Του Γρηγόρη Γεροτζιάφα, καθηγητή αιματολογίας του Πανεπιστημίου της Σορβόννης και διευθυντή του τομέα Θρόμβωσης – Αιμόστασης του Service d’Hématologie Biologique του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Tenon
Τo ερευνητικό κέντρο που διευθύνει ο Γρ. Γεροτζιάφας αναπτύσσει ερευνητικά και εκπαιδευτικά προγράμματα χρηματοδοτούμενα από τις εταιρείες Sanofi, Pfizer, Leo, Stago.
Πηγή: The Press Project (αναδημοσίευση απο το info-war.gr)
H συζήτηση για τον εμβολιασμό πρέπει να γίνει σε μια πραγματική βάση και όχι στα πλαίσια μιας ιδεολογικής ή πολιτικής αντιπαράθεσης.
Για τον λόγο αυτό πρέπει να να κάνουμε μια απόπειρα αναγνώρισης της θέσης της Ελλάδας μέσα στη δυναμική της πανδημίας, στην εφαρμογή των διεθνών κατευθυντηρίων οδηγιών για την αντιμετώπιση της νόσου COVID-19 στο πλαίσιο των οργανωμένων υπηρεσιών υγείας μετά από 15 μήνες πανδημίας και να συμφωνήσουμε στην απάντηση 3 κομβικών ερωτήσεων.
1. Η πανδημία είναι αληθινή ή αντιμετωπίζουμε μία «υπερβολή» των καθεστώτων της Δύσης, μία υπερμεγέθυνση ενός πραγματικού μεν (νέος ιός, νέα ασθένεια) αλλά διαχειρίσιμου προβλήματος (με τις μεθόδους και τα εργαλεία που διαθέταμε και κυρίως χωρίς πίεση χρόνου) που δίνει τη δυνατότητα στα καθεστώτα αυτά να επιβάλλουν τη βιοπολιτική καταστολή και να προωθήσουν αντιλαϊκά μέτρα, καθώς επίσης και στην Big Pharma να αποκομίσει αστρονομικά κέρδη;
2. Ο ιός SARS–CoV-2 είναι επικίνδυνος για τη δημόσια υγεία ή είναι ένας ιός της κατηγορίας του ιού της γρίπης; Αντίστοιχα, η COVID-19 είναι μια ασθένεια ισοδύναμη της γρίπης;
3. Τα εμβόλια είναι αποτελεσματικά και ασφαλή ή βρίσκονται ακόμη σε πειραματική φάση;
Για να απαντήσουμε στα ερωτήματα αυτά, θα μπορούσαμε να κάνουμε παράθεση των αποτελεσμάτων πλήθους επιδημιολογικών δεδομένων από όλες τις χώρες του πλανήτη, που δείχνουν την επίδραση της πανδημίας του SARS–CoV-2 στην υγεία του παγκόσμιου πληθυσμού, ώστε να πείσουμε και εκείνους που δεν πείθονται από τα 4.000.000 νεκρών από COVID-19 (και μην ξεχνούμε ότι τα νούμερα αυτά αφορούν σε μεγάλο μέρος κοινωνίες με αναπτυγμένη ιατρική και υψηλού επιπέδου συστήματα περίθαλψης).
Μπορούμε να δείξουμε τα αποτελέσματα πλήθους νεκροτομικών μελετών και αναλύσεων κλινικο-βιολογικών παραμέτρων που έγιναν μέσα στους πρώτους δύο μήνες από την έναρξη της πανδημίας και τεκμηριώνουν ότι η λοίμωξη με τον SARS–CoV-2 και η COVID-19 είναι μια σοβαρή νόσος, που προκαλεί σημαντικές διαταραχές στην πήξη του αίματος και στα αγγεία, διαταραχές που μένουν μέχρι και 60 μέρες μετά τη διάγνωσή της, ανεξάρτητα από την ηλικία των ασθενών ή την κλινική βαρύτητα της νόσου.
Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα αποτελέσματα επιδημιολογικών μελετών από τις ΗΠΑ, την Ευρώπη, την Κίνα, το Ιράν, τη Λατινική Αμερική, τη Ρωσία που δείχνουν ότι η πλειοψηφία των ασθενών με COVID-19 (συμπεριλαμβανομένων των παιδιών) είναι ασυμπτωματικοί ή αναπτύσσουν ήπια νόσο αλλά μεταδίδουν τον ιό. Αλλά περίπου το 15% των ασθενών αναπτύσσουν σοβαρή νόσο και χρειάζονται νοσοκομειακή περίθαλψη σε συμβατικούς θαλάμους νοσηλείας, ενώ ένα 5% των ασθενών υποφέρουν από κρίσιμη νόσο και χρειάζονται περίθαλψη σε μονάδες εντατικής θεραπείας.
Μια άλλη διάσταση της σοβαρότητας της νόσου είναι η θρόμβωση που είναι η βασική αιτία θανάτου από COVID-19.
Πράγματι, η θνησιμότητα αυξάνεται πάνω από 2 φορές σε ασθενείς με τη νόσο που εμφανίζουν φλεβική θρομβοεμβολή σε σχέση με ασθενείς με τη νόσο αλλά χωρίς την φλεβική θρομβοεμβολή. Αξίζει να σημειωθεί ότι περίπου το 38% των ασθενών που έπασχαν από COVID-19 και που κατέληξαν στο σπίτι τους είχαν φλεβική θρομβοεμβολή, ενώ το 12% είχε πνευμονική εμβολή. Κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας, το 7% των ασθενών που νοσηλεύονταν στους συμβατικούς θαλάμους και το 30% αυτών που νοσηλεύονταν στις ΜΕΘ πανεπιστημιακών νοσοκομείων που παρέχουν υψηλού επιπέδου περίθαλψη στο Λονδίνο, στο Παρίσι, και στη Νέα Υορκη πάθαιναν συμπτωματική φλεβική θρομβοεμβολική νόσο ενώ έπαιρναν τα συνιστώμενα σχήματα φαρμακευτικής θρομβοπροφύλαξης. Στην ίδια περίοδο, δηλαδή Μάρτης – Απρίλης 2020, η θνητότητα στις ΜΕΘ αυτών των νοσοκομείων ήταν της τάξης του 60% (όσο ήταν στην Ελλάδα στο τέλος του 3ου κύματος) ενώ σήμερα στα ίδια νοσοκομεία όπως και στον Ευρωπαϊκό μέσο όρο η θνητότητα των ασθενών που νοσηλεύονται στις ΜΕΘ είναι της τάξης του 30%.
Αντίθετα, στην Ελλάδα, όπου οι «ΜΕΘ» (που ορίζονται ως ο συνδυασμός ενός αναπνευστήρα με ένα κρεβάτι) φτιάχτηκαν κυριολεκτικά σε μια νύχτα χωρίς εξειδικευμένο και εκπαιδευμένο ιατρονοσηλευτικό προσωπικό, είχαν τις γνωστές και καθόλα αναμενόμενες συνέπειες (θνητότητα που έφθασε μέχρι 100%).
Μπορούμε να αναλύσουμε τις κλινικές μελέτες που δείχνουν ότι η έγκαιρη διάγνωση και θεραπευτική αντιμετώπιση της COVID-19 (με τις συνιστώμενες θεραπευτικές στρατηγικές) στους ασθενείς με υψηλό κίνδυνο επιδείνωσης, έχει ως αποτέλεσμα την ελάττωση έως και 50% του κινδύνου νοσηλείας στη ΜΕΘ και την ελάττωση της θνητότητας.
Αυτό βέβαια ισχύει για τις χώρες όπου υπάρχει ένα έστω και προβληματικό δίκτυο πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Δηλαδή