Παρασκευή 30 Ιουλίου 2021

Εμβολιασμός και κοινωνία: Μια πολιτική οικονομία των εμβολίων (Του Γρηγόρη Γεροτζιάφα )

 


Του Γρηγόρη Γεροτζιάφα, καθηγητή αιματολογίας του Πανεπιστημίου της Σορβόννης και διευθυντή του τομέα Θρόμβωσης – Αιμόστασης του Service d’Hématologie Biologique του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Tenon

Τo ερευνητικό κέντρο που διευθύνει ο Γρ. Γεροτζιάφας αναπτύσσει ερευνητικά και εκπαιδευτικά προγράμματα χρηματοδοτούμενα από τις εταιρείες Sanofi, Pfizer, Leo, Stago.

Πηγή: The Press Project  (αναδημοσίευση απο το info-war.gr)


H συζήτηση για τον εμβολιασμό πρέπει να γίνει σε μια πραγματική βάση και όχι στα πλαίσια μιας ιδεολογικής ή πολιτικής αντιπαράθεσης.

 Για τον λόγο αυτό πρέπει να να κάνουμε μια απόπειρα αναγνώρισης της θέσης της Ελλάδας μέσα στη δυναμική της πανδημίας, στην εφαρμογή των διεθνών κατευθυντηρίων οδηγιών για την αντιμετώπιση της νόσου COVID-19 στο πλαίσιο των οργανωμένων υπηρεσιών υγείας μετά από 15 μήνες πανδημίας και να συμφωνήσουμε στην απάντηση 3 κομβικών ερωτήσεων.

1. Η πανδημία είναι αληθινή ή αντιμετωπίζουμε μία «υπερβολή» των καθεστώτων της Δύσης, μία υπερμεγέθυνση ενός πραγματικού μεν (νέος ιός, νέα ασθένεια) αλλά διαχειρίσιμου προβλήματος (με τις μεθόδους και τα εργαλεία που διαθέταμε και κυρίως χωρίς πίεση χρόνου) που δίνει τη δυνατότητα στα καθεστώτα αυτά να επιβάλλουν τη βιοπολιτική καταστολή και να προωθήσουν αντιλαϊκά μέτρα, καθώς επίσης και στην Big Pharma να αποκομίσει αστρονομικά κέρδη;

2. Ο ιός SARS–CoV-2 είναι επικίνδυνος για τη δημόσια υγεία ή είναι ένας ιός της κατηγορίας του ιού της γρίπης; Αντίστοιχα, η COVID-19 είναι μια ασθένεια ισοδύναμη της γρίπης;

3. Τα εμβόλια είναι αποτελεσματικά και ασφαλή ή βρίσκονται ακόμη σε πειραματική φάση;

Για να απαντήσουμε στα ερωτήματα αυτά, θα μπορούσαμε να κάνουμε παράθεση των αποτελεσμάτων πλήθους επιδημιολογικών δεδομένων από όλες τις χώρες του πλανήτη, που δείχνουν την επίδραση της πανδημίας του SARS–CoV-2 στην υγεία του παγκόσμιου πληθυσμού, ώστε να πείσουμε και εκείνους που δεν πείθονται από τα 4.000.000 νεκρών από COVID-19 (και μην ξεχνούμε ότι τα νούμερα αυτά αφορούν σε μεγάλο μέρος κοινωνίες με αναπτυγμένη ιατρική και υψηλού επιπέδου συστήματα περίθαλψης).

Μπορούμε να δείξουμε τα αποτελέσματα πλήθους νεκροτομικών μελετών και αναλύσεων κλινικο-βιολογικών παραμέτρων που έγιναν μέσα στους πρώτους δύο μήνες από την έναρξη της πανδημίας και τεκμηριώνουν ότι η λοίμωξη με τον SARS–CoV-2 και η COVID-19 είναι μια σοβαρή νόσος, που προκαλεί σημαντικές διαταραχές στην πήξη του αίματος και στα αγγεία, διαταραχές που μένουν μέχρι και 60 μέρες μετά τη διάγνωσή της, ανεξάρτητα από την ηλικία των ασθενών ή την κλινική βαρύτητα της νόσου.

Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα αποτελέσματα επιδημιολογικών μελετών από τις ΗΠΑ, την Ευρώπη, την Κίνα, το Ιράν, τη Λατινική Αμερική, τη Ρωσία που δείχνουν ότι η πλειοψηφία των ασθενών με COVID-19 (συμπεριλαμβανομένων των παιδιών) είναι ασυμπτωματικοί ή αναπτύσσουν ήπια νόσο αλλά μεταδίδουν τον ιό. Αλλά περίπου το 15% των ασθενών αναπτύσσουν σοβαρή νόσο και χρειάζονται νοσοκομειακή περίθαλψη σε συμβατικούς θαλάμους νοσηλείας, ενώ ένα 5% των ασθενών υποφέρουν από κρίσιμη νόσο και χρειάζονται περίθαλψη σε μονάδες εντατικής θεραπείας. 

Μια άλλη διάσταση της σοβαρότητας της νόσου είναι η θρόμβωση που είναι η βασική αιτία θανάτου από COVID-19. 

Πράγματι, η θνησιμότητα αυξάνεται πάνω από 2 φορές σε ασθενείς με τη νόσο που εμφανίζουν φλεβική θρομβοεμβολή σε σχέση με ασθενείς με τη νόσο αλλά χωρίς την φλεβική θρομβοεμβολή. Αξίζει να σημειωθεί ότι περίπου το 38% των ασθενών που έπασχαν από COVID-19 και που κατέληξαν στο σπίτι τους είχαν φλεβική θρομβοεμβολή, ενώ το 12% είχε πνευμονική εμβολή. Κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας, το 7% των ασθενών που νοσηλεύονταν στους συμβατικούς θαλάμους και το 30% αυτών που νοσηλεύονταν στις ΜΕΘ πανεπιστημιακών νοσοκομείων που παρέχουν υψηλού επιπέδου περίθαλψη στο Λονδίνο, στο Παρίσι, και στη Νέα Υορκη πάθαιναν συμπτωματική φλεβική θρομβοεμβολική νόσο ενώ έπαιρναν τα συνιστώμενα σχήματα φαρμακευτικής θρομβοπροφύλαξης. Στην ίδια περίοδο, δηλαδή Μάρτης – Απρίλης 2020, η θνητότητα στις ΜΕΘ αυτών των νοσοκομείων ήταν της τάξης του 60% (όσο ήταν στην Ελλάδα στο τέλος του 3ου κύματος) ενώ σήμερα στα ίδια νοσοκομεία όπως και στον Ευρωπαϊκό μέσο όρο η θνητότητα των ασθενών που νοσηλεύονται στις ΜΕΘ είναι της τάξης του 30%. 

Αντίθετα, στην Ελλάδα, όπου οι «ΜΕΘ» (που ορίζονται ως ο συνδυασμός ενός αναπνευστήρα με ένα κρεβάτι) φτιάχτηκαν κυριολεκτικά σε μια νύχτα χωρίς εξειδικευμένο και εκπαιδευμένο ιατρονοσηλευτικό προσωπικό, είχαν τις γνωστές και καθόλα αναμενόμενες συνέπειες (θνητότητα που έφθασε μέχρι 100%).

Μπορούμε να αναλύσουμε τις κλινικές μελέτες που δείχνουν ότι η έγκαιρη διάγνωση και θεραπευτική αντιμετώπιση της COVID-19 (με τις συνιστώμενες θεραπευτικές στρατηγικές) στους ασθενείς με υψηλό κίνδυνο επιδείνωσης, έχει ως αποτέλεσμα την ελάττωση έως και 50% του κινδύνου νοσηλείας στη ΜΕΘ και την ελάττωση της θνητότητας. 

Αυτό βέβαια ισχύει για τις χώρες όπου υπάρχει ένα έστω και προβληματικό δίκτυο πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Δηλαδή

υπάρχουν γιατροί στην κοινότητα (γενικοί γιατροί ή παθολόγοι) που ανέλαβαν να παρακολουθήσουν ασθενείς στο σπίτι και να εφαρμόσουν θεραπευτικά πρωτόκολλα καθοδηγούμενοι και εκπαιδευόμενοι από ομάδες κυρίως πανεπιστημιακών κέντρων. Στην Ελλάδα, ενώ υπάρχει ένα πλήθος αξιόλογων γιατρών στην κοινότητα, αυτοί έμειναν κατά την διάρκεια του 2ου και 3ου κύματος (και ίσως μένουν ακόμη και σήμερα) χωρίς συστηματική εκπαίδευση, χωρίς καθοδήγηση με αποτέλεσμα να συνταγογραφούν ό,τι μπορούν να ακούσουν και να καταλάβουν από τις πληροφορίες που κυκλοφορούν (ας κοιτάξει κάποιος μέχρι πότε συνταγογραφούνταν στην Ελλάδα η υδροξυχλωροκίνη και τα αντιβιοτικά στους αρρώστους με COVID-19).

Μπορούμε τέλος να δείξουμε τα αποτελέσματα των μελετών φάσης ΙΙΙ που αποδεικνύουν ότι τα εμβόλια – όλα τα εμβόλια – κατά του SARS–CoV-2 (α) είναι ασφαλή και αποτελεσματικά κατά 90% στην πρόληψη της νοσηλείας και στη βαρύτητα της νόσησης (β) ελαττώνουν κατά 50% την μετάδοση του SARS–CoV-2 σε ανθρώπους που ζουν στον ίδιο χώρο και (γ) σε επίπεδο κοινότητας, για κάθε 20% των πολιτών που εμβολιάζονται ο αριθμός των θετικών tests στους ανεμβολίαστους πολίτες μειώνεται κατά 2 φορές. Δηλαδή διακόπτεται η αλυσίδα μετάδοσης του ιού. Άρα πέφτει η νοσηρότητα και η θνητότητα στο σύνολο του πληθυσμού της κοινότητας.

Ωστόσο, η ενημερωτική αξία προς το ευρύ κοινό, όλων των επιστημονικών δεδομένων σχετικοποιείται μπροστά στη δύναμη της δήλωσης του Άνχελ Μοράλες, εκπροσώπου των Ιθαγενικών Λαών της Βολιβίας, όπως καταγράφηκε από τη Λαμπρινή Θωμά κατά την αποστολή του The Press Project στη Βενεζουέλα:

«Το βασικότερο πρόβλημα της χώρας αυτή την ώρα είναι η πανδημία, και μαζί τα οικονομικά προβλήματα που ήρθαν. Αγωνιζόμαστε για την απελευθέρωση των πατεντών των εμβολίων γιατί δεν έχουμε να πληρώσουμε τέτοιο κόστος, αυτός είναι ο πιο μεγάλος μας αγώνας. Ύστερα, είναι ο φόβος για νέο πραξικόπημα».

Η είδηση των διαδηλώσεων στη Νότια Αφρική (όπου το ποσοστό εμβολιασμένων πολιτών είναι κάτω του 10%), με αίτημα την επιτάχυνση του εμβολιασμού κατά του SARS–CoV-2 αναδεικνύει τις τεράστιες επιπτώσεις του «εθνικισμού των εμβολίων» στην καθυστέρηση της αντιμετώπισης της πανδημίας. Αυτή η καθυστέρηση σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας έχει ως συνέπεια την αύξηση του κινδύνου εμφάνισης νέων ανθεκτικών ή πιο μεταδοτικών μεταλλάξεων.

Οι διαδηλώσεις στη Νότιο Αφρική όπως και οι δηλώσεις του Άνχελ Μοράλες μας οδηγούν σε ένα ακόμη συμπέρασμα, ή για να είμαστε ακριβείς μας υπενθυμίζουν μια γνώση που στις «αναπτυγμένες» νεοφιλελεύθερες κοινωνίες της Ευρώπης έχουμε ξεχάσει: Η αντιμετώπιση των ασθενειών και κατά κύριο λόγο των μολυσματικών ασθενειών όπως η COVID-19 γίνεται μέσα στην κοινότητα και είναι υπόθεση του λαού και του κράτους.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και κατά συνέπεια οι κυβερνήσεις των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πιστές στο νεοφιλελεύθερο δόγμα και υποστηριζόμενες από επιστήμονες που εντάσσονται στην νεοφιλελεύθερη σχολή, αντιμετωπίζουν την πανδημία με μια στρατηγική που βασίζεται στον εμβολιασμό (ο οποίος παρουσιαζόταν ως πανάκεια) και στην εφαρμογή των μέτρων φυσικής και κοινωνικής αποστασιοποίησης (stop and go) που καθορίζεται από μια νοσοκομειοκεντρική αντιμετώπιση των ασθενών με COVID-19 ή από την ανάγκη λειτουργίας της οικονομίας (σχηματικά, όταν αρχίζουν να γεμίζουν τα νοσοκομεία γίνεται lockdown το οποίο ανοίγει όταν χρειάζεται να δουλέψει η οικονομία). Η μέτρηση του αριθμού των κρουσμάτων όπως και των επιπέδων του ιού στα λύματα είναι πρόδρομοι δείκτες πρόβλεψης της τάσης νοσηρότητας άρα και του κορεσμού των νοσοκομείων.

Ο τρόπος που τα κράτη της ΕΕ έχουν διαχειριστεί το εμβόλιο εγγράφεται στο ίδιο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο: η κυβέρνηση «κάνει ό,τι χρειάζεται» για να προμηθευτεί και να διαθέσει το εμβόλιο το οποίο σε μια διαδικασία «ψεκάστε-σκουπίστε-τελειώσατε» θα εξαφανίσει την πανδημία. Οι πολίτες έχουν την ευχέρεια να χρησιμοποιήσουν τη «στιγμιαία» υπηρεσία που τους προσφέρει το κράτος και αν δεν το κάνουν είναι ατομική τους ευθύνη και θα τιμωρηθούν ενώ αν το κάνουν θα επιβραβευθούν. Εξ ου και το «υγειονομικό διαβατήριο».

Από τον Σεπτέμβρη ενημερώνουμε τους policy makers σχετικά με τα προβλήματα του εμβολιαστικού πλάνου και ότι έπρεπε να επεξεργαστούν σχέδιο Β. 

Ήταν γνωστό ότι θα υπάρξει πρόβλημα:

1. Στην παραγωγή, όπου τρεις εταιρείες, εκ των οποίων οι δύο αμερικάνικες, θα πρέπει να καλύψουν τη ζήτηση σε ΗΠΑ, ΕΕ, ΗΒ και στην παγκόσμια αγορά,

2. Στη διάθεση των προϊόντων (π.χ. όταν άρχισε ο μαζικός εμβολιασμός στις ΗΠΑ είχαμε έλλειψη εμβολίων στην ΕΕ),

3. Στον κίνδυνο εμφάνισης μεταλλαγμένων στελεχών με υψηλότερη μεταδοτικότητα που θα ανεβάσουν το κατώφλι του τείχους ανοσίας στην κοινότητα,

4. Στην εμφάνιση στελεχών του ιού με αυξημένη ανθεκτικότητα στα υπάρχοντα εμβόλια,

5. Στην κινητοποίηση του συνόλου του πληθυσμού για τον εμβολιασμό ώστε να επιτευχθούν γρήγορα τα υψηλά ποσοστά που χρειάζονται για την οικοδόμηση αποτελεσματικού τείχους ανοσίας,

6. Στην ανισότητα διάθεσης εμβολίων μεταξύ πλουσιότερων και φτωχότερων χωρών αλλά και μεταξύ πλουσιότερων και φτωχότερων πολιτών μέσα στην ίδια χώρα (πάντα υπέρ των πλουσίων).

Στον αντίποδα, τα κράτη της ΕΕ απέχουν συστηματικά από οποιαδήποτε χρηματοδότηση που θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανάπτυξη των συστημάτων υγείας για να προσφερθεί περίθαλψη στους ασθενείς με COVID-19, καθώς κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από το νεοφιλελεύθερο λογισμικό των κυβερνήσεων και των think tanks που τις πλαισιώνουν.

Σήμερα γίνεται σαφές ότι τόσο στην Ελλάδα όσο και σε επίπεδο ΕΕ η στρατηγική διαχείρισης της πανδημίας έχει αποτύχει. 

Το 4ο κύμα – όπως αναμενόταν – έχει ήδη ξεκινήσει, έχουμε ένα νέο μεταδοτικότερο στέλεχος του SARS–CoV-2 (μετάλλαξη Δ) που προκαλεί COVID-19 της ίδιας βαρύτητας όπως και τα προηγούμενα στελέχη, η έναρξη του εμβολιαστικού προγράμματος καθυστέρησε (όπως αναμενόταν) με συνέπεια να μπούμε στην τουριστική περίοδο με υψηλό ιικό φορτίο και με ποσοστό εμβολιασμένου πληθυσμού της τάξης του 40% που είναι σημαντικά χαμηλότερο από το απαιτούμενο για την επίτευξη έστω και προσωρινού τείχους ανοσίας.

Στο σημείο αυτό πρέπει να ορίσουμε με σαφήνεια τους στόχους της τρέχουσας πολιτικής αντιμετώπισης της πανδημίας που είναι:

Η ελάττωση της κυκλοφορίας του ιού

Η περίθαλψη των ασθενών

Η επιδημιολογική επιτήρηση

Ο εμβολιασμός στο επίπεδο του 80% του πληθυσμού είναι επιμέρους στόχος και γίνεται δύσκολο να επιτευχθεί γρήγορα σε παγκόσμιο επίπεδο.

Δεν αρκεί το εμβόλιο από μόνο του για να αντιμετωπιστεί η οξεία φάση της πανδημίας και οι συνέπειές της COVID-19 στην υγεία των πολιτών. Αυτό είναι μια εδραιωμένη γνώση.

Εδώ και ένα χρόνο πολλοί γιατροί και διακεκριμένοι επιστήμονες από όλον τον κόσμο στα πλαίσια της VAS European Foundation of Angiology, είχαμε με σαφήνεια τοποθετηθεί δημόσια και ενημερώσαμε σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ανάγκη εκπόνησης μιας συνολικής και ισορροπημένης στρατηγικής για την αντιμετώπιση της πανδημίας σε βάθος χρόνου – καθώς γνωρίζουμε ότι οι πανδημίες δεν τελειώνουν σε λίγους μήνες.

Η σημερινή στρατηγική διαχείρισης της πανδημίας είναι «μερική» και μονοδιάστατη. 

Είναι μερική επειδή η επιδημιολογική επιτήρηση είναι ασυνεχής και αποσπασματική.

 Είναι μονοδιάστατη επειδή η έγκαιρη περίθαλψη των ασθενών με COVID-19 είναι από ανύπαρκτη έως ανοργάνωτη (με διάφορες παραλλαγές και διαβαθμίσεις από χώρα σε χώρα).

 Έναν χρόνο μετά την έναρξη της πανδημίας, η αντιμετώπιση των ασθενών συνεχίζει να γίνεται εντός νοσοκομείου, σε ασθενείς με βαριά κλινική εικόνα που χρειάζονται παρατεταμένη νοσηλεία είτε σε συμβατικούς θαλάμους είτε σε μονάδες εντατικής θεραπείας με τις γνωστές συνέπειες.

Η βαρύτητα εκδήλωσης της COVID-19 αλλά και η τελική της έκβαση καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τον συνδυασμό των κοινωνικών, οικονομικών και περιβαλλοντικών συνθηκών όπου ζουν οι πολίτες, καθώς επίσης και από την ποιότητα της περίθαλψης από το πρωτοβάθμιο έως το τριτοβάθμιο επίπεδο που προσφέρεται από το κράτος. 

Τέλος, η επιβράδυνση της διασποράς των αερομεταδιδόμενων λοιμώξεων όπως αυτή του SARS–CoV-2 βασίζεται στην εφαρμογή μη φαρμακευτικών παρεμβάσεων, όπως είναι τα μέτρα φυσικής αποστασιοποίησης (πχ. μάσκες, τήρηση αποστάσεων κλπ.) ή κοινωνικής αποστασιοποίησης (lockdown τοπικά ή εθνικά, απαγόρευση κυκλοφορίας κλπ.) σε συνδυασμό με στοχευμένη, συστηματική και αποτελεσματική επιδημιολογική επιτήρηση.

Ας δούμε τώρα ποιο είναι το προφίλ των ασθενών με υψηλή πιθανότητα εμφάνισης σοβαρής ή κρίσιμης νόσου. 

Περίπου το 65% των ασθενών με κρίσιμη νόσο που νοσηλεύονται σε ΜΕΘ και το 40% με σοβαρή νόσο που νοσηλεύονται σε συμβατικές νοσοκομειακές μονάδες, πάσχουν από αγγειακές παθήσεις ή διαθέτουν παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις, όπως είναι η υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης και η παχυσαρκία (με δείκτη μάζας σώματος μεγαλύτερο από 30). 

Το άρρεν φύλλο και η αυξημένη ηλικία είναι επίσης παράγοντες κινδύνου για σοβαρή νόσο, αλλά ο κίνδυνος επιδείνωσης αυξάνεται περαιτέρω όταν συνδυάζεται με αγγειακές συννοσηρότητες. 

Αυτό σημαίνει ότι ένας άνδρας 45 ετών, βάρους 100 κιλών και ύψους 1.78 μέτρων έχει τον ίδιο κίνδυνο σοβαρού COVID-19 με έναν άνδρα 75 ετών, βάρους 70 κιλών και ύψους 1.78 μέτρων. 

Πολίτες με COVID-19 και καρδιακή ανεπάρκεια, καρδιακή αρρυθμία ή χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια ή κάποιου είδους ανοσοκαταστολή έχουν αυξημένες πιθανότητες θανάτου. 

Ασθενείς με COVID-19 που υποφέρουν από καρκίνο έχουν διπλάσιο ποσοστό θνησιμότητας.

Όταν έχουμε στοιχειώδη γνώση του επιπολασμού αυτών των παθολογικών καταστάσεων, ξέρουμε ότι αφορούν σημαντικό μέρος των ανθρώπων που συναντούμε στην καθημερινότητά μας με τους οποίους δουλεύουμε, διασκεδάζουμε, φλερτάρουμε.

Η βαρύτητα της νόσου COVID-19 και ο κίνδυνος θανάτου από αυτή σχετίζεται άμεσα με κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες. 

Η κατοικία σε υποβαθμισμένες περιοχές – κυρίως αστικές – και οι εθνικές μειονότητες με περισσότερες ανισότητες και συννοσηρότητες εμφανίζουν αυξημένη πιθανότητα θανάτου από την COVID-19. 

Η σφοδρότητα της υγειονομικής κρίσης δεν είναι ίδια μεταξύ των πλουσιότερων και των φτωχότερων χωρών.

 Αντίστοιχα ο κίνδυνος σοβαρού COVID-19 ή θανάτου από αυτό είναι σημαντικά υψηλότερος στις περιοχές όπου ζουν και εργάζονται οι φτωχότερες κοινωνικές τάξεις, στις περιοχές με ρύπανση του περιβάλλοντος, στις περιοχές με μεγάλη πυκνότητα πληθυσμού, με υψηλή ανεργία ή με μεγάλη ένταση εργασίας.

 Η πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας είναι καθοριστικός παράγοντας για την εξέλιξη της νόσου. 

Η μόλυνση του περιβάλλοντος δρα πολλαπλασιαστικά τόσο στη μεταδοτικότητα του ιού όσο και στον κίνδυνο εκδήλωσης σοβαρής COVID-19 ή θανάτου από τη νόσο.

Έτσι, κατά τα προηγούμενα επιδημικά κύματα, περιοχές όπως της δυτικής Αττικής, της δυτικής Θεσσαλονίκης, του βόρειου Παρισιού κλπ., που παρουσιάζουν αυξημένη πυκνότητα πληθυσμού, περιβαλλοντική αποδόμηση, ατμοσφαιρική ρύπανση, φτώχεια και κοινωνικές ανισότητες, χτυπήθηκαν πιο σκληρά από την πανδημία σε σύγκριση με τις «καλές» και εύπορες περιοχές των ίδιων πόλεων. 

Με λίγα λόγια ένας «υγιής» 40χρονος βιομηχανικός εργάτης που ζει στη δυτική Αττική έχει έως και δέκα φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να μολυνθεί από τον SARS–CoV-2, να νοσήσει με βαρύ COVID-19 και να πεθάνει, σε σύγκριση με έναν καλοστεκούμενο 80χρονο κύριο των βορείων προαστίων της Αθήνας.

 Αντίστοιχα, η συχνότητα λοίμωξης και εμφάνισης σοβαρού COVID-19 στο ιατρονοσηλευτικό προσωπικό είναι σημαντικά υψηλότερη σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό.

Όλα τα παραπάνω είναι βασικά κομμάτια του εξαιρετικά σύνθετου puzzle της πανδημίας.

 Ας δούμε τώρα ποια είναι η κατάσταση στην Ελλάδα και τι προβλέπεται για το φθινόπωρο.

«Το εμβόλιο θα μας δώσει την ελευθερία μας και τον Σεπτέμβριο η πανδημία θα είναι πίσω μας», ανακοίνωσαν ο Πρωθυπουργός και ο Υπουργός Υγείας στις αρχές Ιουνίου. 

Το εμβόλιο «ανοίγει τα πανιά προς τη γαλάζια ελευθερία και την ανάπτυξη», έλεγε το κυβερνητικό marketing. 

Τον Ιούνιο «άνοιξε ο τουρισμός με ξεγνοιασιά και γεύση ελευθερίας».

 Μέσα σε 20 ημέρες το τοπίο άλλαξε άρδην. 

Η ελευθερία αντικαταστάθηκε από την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού και τα lockdown των τουριστικών προορισμών άρχισαν να μπαίνουν στην ημερήσια διάταξη. 

Η συζήτηση για την «πανδημία που αφήνουμε πίσω μας» αντικαταστάθηκε από τον προσδιορισμό των «προνομίων των εμβολιασμένων». 

Oι ελεγείες για «ηρωικό» ΕΣΥ που άντεξε στην πανδημία αντικαταστάθηκαν από τα σχέδια συνεργασίας του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα (με όρους κυριαρχίας του δεύτερου).

Ξαφνικά μέσα στον Ιούνιο προέκυψε η μετάλλαξη Δ, της οποίας η παρουσία στον ελληνικό και ευρωπαϊκό χώρο ήταν γνωστή από τον Απρίλη. Ξαφνικά, τέλος Ιουνίου είδαμε το επερχόμενο 4ο κύμα, ενώ ο υψηλός κίνδυνος ενός 4ου κύματος είχε με σαφήνεια περιγραφεί από τον Απρίλιο, τόσο στη διεθνή βιβλιογραφία όσο και στην Ελλάδα.

 Ο Σεπτέμβρης θα ξεκινήσει με μια πιο μεταδοτική μορφή του ιού, με επίπεδα εμβολιασμού στις περιοχές με μεγάλη νοσηρότητα και θνητότητα από COVID-19 (πχ. δυτική Αττική, δυτική Θεσσαλονίκη) σημαντικά χαμηλότερα από τον εθνικό μέσο όρο, με νοσοκομεία σε κρίση και με ένα ιατρονοσηλευτικό προσωπικό κουρασμένο, με χαμηλό ηθικό και σε υψηλό κίνδυνο να μολυνθεί και να νοσήσει με COVID-19 και να μολύνει τους νοσηλευόμενους ασθενείς, αν δεν έχει εμβολιαστεί. 

Την ίδια στιγμή, είναι εντυπωσιακό ότι μέχρι σήμερα δεν έχει ανακοινωθεί οποιαδήποτε σκέψη, συζήτηση ή πρόγραμμα για να καθοριστούν έγκαιρα και με διαφάνεια οι όροι και οι τιμές ένταξης των ιδιωτικών θεραπευτηρίων στην αντιμετώπιση των αναγκών περίθαλψης των ασθενών που θα χρειαστούν νοσηλεία κατά την αναμενόμενη κορύφωση του 4ου κύματος.

Μέσα στους επόμενους 2- 3 μήνες είναι αντικειμενικά αδύνατον να οργανωθεί οποιοδήποτε αποτελεσματικό δίκτυο παροχής περίθαλψης στην κοινότητα των ασθενών με COVID-19, να αναδιοργανωθούν τα νοσοκομεία και να οργανωθεί αποτελεσματική επιδημιολογική επιτήρηση ακόμη και αν τη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης αναλάμβανε η Justice League.

Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους πρέπει να προσπαθήσουμε ώστε η μετάλλαξη Δ να μην κυριαρχήσει σύντομα εφαρμόζοντας μέτρα φυσικής αποστασιοποίησης (μάσκες, αποστάσεις κλπ.) και να εμβολιαστεί το μεγαλύτερο δυνατόν ποσοστό του πληθυσμού, κυρίως των περιοχών όπου η μετάδοση του ιού γίνεται ευκολότερα λόγω των συνθηκών ζωής και εργασίας, ρύπανσης του περιβάλλοντος κλπ. και οι πολίτες κινδυνεύουν περισσότερο να παρουσιάσουν βαριά μορφή της COVID-19.

Στην παρούσα φάση της πανδημίας και γνωρίζοντας ότι βρισκόμαστε ακόμη στην καρδιά της, μακριά από το τέλος της, ο καθολικός, μαζικός και γρήγορος εμβολιασμός στοχεύει:

να διακόψει κατά το δυνατόν τις αλυσίδες μετάδοσης

να ελαττώσει τη δυναμική του κύματος νοσηλειών ασθενών με σοβαρό COVID-19 το ερχόμενο φθινόπωρο και χειμώνα

Αυτό τον σκοπό υπηρετεί ο υποχρεωτικός εμβολιασμός για τις επαγγελματικές ομάδες που βρίσκονται σε κίνδυνο να νοσήσουν ή να διασπείρουν τον ιό. Για τον λόγο αυτό τίθεται κατά προτεραιότητα ο υποχρεωτικός εμβολιασμός του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού

Βέβαια η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση εργαλειοποιεί αυτή την ανάγκη προκειμένου να προωθήσει τη βασική της ατζέντα, που είναι η προώθηση της απαξίωσης της εργασίας, η ενίσχυση του διευθυντικού δικαιώματος και στα ζητήματα υγείας των εργαζομένων και η εγκαθίδρυση καθεστώτος εργοδοτικής αυθαιρεσίας με πρόσχημα την υγειονομική κρίση. Η ανατροπή αυτής της πολιτικής είναι καθήκον των αριστερών κομμάτων και των συνδικαλιστικών δυνάμεων.

Ωστόσο, πρέπει να γνωρίζουμε ότι η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού δεν είναι καινούργια έννοια ούτε για την Ελλάδα ούτε για την ΕΕ. 

Στην ιστοσελίδα του γαλλικού υπουργείου υγείας βρίσκουμε την επικαιροποιημένη λίστα 11 υποχρεωτικών εμβολίων. Η συζήτηση περί υποχρεωτικότητας είναι παρωχημένη και το ερώτημα έχει ήδη απαντηθεί από τη δεκαετία του 1970. Για τον λόγο αυτό έχει μεγάλη σημασία η απάντηση που δίνουμε στα 3 βασικά ερωτήματα που τέθηκαν στην εισαγωγή του παρόντος άρθρου.

 Ο πυρήνας της άρνησης του εμβολιασμού, κυρίως από μια ομάδα επιστημόνων που εμφανίζονται υπέρμαχοι του ατομικού δικαιώματος στην άρνηση του εμβολιασμού, βρίσκεται στην αρνητική απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα. Ας είμαστε τουλάχιστον ειλικρινείς.

Τέλος υπάρχει μια συστηματική επίθεση κατά του εμβολισμού που προβάλει το ατομικό δικαίωμα του πολίτη σε σχέση με το σώμα του και την ιατρική πράξη, και συναρτάται με το επιχείρημα της ασφάλειας των εμβολίων και την κατηγοριοποίηση των ομάδων που πρέπει να εμβολιαστούν κατά προτεραιότητα. 

Η θεωρία αυτή διατυπώνεται με αξιοπρόσεκτα ίδιο τρόπο από συγκεκριμένη ομάδα επιστημόνων στην Ελλάδα, και αντίστοιχους στη Γαλλία, στις ΗΠΑ κλπ.

 Όσον αφορά στη Γαλλία, κάποιοι από αυτούς συνδέονται με τα ακροδεξιά κόμματα της Le Pen και του Philippot και στις ΗΠΑ συνδέονται με τμήμα της τραμπικής δεξιάς. 

Κάνει ιδιαίτερη εντύπωση ότι οι επιστήμονες αυτοί, που εμφανίζονται ένθερμοι υπέρμαχοι του ατομικού δικαιώματος άρνησης του εμβολιασμού (έτσι, γενικά, ενώ η συζήτηση γίνεται για ειδικές κατηγορίες επαγγελμάτων όπως οι υγειονομικοί), δεν είπαν ούτε μια λέξη καταγγελίας για την παραβίαση της συνταγματικής νομιμότητας όταν ασκούνταν κρατική καταστολή στις πλατείες της Νέας Σμύρνης και των άλλων πόλεων της Ελλάδας ή όταν η κυβέρνηση απαγόρευε τις διαδηλώσεις. 

Δεν αντιλήφθηκαν την παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων στην αξιοπρεπή εργασία που έφερε ο νόμος Χατζηδάκη ώστε να κάνουν τις αντίστοιχες και απαιτούμενες δημόσιες δηλώσεις. 

Δεν αντιλήφθηκαν την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις επαναπροωθήσεις των προσφύγων και στους προσφυγικούς καταυλισμούς.

Δεν έκαναν ούτε μία δημόσια τοποθέτηση για την υγειονομική κρίση και την καταστρατήγηση του δικαιώματος της ισότητας στην περίθαλψη που προκάλεσε η μνημονιακή λαίλαπα στην Ελλάδα.

 Εκτός λοιπόν της ανάγκης να είμαστε ειλικρινείς, πρέπει να καταλαβαίνουμε και πού βρίσκεται η υποκρισία, καθώς όπως γνωρίζουμε καλά η επιστήμη και ο επιστήμονας δεν είναι ουδέτεροι μέσα στην κοινωνία. Το ερώτημα είναι αν υπηρετεί το συμφέρον του λαού ή άλλα συμφέροντα.

Η επιτυχία του εμβολιαστικού προγράμματος προϋποθέτει να έχει γίνει σοβαρή δουλειά για την αύξηση της συναίνεσης του πληθυσμού και η υποχρεωτικότητα ανακύπτει ως επείγον μέτρο όταν έχουμε φτάσει στο πλαφόν του εμβολιασμού του πληθυσμού χωρίς να έχουμε επιτύχει το αναγκαίο επίπεδο για την ανοσία στην κοινότητα. 

Κατά συνέπεια σήμερα πρέπει να δει κανείς εάν η καμπύλη του εμβολιασμού έχει αρχίσει να «πιάνει ταβάνι». Η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι.

 Σχετικά με το ποσοστό του πληθυσμού που χρειάζεται να εμβολιαστεί για να επιτευχθεί το τείχος ανοσίας, σήμερα βρίσκεται στο 80%. 

Άρα πρέπει να εντατικοποιηθούν οι προσπάθειες για να αυξηθεί η συναίνεση του πληθυσμού. 
Αυτό γίνεται με πειθώ, με υπευθυνότητα, με φαντασία, με διαφάνεια και κυρίως με επιχειρήματα. Δεν γίνεται με την ατομική ευθύνη. 
Οι απειλές και η καταστολή έχουν αντίθετο αποτέλεσμα. Ο εμβολιασμός ως δράση στο επίπεδο της πρωτοβάθμιας περίθαλψης απαιτεί κινητοποίηση της κοινότητας.

Ένα άλλο ζήτημα που προέκυψε σχετικά με τον εμβολιασμό είναι τα λεγόμενα προνόμια των εμβολιασμένων. 

Καταρχήν να προσδιορίσουμε το θέμα για το οποίο συζητάμε. 

Το κράτος παρέχει προνόμια σε κάποιον και τιμωρεί κάποιον άλλο με βάση το αν δέχθηκε ή όχι τον εμβολιασμό που του προσφέρθηκε. Σήμερα όμως δεν ισχύει αυτό για δύο λόγους.

 Πρώτον, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος έλλειψης εμβολίων. Το γεγονός ότι τα εμβολιαστικά κύματα σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν ανά ηλικιακή ομάδα είναι αποτέλεσμα αυτής της έλλειψης.

 Δεύτερον, δεν έχουμε σημάδια που να δείχνουν ότι οι πολίτες δεν εμβολιάζονται. Άρα, καθήκον μας είναι να ενισχύσουμε τη διάθεση των πολιτών να εμβολιαστούν. Τέλος υπάρχει το ζήτημα των μέτρων διαχωρισμού εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων για λόγους «δημόσιας υγείας». 

Εδώ τα όρια είναι δυσδιάκριτα.

 Όπως αναφέρει σε μια ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ο δικηγόρος κ. Θανάσης Καμπαγιάννης, θα πρέπει να απαντηθεί μέχρι πού φτάνει αυτή η απαίτηση. 

Τα μέτρα διαχωρισμού που ανακοίνωσε η κυβέρνηση αφορούν αποκλειστικά κάποιες πλευρές της ανθρώπινης δραστηριότητας (εστίαση, ψυχαγωγία, επιλεγμένες μεταφορές, κλπ.). Όμως υπάρχουν πολλαπλάσιες ανθρώπινες δραστηριότητες στις οποίες εμβολιασμένοι και ανεμβολίαστοι θα αλληλεπιδρούν: στα λεωφορεία πηγαίνοντας για δουλειά, στη δουλειά, στον δημόσιο χώρο, κοκ. Πού τελειώνει λοιπόν η απαίτηση διαχωρισμού;

Η εφαρμογή του διαχωρισμού και των προνομίων θέτει θέμα ισότητας των πολιτών και δεύτερον ενισχύει την καχυποψία και το αντιεμβολιαστικό ρεύμα. Δηλαδή στρώνει το έδαφος για να αναπτύξουν την επιρροή τους οι σκοταδιστικοί κύκλοι που προωθούν νεοσυντηρητικές και ολοκληρωτικές πολιτικές. Αυτό το φαινόμενο ήδη παρατηρήθηκε τις προηγούμενες ημέρες τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γαλλία.

Για να επιτευχθούν οι στόχοι του εμβολιαστικού προγράμματος χρειάζεται να εμπνευσθούν οι πολίτες και να συμμετέχουν. Για να εμπνευσθούν οι πολίτες πρέπει να βλέπουν ότι ταυτόχρονα με τον εμβολιασμό, το κράτος:

ξεδιπλώνει ένα δίκτυο περίθαλψης των ασθενών με COVID-19 στην κοινότητα,

προσεγγίζει με ξεχωριστή ευαισθησία τις περιοχές που είναι επικίνδυνες για τη διασπορά του ιού ή τις περιοχές όπου ο κίνδυνος σοβαρής COVID-19 είναι υψηλός,

οργανώνει αποτελεσματική επιδημιολογική επιτήρηση,

ενισχύει το ΕΣΥ ώστε να παρέχεται δωρεάν περίθαλψη και να φροντίζει τους ασθενείς με άλλα νοσήματα που έχουν παραμεληθεί κατά τους τελευταίους 12 μήνες,

τέλος, προστατεύει το εισόδημα και την εργασία των πολιτών, καθώς και τα δύο έχουν πληγεί σφοδρά.

Στην εποικοδομητική αυτή κατεύθυνση κινούνται ήδη οι τοποθετήσεις των κομμάτων της προοδευτικής αντιπολίτευσης και των συνδικαλιστικών οργανώσεων των νοσοκομειακών γιατρών και των νοσηλευτών.

Οι πρόσφατες δηλώσεις του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ και του Γενικού Γραμματέα του ΚΚΕ μεταφέρουν στο ανώτερο πολιτικό–θεσμικό επίπεδο την αδήριτη ανάγκη του μαζικού εμβολιασμού ταυτόχρονα με την ενίσχυση της περίθαλψης και την εντατικοποίηση της επιδημιολογικής επιτήρησης. Βρίσκονται δηλαδή σε απόλυτη συμφωνία με την πιο σύγχρονη ολιστική στρατηγική αντιμετώπισης της πανδημίας όπως έχει διατυπωθεί από 55 διεθνώς αναγνωρισμένους επιστήμονες από 32 χώρες από τις 5 ηπείρους (μεταξύ των οποίων ΗΠΑ, Ρωσία, και Κίνα) και είναι οργανωμένη σε 3 άξονες που πρέπει να αναπτύσσονται ταυτόχρονα:

(1) Prevention: Πρόληψη έναντι της μόλυνσης από SARS-CoV-2,

(2) Detection: Ανίχνευση και έγκαιρη διάγνωση των ασθενών με αυξημένο κίνδυνο επιδείνωσης της COVID-19, και

(3) Anticipation: Πρόνοια για την έγκαιρη χορήγηση ιατρικής φροντίδας (PDA). 

Η στρατηγική PDA για την αντιμετώπιση της πανδημίας και της COVID-19 σχεδιάστηκε με βάση την αρχή «Think globally and act locally» και λαμβάνοντας υπ’ όψιν την εκτίμηση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ότι η μετάδοση του ιού θα αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά όταν το τείχος ανοσίας θα χτιστεί στο σύνολο του παγκόσμιου πληθυσμού.

Σήμερα, η λειτουργία των δημόσιων δομών υγείας και η κοινωνικο-οικονομική σταθερότητα έχουν συσχετιστεί με αποφάσεις βασισμένες στο κέρδος, καθώς τα εμβόλια, οι διαγνωστικές μέθοδοι και οι θεραπείες βασίζονται σε επιχειρηματικά σχέδια λιγότερων από 10 εταιρειών και ελάχιστων περιοχών του πλανήτη. Οι φαρμακευτικές εταιρείες και οι κοινοπραξίες που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη των εμβολίων, των διαγνωστικών τεστ και των θεραπειών για τον COVID-19 οφείλουν να διαχέουν την τεχνική γνώση για τη μαζική παραγωγή των χρήσιμων εργαλείων για τον έλεγχο της πανδημίας. 

Η έλλειψη εμβολίων και η ανισότητα του εμβολιασμού σε παγκόσμιο επίπεδο δείχνουν ότι είμαστε ακόμη αρκετά μακριά από το τέλος της πανδημίας και θέτει στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα του ανοίγματος των πατεντών για όλα τα ιατρικά προϊόντα που σχετίζονται με την πανδημία. Καθώς ο δρόμος που έχουμε να διανύσουμε είναι ακόμη μακρύς, σε αυτή την πρωτόγνωρη κατάσταση το κύριο όπλο μας είναι η αλληλεγγύη και η κοινωνική συνοχή. Η αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας απαιτεί ενημέρωση του λαού σχετικά με τις κατευθυντήριες οδηγίες που εκπονούνται από σώματα ειδικών, διαφάνεια στη λήψη αποφάσεων για θέματα διαχείρισης της πανδημίας, κινητοποίηση για τη διεκδίκηση περίθαλψης και ασφάλειας της εργασίας, ενεργό συμμετοχή στο πρόγραμμα για μαζικό, καθολικό και γρήγορο εμβολιασμό και αλληλεγγύη για τους συνανθρώπους μας που δεν έχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας.

Δήλωση σύγκρουσης συμφερόντων:
Τo ερευνητικό κέντρο που διευθύνει ο Γρ. Γεροτζιάφας αναπτύσσει ερευνητικά και εκπαιδευτικά προγράμματα χρηματοδοτούμενα από τις εταιρείες Sanofi, Pfizer, Leo, Stago.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου