Κείμενο ομιλίας μου στο πλαίσιο της εκδήλωσης της Διεθνούς Αμνηστίας για την Αστυνομική Βία
14 Ιουνίου 2014
Το κείμενο αυτό αποτελεί την εισήγησή μου στην εκδήλωση της Διεθνούς Αμνηστίας για την παρουσίαση της έκθεσής της για την Αστυνομική βία στην Ελλάδα με τίτλο "Κράτος εν κράτει: Κουλτούρα κακομεταχείρισης και ατιμωρησίας στην ελληνική αστυνομία” . Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στις 4 Απρίλη 2014 στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών. Στην εκδήλωση μίλησαν επίσης ο δημοσιογράφος Μανώλης Κυπραίος, ο συνδικαλιστής φωτορεπόρτερ και πρόεδρος της Ένωσης Φωτορεπόρτερ Ελλάδας Μάριος Λώλος καθώς και η Θεοδώρα Χρυσούλη, εκ μέρους των αγωνιζόμενων κατοίκων της Ιερισσού. Παρέμβαση πραγματοποίησαν επίσης Τούρκοι πολιτικοί πρόσφυγες αναφορικά με τις διώξεις τους από το ελληνικό κράτος.
Καλησπέρα,
Ευχαριστώ όλους και όλες που βρίσκονται σήμερα εδώ και ευχαριστώ επίσης τη Διεθνή Αμνηστία για το συνεχιζόμενο ενδιαφέρον στην υπόθεσή μου. Αν θυμάμαι καλά, η προηγούμενη έκθεση για το θέμα αυτό είχε, πολύ σωστά, τον τίτλο “Αστυνομική βία στην Ελλάδα, όχι μόνο μεμονωμένα περιστατικά” . Η έκθεση που παρουσιάζεται σήμερα έχει τίτλο “Κράτος εν κράτει: Κουλτούρα κακομεταχείρισης και ατιμωρησίας στην ελληνική αστυνομία” και κινείται κατά την άποψή μου σε ακόμα σωστότερη κατεύθυνση. Έχω μόνο μια μικρή, αλλά σημαντική νομίζω παρατήρηση. Ο όρος “κράτος εν κράτη” υπονοεί κατά κάποιο τρόπο πως ένα τμήμα του κράτους -μικρό ίσως- δρα ανεξέλεγκτα και αντίθετα στην δεδηλωμένη βούληση του επίσημου κράτους. Πεποίθησή μου είναι πως η βία είναι δομικό στοιχείο του κράτους και η εντατικοποίηση του φαινομένου στις μέρες μας, στρατηγική επιλογή του. Αυτό θα προσπαθήσω να εξηγήσω και να τεκμηριώσω παρακάτω.
Ας έρθω όμως στη δική μου υπόθεση, η οποία μπορεί λόγο της σοβαρότητάς της να ήρθε πιο έντονα στο προσκήνιο, δεν παύει όμως να αποτελεί απλά, ένα ακόμα παράδειγμα του τρόπου που το κράτος αντιλαμβάνεται το ρόλο του σήμερα. Για όσους δεν γνωρίζουν ή δεν θυμούνται, στην απεργιακή διαδήλωση της 11ης Μαΐου 2011 το μπλοκ της Συνέλευσης Αντίστασης και Αλληλεγγύης Κυψέλης-Πατησίων, στο οποίο συμμετείχα, μεταξύ πολλών άλλων μπλοκ, (συνελεύσεων γειτονιάς, ταξικών σωματείων βάσης, αριστερών και αναρχικών συλλογικοτήτων), δέχθηκε απρόκλητη, συντονισμένη και δολοφονική επίθεση από τις δυνάμεις των ΜΑΤ την ώρα που η πορεία αποχωρούσε συντεταγμένα από το Σύνταγμα. Τον απρόκλητο χαρακτήρα της επίθεσης πιστοποιούν οι μαρτυρίες των συμμετεχόντων, το οπτικοακουστικό υλικό που έχει συλλεχθεί αλλά επίσης και το βίντεο από τις κάμερες κυκλοφορίας το οποίο έχουν στα χέρια τους οι αρχές. Στην συγκεκριμένη πορεία, όπως και σε άλλες, εγώ κρατούσα το πανό της συλλογικότητας στην οποία συμμετέχω. Κατά τη διάρκεια της επίθεσης πολλές διμοιρίες των ΜΑΤ, περικύκλωσαν τα μπλοκ των διαδηλωτών, ψέκαζαν με χημικά εξ επαφής και εκτόξευαν χειροβομβίδες κρότου λάμψης μέσα στο σώμα της πορείας. Παράλληλα χτυπούσαν με λύσσα τους διαδηλωτές τόσο με την πίσω-μεταλλική πλευρά των γκλοπ τους όσο και με τους ατομικούς πυροσβεστήρες που φέρουν συγκεκριμένοι κάθε φορά αστυνομικοί κάθε διμοιρίας. Το αποτέλεσμα ήταν περί τους 100 διαδηλωτές να καταλήξουν σε διάφορα νοσοκομεία της Αττικής οι περισσότεροι με χτυπήματα στο κεφάλι, γεγονός του καταδεικνύει και τις προθέσεις των αστυνομικών, ενώ άλλοι τόσοι δέχθηκαν τις πρώτες βοήθειες επί τόπου, αφού δεν υπήρχαν αρκετά ασθενοφόρα να μεταφέρουν τόσο κόσμο.
Εμένα συγκεκριμένα με χτύπησαν με βαρβαρότητα επανειλημμένα στο κεφάλι και το σώμα με
γκλοπ, αλλά τα σοβαρότερα πλήγματα προήλθαν από έναν πυροσβεστήρα που, όπως ανέφερα, διαθέτουν συγκεκριμένοι αστυνομικοί σε κάθε διμοιρία (ένας ή δύο). Συνέπεια αυτής της βαρβαρότητας ήταν να προκληθούν σοβαρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, μεγάλο επισκληρίδιο αιμάτωμα και να πέσω σε βαθύ κώμα. Όταν έφτασα στο νοσοκομείο, χειρουργήθηκα εσπευσμένα και έμεινα διασωληνωμένος σε καταστολή για δέκα μέρες στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας και άλλες τόσες στην νευροχειρουργική κλινική του Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου Νίκαιας. Η επίσημη περιγραφή της κατάστασης στην οποία έφτασα στο νοσοκομείο περιγράφεται δε από τους θεράποντες ιατρούς, ως “προθανάτια”, ενώ στο πρώτο επίσημο ιατρικό ανακοινωθέν, οι γιατροί δήλωσαν πως πέντε λεπτά αργότερα θα ήταν πολύ αργά για τη ζωή μου.
Στο σημείο αυτό οφείλω να τονίσω πως στο νοσοκομείο, έφτασα έγκαιρα χάρη στις ηρωικές προσπάθειες άλλων διαδηλωτών και διαδηλωτριών, του αδερφού μου αλλά και ενός γιατρού που αντιλήφθηκε επί τόπου τη σοβαρότητα της κατάστασής μου και ύστερα από τη δική του επιμονή δέχθηκε το ασθενοφόρο να με παραλάβει, καθώς ήταν ήδη γεμάτο με άλλους τραυματίες. Σε όλους αυτούς χρωστάω τη ζωή μου τόσο, όσο και στους γιατρούς που με περιέθαλψαν.
Η νομική εξέλιξη της υπόθεσης αυτής είναι αυτή που όλοι μας περιμέναμε. Τίποτα. Παρά τις δήθεν αυστηρές εξαγγελίες του τότε υπουργού Δημόσιας Τάξης (αρνούμαι να τον αποκαλέσω υπουργό Προστασίας του πολίτη), Χρήστου Παπουτσή, τον οποίο θεωρώ ηθικό αυτουργό της δολοφονικής επίθεσης εναντίον μου. Παρά το γεγονός πως οι αρχές εξ αρχής είχαν στη διάθεσή τους τα βίντεο από της κάμερες κυκλοφορίας αλλά και από τις κάμερες ασφαλείας των
γύρω καταστημάτων. Παρά το γεγονός πως από το υλικό αυτό μπορεί εύκολα να εντοπιστεί ποιες διμοιρίες ενεργούσαν στο σημείο της επίθεσης. Παρά το γεγονός πως οι πυροσβεστήρες είναι ατομικά χρεωμένοι σε συγκεκριμένους αστυνομικούς, γεγονός που περιορίζει πολύ των αριθμό των πιθανών δραστών. Παρά το ότι οι μάρτυρες που κατέθεσαν ήταν δεκάδες και περιέγραψαν με λεπτομέρειες τα γεγονότα. Παρά το γεγονός πως σε κάθε μεγάλη διαδήλωση, στο κέντρο επιχειρήσεων της αστυνομίας παραβρίσκεται και συντονίζει εισαγγελέας......κανείς, δεν είδε και δεν αντιλήφθηκε τίποτα. Αξίζει δε να σημειωθεί πως οι αρχικές πληροφορίες που διοχετεύθηκαν στα ΜΜΕ από την αστυνομία, προσπαθούσαν να παραπλανήσουν, λέγοντας πως δεν χτυπήθηκα στην πορεία, αλλά κάπου μακριά, συνδέοντας το σημείο από το οποίο με παρέλαβε το ασθενοφόρο με το σημείο στο οποίο τραυματίστηκα.
Η προκαταρκτική έρευνα για την υπόθεσή μου αντίθετα, ανατέθηκε στην ίδια την αστυνομία. Την ίδια δηλαδή υπηρεσία που ευθύνεται για τη δολοφονική επίθεση εναντίον μου. Έτσι, λίγες μέρες μετά την έξοδό μου από το νοσοκομείο και σε πολύ βεβαρημένη σωματική και ψυχική κατάσταση, αναγκάστηκα να σταθώ ξανά απέναντι στις αστυνομικές αρχές, που αυτή τη φορά είχαν φορέσει το προσωπείο του δήθεν υπερασπιστή των δικαιωμάτων μου. Έτσι, ύστερα από την αναλυτική εκ μέρους μου περιγραφή των γεγονότων, ύστερα από τη διαβεβαίωση των αστυνομικών που διενεργούσαν την έρευνα πως γνωρίζουν καλύτερα από εμένα τι έχει συμβεί, μου ζήτησαν να δώσω δείγμα δικού μου DNA έτσι ώστε να διασταυρωθεί με τυχόν DNA που μπορεί να είχε βρεθεί σε κάποιον από τους πυροσβεστήρες. Στο προκλητικό αυτό αίτημα τους φυσικά αρνήθηκα, όπως θα έκανε νομίζω κάθε σώφρων άνθρωπος που του ζητείται να παραδώσει τα πιο προσωπικά του δεδομένα σε αυτούς που ευθύνονται για την απόπειρα δολοφονίας του. Δεν είναι λίγες άλλωστε οι φορές που η αστυνομία έχει στήσει σκευωρίες βασιζόμενες στην δήθεν αντικειμενικότητα τέτοιων στοιχείων, όπως για παράδειγμα η περίπτωση του αναρχικού Άρη Σειρηνίδη που ενώ έμεινε προφυλακισμένος για πάνω από ένα χρόνο με ανυπόστατες κατηγορίες αθωώθηκε πανηγυρικά στο δικαστήριο. Να τονίσω επίσης εδώ, πως δεν υπάρχει η δυνατότητα να προφυλαχτεί κάνεις από αυτή την αυθαιρεσία, καθώς η μόνη υπεύθυνη αρχή για να διενεργήσει τέτοιου είδους αναλύσεις, είναι μόνο η αστυνομία ακόμα και όταν κατηγορούμενη είναι η ίδια.
Τα αποτελέσματα λοιπόν όλης αυτής της προσχηματικής διαδικασίας είναι τα εξής: η έκθεση της αστυνομικής έρευνας παραδόθηκε στον αρμόδιο εισαγγελέα, ο οποίος συνέταξε δικογραφία κατά “αγνώστων” δραστών με την κατηγορία της “βαριάς, σκοπούμενης σωματικής βλάβης”. Ενάντια λοιπόν στην ρητά και κατηγορηματικά εκφρασμένη άποψη της επιστημονικής κοινότητας που ήδη, μέσω επιστολής του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών προς τον τότε υπουργό Δημόσιας Τάξης Χρήστο Παπουτσή, το Δεκέμβρη του 2010, προειδοποιούσε πως απευθείας χτυπήματα στο κεφάλι, είναι εν δυνάμει θανατηφόρα. Ενάντια στην ξεκάθαρη ανακοίνωση των θεραπόντων ιατρών που χαρακτήριζαν την κατάστασή μου ως “προθανάτια” και πως ήταν ζήτημα λεπτών η επιβίωσή μου. Αλλά τέλος και ενάντια στην κοινή λογική που λέει πως όταν κάποιος χτυπά επανειλημμένα και βίαια κάποιον άλλο άνθρωπο στο κεφάλι με πυροσβεστήρα έχει ξεκάθαρη δολοφονική πρόθεση....ο εισαγγελέας είδε απλά πρόθεση πρόκλησης σωματικών βλαβών! Στη συνέχεια, το Νοέμβρη του 2011 η δικογραφία παραδόθηκε στον ανακριτή για περαιτέρω συνέχιση της έρευνας....στο συρτάρι του οποίου βρίσκεται τα τελευταία δυόμιση χρόνια.
Για να μην οδηγηθούμε όμως σε μερικά και άρα εσφαλμένα συμπεράσματα είναι νομίζω απαραίτητο να δούμε το γενικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο εμφανίζεται το φαινόμενο της καταστολής στις μέρες μας. Επιστρατεύσεις απεργών, απαγόρευση διαδηλώσεων, προληπτικές-παράνομες προσαγωγές αγωνιστών πριν από κάθε πορεία, εισβολές σε σπίτια εκατοντάδων αγωνιστών με πρόσχημα δήθεν ανώνυμες καταγγελίες, εισβολές σε καταλήψεις και άλλα κέντρα κοινωνικού αγώνα, βασανισμοί στα αστυνομικά τμήματα, επιχειρήσεις σκούπα εναντίων μικροπωλητών, στρατόπεδα συγκέντρωσης, πνιγμοί προσφύγων και μεταναστών στο Αιγαίο, διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών, είναι μερικά από τα στοιχεία που συνθέτουν την εικόνα και που δείχνουν ξεκάθαρα πως η αστυνομία δεν δρα ως “κράτος εν κράτη” αλλά κατ' εντολήν του κράτους...ή όπως είχε καλύτερα πει ο πρώην πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, απευθυνόμενος προς τους αστυνομικούς... “εσείς είστε το κράτος”.
Χαρακτηριστικά αυτού του αποφθέγματος και κατ' επέκταση του τρόπου με το οποίο το κράτος όχι απλά συγκαλύπτει, αλλά επικροτεί και νομιμοποιεί την αστυνομική βία είναι τα παρακάτω παραδείγματα.
Όταν τον Οκτώβρη του 2012 η αγγλική εφημερίδα Guardian αποκάλυπτε με μαρτυρίες και φωτογραφικό υλικό πως οι 15 αντιφασίστες που είχαν συλληφθεί μερικές μέρες πριν στην αντί-φασιστική μότο-πορεία είχαν βασανιστεί άγρια κατά την παραμονή του στην ΓΑΔΑ, ο τότε και νυν υπουργός Δημόσιας Τάξης Νίκος Δένδιας, απειλούσε δήθεν τους δημοσιογράφους της εφημερίδας με μηνύσεις. Φυσικά, κανείς δεν περίμενε πως ο υπουργός θα πραγματοποιούσε μια τέτοια απειλή, καθώς αυτό θα οδηγούσε αυτομάτως στην αυτό-γελοιοποίηση του. Το μήνυμα του όμως δεν είχε φυσικά παραλήπτες τους δημοσιογράφους του Guardian, αλλά τους ίδιους τους αστυνομικούς, που με τις δήθεν απειλές προς την εφημερίδα, τους έκλεινε φιλικά το μάτι και τους παρότρυνε να συνεχίσουν.
Ένα βήμα παραπάνω έκανε πολύ πρόσφατα η κυβέρνηση φέρνοντας προς ψήφιση στη βουλή ένα κατάπτυστο, ρατσιστικό νομοσχέδιο το οποίο προέβλεπε την άμεση απέλαση μεταναστών και προσφύγων, οι οποίοι τολμούν να καταγγείλουν ρατσιστικές συμπεριφορές εις βάρος τους από κρατικές αρχές, εφόσον αυτές οι ίδιες τελικά αρχές, κρίνουν τις καταγγελίες αυτές ως ανυπόστατες. Και αν η ψήφιση του νομοσχεδίου αυτού απετράπει προσωρινά, δεν παύει να είναι ενδεικτικό των προθέσεων του κράτους και της κυβέρνησης. Εξ άλλου ας μην έχουμε καμιά αμφιβολία πως με την πρώτη ευκαιρία και με μικρές και άνευ ουσιαστικής σημασίας αλλαγές, το νομοσχέδιο αυτό θα επανέλθει προς ψήφιση.
Χαρακτηριστική είναι δε και η μεταστροφή του δημόσιου λόγου σε σχέση με την αστυνομική βία όπως αυτή εκφράζεται από επίσημα χείλη. Ενώ μέχρι πρόσφατα επικρατούσε ο αφελής και προσχηματικός αφορισμός περί “καταδίκης της βίας απ' όπου και αν προέρχεται”, στις μέρες μας ακούγεται ολοένα και πιο συχνά η διαπίστωση πως “το κράτος οφείλει να έχει το νόμιμο μονοπώλιο της βίας” ξεχνώντας τους μέχρι πρότινος καθολικούς τους αφορισμούς, αλλά ξεχνώντας επίσης να μας ενημερώσουν πως αυτή θα ασκείται ανεξέλεγκτα και χωρίς καμιά λογοδοσία.
Ανοίγοντας ακόμα περισσότερο το κάδρο, θα έλεγα (και εδώ θα μπορούσε ίσως να μας κατατοπίσει καλύτερα η Διεθνής Αμνηστία) πως δεν γνωρίζω καμιά περίοδο της μεταπολιτευτικής ιστορίας της χώρας που να εκλείπουν φαινόμενα συστηματικής βίας, βασανιστηρίων και παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την πλευρά του κράτους και των οργάνων του. Στα χρόνια της πλασματικής ευμάρειας αυτές οι παραβιάσεις μπορεί να αφορούσαν κυρίως, είτε κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες, όπως οι μετανάστες ή οι εξαρτημένοι από ουσίες, είτε τα πιο αιχμηρά κομμάτια του πολιτικού φάσματος τα οποία αντιμετωπίζονταν ως “εσωτερικός εχθρός”, όπως οι αναρχικοί. Σήμερα, που η κατάσταση εξαίρεσης αρχίζει να αποτελεί γενικευμένο καθεστώς και ολοένα και μεγαλύτερα κομμάτια του πληθυσμού που μέχρι πρωτινός ήταν ενσωματωμένα στον κοινωνικό ιστό αποκλείονται από την πρόσβασή τους σε βασικά αγαθά (υγεία, ασφάλιση, κατοικία κτλ), ο άνεργος, ο φτωχός, ο απολυμένος, ο ανασφάλιστος, ο απεργός, όλοι αυτοί δηλαδή που “περισσεύουν” σήμερα για το σύστημα αντιμετωπίζονται πλέον από το κράτος σαν απειλή.
Συμπερασματικά, θα ήθελα να πω πως δεν τρέφω αυταπάτες ως προς το ρόλο της αστυνομίας ή της αστικής δικαιοσύνης. Από την άλλη όμως θεωρώ πως αυτό που ονομάζουμε “ανθρώπινα δικαιώματα” και ένα υποτυπώδες “κράτος πρόνοιας” και “δικαίου” δεν μας χαρίστηκαν, αλλά αντίθετα αποτελούν κοινωνικές κατακτήσεις που κερδήθηκαν με θυσίες και έχουμε χρέος να τα υπερασπιστούμε, πολύ περισσότερο σήμερα που κεκτημένα ενός αιώνα και πλέον καταρρέουν μέρα με τη μέρα.
Τέλος, επειδή δεν αντιλαμβάνομαι την δολοφονική αυτή επίθεση ως αυστηρά προσωπική μου υπόθεση και μόνο -με την έννοια πως δεν με χτύπησαν επειδή είμαι ο Γιάννης Καυκάς, αλλά επειδή ήμουν ένας απεργός διαδηλωτής- νιώθω το χρέος απέναντι σε κάθε αγωνιζόμενο άνθρωπο και απέναντι στους χιλιάδες που έχουν υποστεί τη βία του κράτους αλλά η ιστορία τους δεν έφτασε ποτέ στα αυτιά μας, να αποκαλύψω τους υπαίτιους της επίθεσης αυτής και να προσπαθήσω να καταδείξω την πολιτική ευθύνη του κράτους με όσες, περιορισμένες, δυνάμεις διαθέτω.
Ας σκεφτούμε μόνο πως αυτός ο αστυνομικός, που σήκωσε τον πυροσβεστήρα και με μανία προσπάθησε να μου διαλύσει το κρανίο, στη συνέχεια πήγε σπίτι του, έφαγε, κοιμήθηκε και ξαναβγήκε εκεί έξω να κάνει τη “δουλειά” του, το έκανε για έναν βασικό λόγο. Ήξερε εξ αρχής πως είχε την πολιτική κάλυψη και πως δεν θα χρειαστεί να λογοδοτήσει πουθενά και σε κανένα.
Αν έχω έστω και μία πιθανότητα να καταρρίψω αυτή τη βεβαιότητα θα προσπαθήσω με όλες μου τις δυνάμεις να το κάνω.
Σας ευχαριστώ πολύ που με ακούσατε!
Καλή δύναμη σε όλους!
Η συγκλονιστική ιστορία του Γιάννη Καυκά
«Επανήλθα πλήρως όταν διαδήλωσα ξανά κρατώντας πανό»
11 Μαΐου 2011, γενική απεργία. Ο Γιάννης Καυκάς, στα 31 του, ψυχολόγος και φωτογράφος, διαδηλώνει κρατώντας το πανό της συνέλευσης Αντίστασης και Αλληλεγγύης Κυψέλης και Πατησίων. Η αστυνομία είχε περικυκλώσει ασφυκτικά τους διαδηλωτές.
Εντελώς απρόκλητα εξαπολύει επίθεση εναντίον τους. Γίνεται μακελειό, οι κρανοφόροι χτυπούν ανηλεώς, πετάνε ασταμάτητα κρότου-λάμψης και ψεκάζουν εξ επαφής με χημικά. Μέσα στο χάος ένας ΜΑΤατζής χτυπάει τον Καυκά με τον πυροσβεστήρα του στο κεφάλι. Φυσικά... ο ένοχος δεν εντοπίστηκε ποτέ και ο ποινικός φάκελος έχει κλείσει, ο Καυκάς όμως προχωρά σε διοικητικό δικαστήριο, διεκδικώντας να αναγνωριστεί η ευθύνη του κράτους έστω με το να καταβάλει αποζημίωση.
Αποφάσισε να μας μιλήσει γιατί «βλέπω πάλι να ανοίγουν τα κεφάλια των ανθρώπων κι αν αυτή η συνέντευξη μπορεί να συμβάλει, θέλω να μάθουν όλοι αυτή την ιστορία». Μεταφέρουμε την αφήγησή του σε πρώτο πρόσωπο.
«Γίνεται μύλος κι εγώ φωνάζω “Ψυχραιμία”. Οι μπάτσοι χτυπάνε σαν να είχαν αποφασίσει να σκοτώσουν. Από παντού ο κόσμος πατιέται, πολλοί πέφτουν πάνω μου. Με χτυπούν παντού και μετά αρχίζουν τα χτυπήματα στο κεφάλι. Είναι μια αίσθηση ότι διαλύεσαι, ότι γίνεσαι χίλια κομμάτια.
Εβαλα στόχο να διασχίσω τον δρόμο. Συνειδητοποιώ ότι έχω γεμίσει αίματα. Μια κοπέλα -άγνωστή μου μέχρι τότε- μου λέει «Μη φοβάσαι, θα πάμε μαζί» - είναι το πιο ωραίο πράγμα που έχω ακούσει ποτέ. Με πάει σε ένα φαρμακείο. Ο φαρμακοποιός μου δίνει χαρτί και λίγο νερό και κλείνει την πόρτα. Βρίσκεται ένας γιατρός. Με εξετάζει και λέει «δεν είναι καλά το παιδί, μην τον αφήσετε να χάσει τις αισθήσεις του».
Χάνομαι, χάνομαι και προσπαθώ απλά να κρατηθώ. Εχω ανισοκορία, το εσωτερικό αιμάτωμα πιέζει το οπτικό νεύρο. Αιμορραγώ από το αυτί. Δεν μπορώ να περπατήσω. Θυμάμαι ό,τι μου προκάλεσε συναισθηματική ένταση: ο γιατρός που λέει «δεν έχει χρόνο, δεν είναι καλά το παιδί» κι αυτό με τρομάζει, αλλά μου δημιουργεί και ταυτόχρονα εγρήγορση, η διμοιρία που περνάει και με προσβάλλει, «πάρτε τον τώρα, βάλτε του ραμματάκια».
Φτάνουμε στο νοσοκομείο σε 11 μόλις λεπτά. Μου κόβουν την μπλούζα με το ψαλίδι, με βάζουν στον αξονικό. Δεν έχω αίσθηση του σώματός μου, είμαι σαν ένα κομμάτι κρέας. Με πιάνει τρόμος. Πέφτω σε κώμα.
Ξύπνησα μετά 10 μέρες. Εχω τραχειοτομή και δεν μπορώ να μιλήσω. Το πρώτο πράγμα που γράφω στους δικούς μου είναι «με χτύπησαν με πυροσβεστήρα». Το πρώτο ιατρικό ανακοινωθέν αναφέρει: «ο ασθενής εισήχθη σε προθανάτια κατάσταση».
Οι γιατροί εντοπίζουν τουλάχιστον δύο σημεία χτυπημένα από «βαρύ αμβλύ όργανο». Πλησιάζουν τους φίλους μου και τους λένε «στηρίξτε την οικογένεια γιατί δεν θα πάνε καλά τα πράγματα». Αυτό που έκανε ο γιατρός μου ο Παπανικολάου θεωρήθηκε ένα μικρό θαύμα.
Νοσηλεύτηκα 20 μέρες. Η τραχειοστομία έκλεισε αφού βγήκα. Είχα απομείνει 68 κιλά. Επρεπε να δούμε τι κουσούρι θα έμενε. Σταδιακά επανέρχεται η ομιλία, η κίνηση, η μνήμη, έχω μια ελαφριά παράλυση στην αριστερή μεριά λόγω του χτυπήματος από δεξιά. Με ένα κεφάλι πρησμένο, η δύναμή μου έφτανε ίσα για να κάνω μια βόλτα στο πάρκο υποβασταζόμενος. Επαιρνα φάρμακα για δύο χρόνια.
Επί έναν χρόνο κάθε πρωί ένιωθα ότι κάποιος με διαλύει. Είναι βαρύ πράγμα να ξέρεις πώς είναι να πεθαίνεις. Πέρασα όλο το καλοκαίρι με κόσμο στο σπίτι των γονιών μου. Δεν με άφηναν στιγμή μόνο μου γιατί έκλαιγα σπαρακτικά. Οταν τον Νοέμβρη -εξαιρετικά σύντομα και χωρίς όλες μου τις δυνάμεις- γύρισα σπίτι μόνος μου, το σκοτάδι ήταν βαρύ. Αλλά δεν ένιωθα μόνος μου, είχα ανθρώπους γύρω μου. Αυτό έσωσε την ψυχική μου υγεία: η αλληλεγγύη κι η αγάπη.
Μου πήρε χρόνια να ξεπεράσω την αίσθηση πως κάποιος πήγε να μου επιβληθεί έτσι. Ευτυχώς είχα ένα νοητικό σχήμα όπου μπορούσα να εντάξω όλο αυτό που μου συνέβη. Ηξερα γιατί βγήκα στον δρόμο, ποιους είχα δίπλα μου και ποιους απέναντι. Παρ’ όλα αυτά το «γιατί;» -όχι το λογικό, αλλά το υπαρξιακό «γιατί κάποιος προσπαθεί να με σκοτώσει έτσι»- παραμένει.
Γιατί κάποιος βλέπει έναν άνθρωπο πλήρως ακίνδυνο κι επιλέγει να τον τσακίσει; Και πώς αυτός ο άνθρωπος πήγε μετά σπίτι του, έφαγε το φαγητό του, πήδηξε τη γυναίκα του και την επομένη, σαν να μην έγινε τίποτα, επέστρεψε στη δουλειά του; Αυτό δεν καταπίνεται, χρειάζεσαι έναν πολιτικό τρόπο σκέψης να το εντάξεις: αυτός κι εγώ αντιπροσωπεύουμε δύο κόσμους σε σύγκρουση.
Η ανάρρωση είναι μια διαρκής διαδικασία. Μπορώ να πω ότι επανήλθα πλήρως μόλις πριν από λίγες μέρες, όταν διαδήλωσα ξανά κρατώντας πανό στην εργατική πορεία με τα Σωματεία Βάσης. Ολα αυτά τα χρόνια κατεβαίνω στις συγκεντρώσεις και κάθε φορά προσπαθώ να κάνω δύο βήματα παραπάνω. Τώρα που μου βγήκε ολόκληρο, ένιωσα ότι έκανα τον γύρο του θριάμβου. Ολο αυτό είναι κομμάτι τού να ξαναβρώ τον εαυτό μου. Δεν θέλω να μου έχουν πάρει κάτι. Αν πριν είχα έναν λόγο να κατεβαίνω, τώρα έχω 100.
Το αίμα χύθηκε και δεν μαζεύεται. Δεν ζω με φόβο, ούτε με μίσος. Το μίσος μου είναι ταξικό, πηγάζει από τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τον κόσμο. Ζω με τη φράση που είπε εκείνη η κοπέλα: «Μη φοβάσαι, θα πάμε μαζί». Είναι λυτρωτικό, δεν περιλαμβάνει καμιά υπόσχεση ότι όλα θα πάνε καλά, αλλά τη δέσμευση πως ό,τι κι αν γίνει θα πάμε μαζί. Αυτοί που με χτύπησαν ήταν άνθρωποι, αλλά μέσα στην κόλαση και τη σφαγή, ένας άλλος άνθρωπος με αυταπάρνηση στάθηκε με ρίσκο δίπλα μου».
του Vassilis Papastergiou. Το αναδημοσιεύουμε απο τη σελίδα της Μ. Παπαχριστούδη στο facebook))
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου