. 1264/1982 λόγων απόλυσης συνδικαλιστικού στελέχους (συγκεκριμένα ποινικά αδικήματα) και κατάργηση της Επιτροπής του άρθρου 15 Ν. 1264/1982

Η πιο σημαντική μεταβολή στο συγκεκριμένο πεδίο της προστασίας των συνδικαλιστικών στελεχών αναφέρεται στην κατάργηση των περιοριστικά αναφερόμενων λόγων απόλυσης στη διάταξη του άρθρου 14 και ακόμα στην κατάργηση της Επιτροπής και της τήρησης συγκεκριμένης διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής, προκειμένου να ληφθεί η άδεια για την απόλυση του συνδικαλιστικού στελέχους επί ποινή ακυρότητας της απόλυσης σε περίπτωση παραβίασης της υποχρέωσης αυτής.

 Ειδικότερα, όπως είναι γνωστό, σύμφωνα με το υπάρχον νομοθετικό καθεστώς των άρθρων 14 και 15 Ν. 1264/1982 η απόλυση των συνδικαλιστικών στελεχών επιτρέπεται μόνο σε περίπτωση συνδρομής ενός εκ των πέντε περιοριστικά αναφερόμενων λόγων που έγκεινται:

 α) στη διάπραξη απάτης με χρήση πλαστών πιστοποιητικών για απόσπαση μεγαλύτερης αμοιβής από τον εργοδότη,

 β) στην αποκάλυψη βιομηχανικών του εργοδότη προς τρίτους από το συνδικαλιστικό στέλεχος,

 γ) στην πρόκληση σωματικής βλάβης, εξύβρισης ή απειλής του εργοδότη,

 δ) στην άρνηση εκτέλεσης εργασίας από το συνδικαλιστικό στέλεχος και

 ε) στην αδικαιολόγητη απουσία από την εργασία για επτά τουλάχιστον ημέρες. 

Η νομολογία των ελληνικών Δικαστηρίων κινούμενη στη λογική της απορρύθμισης της ειδικής αυτής συνδικαλιστικής προστασίας που σκοπό έχει την ακώλυτη άσκηση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, διεύρυνε ανεπίτρεπτα τους λόγους αυτούς, δεχόμενη σε περίπτωση μη ύπαρξης ενός εκ των παραπάνω λόγων, ότι η προστασία του συνδικαλιστικού στελέχους αίρεται και στην περίπτωση που αυτό ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμά του στην ειδική συνδικαλιστική προστασία. 

Πλέον, με τη διάταξη του άρθρου 88 του επίμαχου νομοσχεδίου καταργείται ο προστατευτικός θεσμός για την ειδική συνδικαλιστική προστασία που συνδέεται με την ύπαρξη συγκεκριμένων περιοριστικών λόγων και πλέον προβλέπεται ότι η απόλυση είναι επιτρεπτή σε κάθε περίπτωση ύπαρξης σπουδαίου λόγου για την απόλυση κατά αναλογική εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 15 παρ. 1 Ν. 1483/1984 που αφορά την προστασία της μητρότητας. 

Έτσι, ακόμα και στην περίπτωση που ο εργοδότης θεωρεί ότι ο εργαζόμενος έχει κλονίσει την εμπιστοσύνη του, διότι προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας για τη διεκδίκηση των δεδουλευμένων του ή κατέθεσε ως μάρτυρας για συνάδελφό του σε Δικαστήριο, θα μπορεί ανεμπόδιστα πλέον με βάση την ανωτέρω ρύθμιση του προς ψήφιση νομοσχεδίου να προβαίνει στην απόλυση του συνδικαλιστικού στελέχους. 

Περαιτέρω, δε, καταργείται η τήρηση της διαδικασίας της Επιτροπής του άρθρου 15 ως προαπαιτούμενο για την απόλυση συνδικαλιστικού στελέχους και η ίδια η Επιτροπή ως δικαιοδοτικός μηχανισμός, ενώ ως προς την άσκηση αγωγής κατά του κύρους απόλυσης συνδικαλιστικού στελέχους προβλέπεται πλέον διαδικασία express με εφαρμογή των προβλέψεων του άρθρου 22 παρ. 4 του Ν. 1264/1982, που αφορά τις απεργιακές αγωγές, οι οποίες εκδικάζονται με σύντμηση προθεσμιών και η συζήτησή τους γίνεται στην πράξη με όρους εκδίκασης προσωρινών διαταγών, με ό, τι αυτό συνεπάγεται για την αξιοπιστία και την αμεροληψία των συγκεκριμένων δικαστικών αποφάσεων. 

Συμπερασματικά, με τις επίμαχες προβλέψεις ο εργοδότης θα μπορεί επικαλούμενος απλώς και μόνο την ύπαρξη σπουδαίου λόγου (μπορεί να είναι οποιοσδήποτε κατ’ εκτίμησή του λόγος, αναγόμενος στον πρόσωπο του μισθωτού), χωρίς την υποβολή προηγούμενης μήνυσης και χωρίς την τήρηση της διαδικασίας της Επιτροπής του άρθρου 15 Ν. 1264/1982 να προβαίνει στην απόλυση του συνδικαλιστικού στελέχους, με ό, τι αυτό συνεπάγεται για την προστασία της συνδικαλιστικής δράσης και την μαχητικότητα των συνδικαλιστών ως προς τη διεκδίκηση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, τη διαφύλαξη και προαγωγή των εργασιακών συμφερόντων των εργαζομένων, αφού πλέον η ανάπτυξη της συνδικαλιστικής τους δράσης θα τελεί υπό τη μέγγενη της ανεμπόδιστης και μη υποκείμενης σε αυστηρούς περιορισμούς απόλυσης. 


5. ΑΠΟΡΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΑΠΕΡΓΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ (άρθρα 91, 92, 93, 94, 95, 96 και 97)

- ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΚΟΙΝΗΣ ΩΦΕΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΜΟΝΟΜΕΡΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΣΤΗ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ 

Κατ’ αρχήν αξίζει η επισήμανση ότι με τη διάταξη του άρθρου 92, με την οποία τροποποιείται το άρθρο 19 του ν. 1264/1982, και η οποία αφορά τον προσδιορισμό των επιχειρήσεων κοινής ωφελείας, αφαιρούνται κατά τρόπο φωτογραφικό από τη συμπερίληψη σε αυτές οι επιχειρήσεις ραδιοφωνίας – τηλεόρασης. 

Πρόκειται για εμβόλιμη τροποποίηση, η οποία προφανώς και είναι προϊόν υπαγόρευσης των ιδιοκτητών τηλεοπτικών σταθμών, με την οποία σκοπείται όχι προφανώς η διευκόλυνση των σωματείων σε αυτές τις επιχειρήσεις για την άσκηση του απεργιακού δικαιώματος, ΑΛΛΑ ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ Η ΑΠΟΣΤΕΡΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΣΩΜΑΤΕΙΑ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΑΣ, ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΜΟΝΟΜΕΡΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΣΤΗ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ, ΠΟΥ ΜΕ ΤΟΝ Ν. 4635/2019 ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΗΚΕ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΑ ΣΩΜΑΤΕΙΑ ΠΟΥ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΣΕ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΚΟΙΝΗΣ ΩΦΕΛΕΙΑΣ Ή ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ. 

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια εφαρμογής του Ν. 4635/2019 τα μόνα σωματεία που επέτυχαν στο πλαίσιο του ΟΜΕΔ τη συλλογική ρύθμιση των όρων εργασίας των εργαζομένων – μελών τους με διαιτητικές αποφάσεις ήταν αυτά της ΕΤΙΤΑ και της ΕΤΕΡ, δηλαδή τα σωματεία των εργαζόμενων τεχνικών στους ιδιωτικούς τηλεοπτικούς και ιδιωτικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς. 

Η εμβαλωματικού χαρακτήρα αυτή ρύθμιση, λοιπόν, στο κεφάλαιο που αφορά τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, στις οποίες η απεργία υπόκειται εκ της φύσεως της ως ζημιογόνο δικαίωμα σε συγκεκριμένους και αυστηρούς περιορισμούς, βάλλει κυρίως κατά του δικαιώματος μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία για τα σωματεία των εργαζομένων στη ραδιοφωνία και την τηλεόραση, γεγονός που αποδεικνύει την άμεση εξάρτηση της νομοθετικής εξουσίας από την τέταρτη εξουσία των καναλαρχών.

- ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΗ ΑΠΕΡΓΩΝ – ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΔΙΑΚΟΠΗΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗΣ ΤΟΥ

Με τη διάταξη του άρθρου 93 του επίμαχου νομοσχεδίου εισάγεται στις διατάξεις του νόμου 1264/1982 διάταξη ειδικά για τους μη απεργούς και περαιτέρω διάταξη για το δικαίωμα του εργοδότη να διακόψει την απεργία σε περίπτωση που παραβιάζεται το δικαίωμα εργασίας των μη απεργών!

Ειδικότερα, δε, προβλέπεται ότι το σωματείο υποχρεούται να διασφαλίζει την προστασία του δικαιώματος εργασίας των μη απεργών και κυρίως να διασφαλίζει την μη άσκηση σωματικής ή ψυχολογικής βίας σε βάρος τους από οιονδήποτε, διαφορετικά σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2 η απεργία μπορεί να διακοπεί με δικαστική απόφαση κατόπιν αγωγής του εργοδότη! Περαιτέρω, δε, προβλέπεται η γέννηση αστικής ευθύνης της συνδικαλιστικής οργάνωσης και των μελών του Δ.Σ. σε περίπτωση υπαίτιας παράβασης της ανωτέρω υποχρέωσης

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το Υπουργείο Εργασίας κατόρθωσε να ξεπεράσει ακόμα και την αντιδραστική – μειοψηφική στο επίπεδο της θεωρίας του εργατικού δικαίου θέση ότι η αρνητική κατάσταση του δικαιώματος στη συνδικαλιστική ελευθερία (του δικαιώματος εν προκειμένω ενός εργαζομένου να μην απεργήσει) αποτελεί ισότιμο δικαίωμα με τη θετική κατάσταση του δικαιώματος στη συνδικαλιστική ελευθερία, αφού με τη συγκεκριμένη διάταξη η αρνητική έκφανση του δικαιώματος ανάγεται σε υπέρτερης αξιολογικής ισχύος δικαίωμα.

 Τούτο, δε, διότι οι τυχόν μεμονωμένες ενέργειες άσκησης σωματικής ή ψυχολογικής πίεσης από οποιονδήποτε τρίτο, ακόμα και εκτός του σωματείου, ενέργειες θα θεμελιώνουν νόμιμο λόγο διακοπής και απαγόρευσης της απεργιακής κινητοποίησης, ακόμα και στην περίπτωση που έχουν τηρηθεί όλες οι τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη νόμιμη άσκηση του δικαιώματος. 

Η συγκεκριμένη ρύθμιση, όμως, φαίνεται να αποτυπώνει και τη φασιστικής προέλευσης θεωρία της συλλογικής ευθύνης, αφού στην περίπτωση αυτή τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και το ίδιο το σωματείο φέρουν ευθύνη όχι για τις δικές τους ενέργειες, αλλά για τις ενέργειες οποιουδήποτε τρίτου, προερχόμενου ή μη από το σωματείο. 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για αντισυνταγματική διάταξη, που έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση με τις προβλέψεις του Συντάγματος σύμφωνα με τις οποίες οι όποιοι περιορισμοί ειδικά ως προς το δικαίωμα της απεργίας δεν μπορούν να φτάνουν ως την προσβολή του πυρήνα του δικαιώματος ή στην παρεμπόδιση της νόμιμης άσκησης του δικαιώματος. 

Όπως γίνεται δεκτό στη θεωρία του εργατικού δικαίου το Σύνταγμα κατοχυρώνει τη συνδικαλιστική ελευθερία ως μέσο για την επίτευξη συγκεκριμένου σκοπού, που συνίσταται στη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών συμφερόντων των εργαζομένων. 

Η συνταγματική κατοχύρωση των επιδιώξεων αυτών, ως περιεχομένου της συνδικαλιστικής ελευθερίας, διαφοροποιεί ουσιωδώς την αποστολή και λειτουργία που εκπληρώνει η συνδικαλιστική ελευθερία σε σχέση με άλλα ατομικά δικαιώματα, έτσι ώστε να μην επιτρέπεται η επιδίωξη των σκοπών αυτών, να αξιολογείται το ίδιο με την μη επιδίωξή τους, με την αποχή του ατόμου από τη συνδικαλιστική οργάνωση και δράση και η αρνητική ελευθερία του μη απεργού να αντιμετωπίζεται ως η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. 

Η διαφύλαξη και προαγωγή των συλλογικών εργασιακών συμφερόντων προϋποθέτει συνδικαλιστική συσπείρωση των εργαζομένων και εύρωστες συνδικαλιστικές οργανώσεις, ικανές να ασκούν πίεση στον κοινωνικό – ταξικό αντίπαλο και να διαπραγματεύονται κατά τρόπο αγωνιστικό και διαπραγματευτικά ισχυρό μαζί του αξιοποιώντας όλα τα νόμιμα προς το σκοπό αυτό αγωνιστικά μέσα και δικαιώματα.  

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, εισάγεται περιορισμός στην άσκηση του δικαιώματος που φτάνει ως το σημείο της δικαστικής του απαγόρευσης όχι για ενέργειες του σωματείου που συνδέονται με τον τρόπο άσκησης του δικαιώματος και το σκοπό του, αλλά με μεμονωμένες ενέργειες που εμπίπτουν στην αόριστη νομικά και πραγματικά έννοια της άσκησης σωματικής ή ψυχολογικής πίεσης σε μη απεργούς. Βεβαίως, αυτός ο οποίος εξακολουθεί να νομιμοποιείται να κινήσει τη δικαστική διαδικασία απαγόρευσης της απεργίας δεν είναι ο μη απεργός που δήθεν παραβιάστηκε το δικαίωμά του στην εργασία, αλλά ο εργοδότης! 

- ΠΡΟΒΛΕΨΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ (άρθρο 94)

Ειδικά για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις που κηρύσσουν απεργία στο Δημόσιο, τους ΟΤΑ, τα ΝΠΔΔ και σε επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας προβλέπεται σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 2224/1994 η διαδικασία του δημόσιου διαλόγου ως πρόσθετη τυπική προϋπόθεση για τη νόμιμη άσκηση του δικαιώματος. Με το υπάρχον νομικό καθεστώς του ν. 2224/1994 ρητά προβλέπονταν ότι η διεξαγωγή του δημόσιου διαλόγου δεν αναστέλλει την άσκηση του δικαιώματος της απεργίας. Με τη διάταξη του άρθρου 94 του επίμαχου νομοσχεδίου προβλέπεται πλέον ότι κατά τη διάρκεια του δημόσιου διαλόγου αναστέλλεται η άσκηση του απεργιακού δικαιώματος.

Πρόκειται για μια ακόμα αντισυνταγματική διάταξη που τείνει στην ουσιαστική παρεμπόδιση της νόμιμης άσκησης του δικαιώματος, αφού ο δημόσιος διάλογος πέρα από τυπική προϋπόθεση πλέον λειτουργεί ως μέσο απαγόρευσης της άσκησης του δικαιώματος.

- ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΕΛΑΧΙΣΤΗΣ ΕΓΓΥΗΜΕΝΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ (άρθρο 95)

Με τη διάταξη του άρθρου 95 που τροποποιεί τη διάταξη του άρθρου 21 του Ν. 1264/1982 εισάγεται ένας ακόμα συνταγματικά ανεπίτρεπτος περιορισμός στην άσκηση του δικαιώματος απεργίας. 

Ειδικότερα, με την επίμαχη διάταξη προσδιορίζεται πλέον το ποσοστό κάλυψης των στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου στο 1/3 της συνήθως παρεχόμενης υπηρεσίας. 

Με τη διάταξη αυτή καταρρακώνεται το δικαίωμα απεργίας από δικαίωμα πρόκλησης ζημίας σύμφωνα με το Σύνταγμα, σε δικαίωμα που μπορεί να ασκείται μόνο κατά το βαθμό που δεν προκαλεί ζημία στην παραγωγική λειτουργία της επιχείρησης. Περαιτέρω, δε, εγείρονται σοβαρά ζητήματα για την εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης, αφού ναι μεν προσδιορίζεται το ποσοστό στο οποίο πρέπει να καλύπτονται οι στοιχειώδεις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, αλλά το ποσοστό αυτό δεν μπορεί από μόνο του να συνεπάγεται συγκεκριμένο αριθμό εργαζομένων που πρέπει να ενταχθούν στο προσωπικό ασφαλείας. 


6. ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΙΣΧΥΟΣ ΤΗΣ Σ.Σ.Ε. Ή Δ.Α. ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΣΚΗΣΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΤΑ ΑΥΤΗΣ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

Ως γνωστόν, ο Ν. 4303/2014 που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την απόφαση της Ολομελείας του ΣτΕ 2307/2014, η οποία έκρινε ότι το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία απορρέει άνευ όρων ευθέως από το Σύνταγμα και ότι η νομοθετική του κατάργηση τυγχάνει αντισυνταγματική, θεσμοθετήθηκε μια μακρά γραφειοκρατική διαδικασία στο πλαίσιο του ΟΜΕΔ με σκοπό την αποτροπή της εργατικής πλευράς να προσφύγει μονομερώς στη διαιτησία. Έτσι, προβλέφθηκε το δικαίωμα άσκησης έφεσης κατά της διαιτητικής απόφασης της πρωτοβάθμιας επιτροπής ενώπιον της δευτεροβάθμιας επιτροπής του ΟΜΕΔ, στην οποία συμμετέχουν ένας δικαστής του ΣτΕ, ένας δικαστής του Αρείου Πάγου και ένας εκπρόσωπος του ΝΣΚ, ενώ παράλληλα προβλέφθηκε το δικαίωμα άσκησης αγωγής ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων. 

Από την περάτωση της διαιτητικής διαδικασίας στο πλαίσιο του ΟΜΕΔ και συγκεκριμένα από τη στιγμή που δεν ασκούνταν έφεση κατά της απόφασης της πρωτοβάθμιας επιτροπής του ΟΜΕΔ ή διαφορετικά από την έκδοση της απόφασης της δευτεροβάθμιας επιτροπής του ΟΜΕΔ, η διαιτητική απόφαση ανέπτυσσε πλέον κανονιστική ισχύ, δηλαδή άμεση και αναγκαστική ισχύ επί των όρων εργασίας των εργαζομένων που υπάγονταν στο πεδίο εφαρμογής της.

Πλέον, με τη ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 99, που τροποποιεί τη διάταξη του άρθρου 16Β του ν. 1876/1990, προβλέπεται ότι η άσκηση της αγωγής κατά της διαιτητικής απόφασης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθήνας και αντίστοιχα σε περίπτωση έκδοσης Δ.Α. από τη δευτεροβάθμιας επιτροπής ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ ΤΗΝ ΙΣΧΥ ΤΗΣ ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΜΕΝΗΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Ή ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ.

Επί της ουσίας και λαμβανομένης υπόψη της μονοετούς διάρκειας που προσδίδουν οι διαιτητικές επιτροπές του ΟΜΕΔ στις διαιτητικές τους αποφάσεις, έως την τελεσιδικία της δικαστικής απόφασης επί της αγωγής κατά του κύρους της διαιτητικής απόφασης η Δ.Α. θα έχει λήξει και οι όροι εργασίας θα ρυθμίζονται για όλο αυτό το χρονικό διάστημα σε επίπεδο ατομικής διαπραγμάτευσης και στο επίπεδο άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη. 

Πρόκειται για έναν ακόμα περιορισμό που έρχεται σε συνέχεια των προβλέψεων του Ν. 4635/2019, που μετέτρεψε τη διαιτησία από κανόνα σε περίπτωση αποτυχίας των συλλογικών διαπραγματεύσεων σε εξαίρεση που αφορά μόνο τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, και ο οποίος τείνει στην ολική κατάλυση του συνταγματικού δικαιώματος της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία και ενώ αυτό αναγνωρίστηκε πανηγυρικά με την απόφαση 2307/2014 της Ολομέλειας του ΣτΕ.


Αθήνα, 09 Ιουνίου 2021

ΝΙΚΟΛΑΟΣ Ε. ΡΟΥΚΛΙΩΤΗΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Δ. ΠΕΡΠΑΤΑΡΗ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ

Δ.Μ.Σ. ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Email: NIK.ROUKLIOTIS@YAHOO.GR


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου