(Αναδημοσιευση απο τον "Ημεροδρόμο")
Ο Παπαδιαμάντης, με τον δικό του τρόπο, περιγράφει: «…Ἡ πλουτοκρατία ἦτο, εἶναι καὶ θὰ εἶναι ὁ μόνιμος ἄρχων τοῦ κόσμου, ὁ διαρκὴς ἀντίχριστος. Αὕτη γεννᾷ τὴν ἀδικίαν, αὕτη τρέφει τὴν κακουργίαν, αὕτη φθείρει σώματα καὶ ψυχάς. Αὕτη παράγει τὴν κοινωνικὴν σηπεδόνα. Αὕτη καταστρέφει κοινωνίας νεοπαγεῖς…».
ΟΙ ΧΑΛΑΣΟΧΩΡΗΔΕΣ
ΜΙΚΡΑ ΜΕΛΕΤΗ
Α´
Ἀφοῦ περιῆλθον ὅλα τὰ μαγαζεῖα τῆς παραθαλασσίου ἀγορᾶς, ὅπου ἔπιον ὄχι ὀλίγον εἰς ὑγείαν καὶ τῶν δύο ἀντιπάλων μερίδων, ὁ Κωνσταντὴς ὁ Καλόβολος καὶ ὁ Γιάννης τῆς Χρυσάφους κατήντησαν καὶ εἰς τὸ μικρὸν καπηλεῖον τοῦ Δημήτρη τοῦ Τσιτσάνη, ὅπου εἰσελθόντες ἀπῄτουν ἀπὸ τὸν οἰνοπώλην νὰ τοὺς κεράσῃ. Ἀλλ᾽ ὁ κάπηλος ἵστατο συλλογισμένος, καὶ ἠρνεῖτο ἀποτόμως νὰ κεράσῃ, λέγων
ὅτι, κατὰ τὸ ἔτος τοῦτο, δὲν εἶχε σκοπὸν νὰ τὸ κάμῃ φόρα* πρὸς χάριν κανενός, διότι ἄλλοτε, ὁποὺ εἶχε φανῆ φιλότιμος μὲ τὸ παραπάνω, τὴν εἶχε πάθει στὰ γερά. Διότι, ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας καὶ ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, αὐτοὶ ποὺ εἶχαν τὸ λύειν καὶ τὸ δεσμεῖν εἰς τὰ δύο κόμματα, τοῦ ἔταζαν «φούρνους μὲ καρβέλια», δώσαντες αὐτῷ οὐχὶ πλείονας τῶν εἴκοσι δραχμῶν μετρητά, ἀπέναντι καθὼς τοῦ εἶπαν, καὶ παρακινήσαντες αὐτὸν νὰ ἐξοδεύσῃ κι ἀπ᾽ τὴ σακκούλα του ὅσα θέλει, ἄφοβα, διότι θὰ πληρωθῇ μέχρι λεπτοῦ, σύμφωνα μὲ τὸν λογαριασμὸν ὃν ἤθελε παρουσιάσει. Τότε αὐτὸς πιστεύσας «ἐξανοίχθηκε» κ᾽ ἐξώδεψε ἰδικά του λεπτά, παραπάνω ἀπὸ ἕνα ἑκατοστάρικο· ἀλλὰ μετὰ τὰς ἐκλογάς, ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας (τὸν ὁποῖον αὐτὸς ἠρέσκετο νὰ ὀνομάζῃ σήμερον «ὁ Λάμπρος ὁ Φαταούλας») ἔκαμε πὼς δὲν τὸν ἐγνώριζε καὶ τοῦ ἐγύρισε τὲς πλάτες. Ποῦ ἐπερίσσευε τραμποῦκος* ἀπ᾽ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν δόντια, κατάλαβες, γιὰ νὰ φᾶνε κ᾽ οἱ ἄλλοι, οἱ παραμικροί; Ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας κι ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος κι ἄλλοι μερικοί, πέφτουν μὲ τὰ μοῦτρα στὴ λαδιά*, στὸ μούχτι*… κ᾽ ἠξεύρουν πῶς νὰ κυνηγοῦν τὸ πλιάτσικο. Ἔχουν, βλέπεις αὐτοί, οἱ διαβόλοι, τὸν τρόπον νὰ τὰ κάμνουν πλακάκια. Ἂν ἐρωτᾷς κι ἀπὸ κοντραμπάντες* κι ἀπὸ μπουκλούκια*… κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ βγάλῃ πλώρη μαζί τους. Εἶναι εἰς ὅλα πρῶτο νούμερο. Ἀλλ᾽ ὅταν μίαν φορὰν καῇ ἡ γούνα ἑνὸς ταβερνάρη, ἑνὸς καφετζῆ ἢ ἑνὸς μικρομπακάλη (δὲν σοῦ λέγω, εἶναι ἄλλοι ποὺ καίονται στὰ πολιτικὰ κι ἔχουν κρεμασμένο διὰ τὰς ἐκλογὰς τὸ ζουνάρι τους… κ᾽ εἶναι πάλιν ἄλλοι ποὺ ξεύρουν μὲ τρόπο καὶ τὰ καταφέρνουν, παίρνοντες λεπτὰ κι ἀπὸ τὰ δύο κόμματα, μαυρίζοντες πότε τὸ ἓν πότε τὸ ἄλλο, κ᾽ ἐβγαίνοντες πάντοτε λάδι), τότε πολὺ βλὰξ θὰ εἶναι ἂν τοὺς ἐπιτρέψῃ νὰ τὸν κοροϊδέψουν καὶ δευτέραν φοράν.
Τοιαύτας θεωρίας ἐξέφερεν ὁ Δημήτρης ὁ Τσιτσάνης, ἀρνούμενος νὰ κεράσῃ τοὺς δύο φίλους, οἵτινες εὐθυμότατοι εἶχον εἰσέλθει εἰς τὸ καπηλεῖόν του. Ἀλλὰ δὲν ἦσαν καὶ διψασμένοι. Ἦτο ἑσπέρα ἤδη καὶ ἀπὸ τῆς δείλης εἶχον περιέλθει τὸ ἥμισυ τῆς πολίχνης, παντοῦ κερνώμενοι καὶ πίνοντες. Ὁ Κωνσταντὴς ὁ Καλόβολος ἤρχισε νὰ παραδίδῃ μάθημα ἐκλογικῆς ὀρθοφροσύνης εἰς τὸν κάπηλον, λέγων ὅτι, αὐτὸς ὁποὺ τοῦ θέλει τὸ καλόν του, λυπεῖται νὰ τὸν βλέπῃ νὰ πηγαίνῃ πάντοτε ὡσὰν τὸν κάβουρα, καὶ τοῦτο ἕνεκα ἀδικαιολογήτου παραξενιᾶς. Τὸ νὰ μὴ θέλῃ «νὰ τὸ κάμῃ φόρα» νομίζει ὅτι εἶναι δι᾽ αὐτὸν τὸ συμφορώτερον;
Κάθε ἄλλο· ἐξ ἐναντίας, μὲ τοῦτο ἐμπνέει δυσπιστίαν καὶ εἰς τὰ δύο κόμματα, καὶ ἕνεκα τούτου δὲν ἀποφασίζουν νὰ δώσουν χρήματα εἰς ἕναν ἄνθρωπον κρυψίνουν, «στριμμένον», ὅστις θέλει νὰ κάμνῃ τὸν ἀνεξάρτητον, χωρὶς νὰ ξεύρῃ καλὰ-καλὰ τί πρᾶγμα εἶναι ἀνεξαρτησία. Ἐνῷ ἂν ἀποφασίσῃ νὰ κηρυχθῇ θερμός, ἢ καὶ χλιαρός, ὑπὲρ τοῦ ἑνὸς κόμματος, τότε, ἐνῷ τοῦ κόμματος τούτου θὰ ἐφελκύσῃ ἀσφαλῶς τὴν ἐμπιστοσύνην, δὲν εἶναι παράξενον νὰ προκαλέσῃ κολακείας καὶ φιλοφρονήσεις καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο κόμμα, οἱ ἄνθρωποι τοῦ ὁποίου θὰ προσπαθήσουν μὲ κάθε τρόπον νὰ τὸν κάμουν νὰ τὰ γυρίσῃ, ἢ θὰ πασχίσουν τοὐλάχιστον νὰ τὸν μετριάσωσιν. Ἐὰν θέλῃ μάλιστα νὰ πάρῃ λεπτὰ καὶ ἀπὸ τὰ δύο κόμματα, ὁ ἀσφαλέστερος τρόπος εἶναι νὰ κηρυχθῇ φανερὰ ὑπὲρ τοῦ ἑνός. Δὲν παίρνει παράδειγμα ἀπ᾽ αὐτόν, καὶ ἀπὸ τὸν φίλον του τὸν Γιάννην τῆς Κ᾽σάφους; Ἐνῷ ἄλλοι φανατίζονται, καὶ «χαλνοῦν τὴ ζαχαρένια τους» καὶ χολοσκάνουν, αὐτοὶ οἱ δύο, «ζευγαράκι ταιριαστό», παράδειγμα ὑγιοῦς ἐκλογικῆς φιλοσοφίας εἰς ὅλον τὸ χωρίον, ἀνήκοντες εἰς δύο ἀντίπαλα καὶ μέχρι καταστροφῆς πολεμοῦντα ἄλληλα κόμματα, περνοῦν μὲ γέλοια καὶ μὲ χαρές, τρώγοντες, πίνοντες, εὐωχούμενοι, εἰς ὑγείαν ὅλων τῶν ὑποψηφίων, εὐλόγως θέτοντες τὴν φιλίαν των ὑπεράνω τῶν κομμάτων. Καὶ μὲ τοιοῦτον τρόπον «τὸ ἔχουν δίπορτο». Μὲ ὅποιον κόμμα νικήσῃ, θὰ εἶναι φίλοι καὶ οἱ δύο, ἀφοῦ θὰ εἶναι ὁ εἷς. «Ὅποιος γάιδαρος, κι αὐτοὶ σαμάρι».
Τοιαῦτα πρακτικῆς ἠθικῆς διδάγματα ἔδιδεν ὁ Κωνσταντὴς ὁ Καλόβολος εἰς τὸν Δημήτρην τὸν Τσιτσάνην. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι τὰ πλεῖστα εἶχεν ἀκούσει τὴν προτεραίαν παρὰ δικολάβου τινός, ὅστις τὰ ἀνέπτυσσε πρὸς τοὺς φίλους του. Ὁ κάπηλος τὸν ἤκουε σείων τὴν κεφαλήν, λέγων ὅτι αὐτὰ τὰ ἤξευρε πρωτύτερα ἀπ᾽ ἐκεῖνον. Ἀλλ᾽ εἶναι μεγάλη διαφορὰ νὰ εἶναί τις ἀγωγιάτης ἁπλῶς ἢ ξωμερίτης*, ὅπως αὐτοὶ οἱ δύο, ἀπὸ τοῦ νὰ ἔχῃ μαγαζί. Διότι πρέπει νὰ τηρῇ τις καὶ κάποιαν ἀξιοπρέπειαν, «νὰ φυλάγῃ τὴν θέσιν του», ἂν θέλῃ νὰ μὴ ξεπέσῃ «στὴν παρακατινὴ σκάλα*». Οἱ δύο φίλοι τὸν ἤκουον μειδιῶντες, οὐδόλως προσβαλλόμενοι διότι τοὺς ὑπεβίβαζε. Μόνον ὁ Γιάννης τῆς Κ᾽σάφους τελευταῖον εἶπεν ὅτι «δὲν τοῦ γεμίζει τὸ μάτι κι αὐτὸς καὶ τὸ μαγαζί του». Ὁ κάπηλος ἐπειράχθη τότε, καὶ ἤρχισε νὰ τοὺς ὀνειδίζῃ σκληρῶς, ἀλλ᾽ ὁ Κωνσταντὴς ὁ Καλόβολος, μὲ ἀτάραχον μειδίαμα, τοῦ εἶπεν ὅτι «ἂν θέλῃ νὰ ἔχῃ μαγαζί, πρέπει νὰ ἔχῃ καὶ κοιλιὰ σὰν τὸ μαγαζί του, μεγαλύτερη μάλιστα ἀπ᾽ τὸ μαγαζί του».
Ἐνταῦθα ἦτο ἡ λογομαχία, καὶ ὁ κάπηλος εἶχεν ἀνάψει τὴν λάμπαν, διότι εἶχε νυκτώσει ἤδη, ὅταν εἰσῆλθε κομματικὴ ὁμὰς ὁδηγουμένη ἀπὸ τὸν Λάμπρον τὸν Βατούλαν, ἐκεῖνον ὃν ὁ Τσιτσάνης ὠνόμαζε Φαταούλαν. Ἦτο ἀνὴρ μεγαλόσωμος, ὡραῖος, μετ᾽ ἐπιτηδεύσεως ἐνδεδυμένος, φιλοφρονέστατος καὶ μελιχρὸς τοὺς τρόπους.
Ἅμα εἰσελθών, διέταξεν ἓξ μαστίχες διὰ τοὺς μεθ᾽ ἑαυτοῦ, εἶτα ἐλθὼν ὄπισθεν τοῦ λογιστηρίου, ἔκυψεν εἰς τὸ οὖς τοῦ καπήλου, καὶ ἤρχισε νὰ τοῦ κρυφομιλῇ καὶ νὰ τὸν κατηχῇ. Μετ᾽ ὀλίγα λεπτὰ τῆς ὥρας, ἀφοῦ τοῦ εἶπε πολλά, καὶ ὁ οἰνοπώλης τοῦ ἀπήντα μόνον διὰ κατανεύσεων τῆς κεφαλῆς, ἐπέστρεψε πάλιν πρὸς τὴν τράπεζαν, περὶ ἣν εἶχε στρωθῆ ἡ παρέα του, καὶ διέταξεν ἐκ νέου μαστίχες.
Ἐπλήρωσεν ἐν κρότῳ δεκαρῶν τὰ ποτά, εἶτα ἀπευθύνας τὸν λόγον πρὸς τὸν Κωνσταντὴν τὸν Καλόβολον, ὅστις ἵστατο παράμερα μὲ τὸν φίλον του Γιάννην τῆς Κ᾽σάφους:
―Ἔ! τί ἔχουμε, Κώστα;… Πῶς πάει τὸ κόμμα σας; 〈εἶπε〉.
― Ποιὸ κόμμα μας, κὺρ Λάμπρο; ἀπήντησεν ὁ Κωνσταντὴς ὁ Καλόβολος· τὸ κόμμα μας εἶναι τὸ κόμμα σας.
― Τί; εἴμαστε ἀπὸ ἕνα κόμμα;
― Δὲν τὸ ξέρετε;
― Τότε, πῶς δὲν ξεχωρίζετε ἀπ᾽ τὸ Γιάννη τὸν φίλον σου;
―Ἡ φιλία φιλία, καὶ τὸ κόμμα κόμμα.
― Ἂς εἶναι τέλος πάντων, ὁ Θεὸς κ᾽ ἡ ψυχή σας. Πίνετε ἀπὸ μιὰ μαστίχα;
― Ἀπό ᾽να κρασὶ… ἂν μᾶς κεράσετε.
Καὶ ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας διέταξε δύο κρασιά. Ἐν τῷ μεταξύ, εἰσῆλθεν εἰς τὸ καπηλεῖον καὶ ἄλλη ὁμὰς ἐκ τοῦ ἀντιθέτου κόμματος.
―Ἐβίβα! Καλὴ ἐπιτυχία.
Οἱ δύο φίλοι συνέκρουσαν τὰ ποτήρια κ᾽ ἔπιον.
Ἡ νεωστὶ εἰσελθοῦσα ὁμὰς διέταξε καὶ αὐτὴ ποτά.
Ἐπὶ κεφαλῆς τῆς ὁμάδος ἦτο ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, μεσῆλιξ, μελαγχροινός, εὔθυμος, ἀστεῖος.
― Ἄ! ἐδῶ εἶστε σεῖς, ποὺ βυζαίνετε ἀπὸ δυὸ μαννάδες;
― Τὸ καλὸ ἀρνί, κὺρ Μανώλη, ἀπήντησεν ὁ Γιάννης τῆς Κ᾽σάφους, τρώει ἀπὸ δυὸ προβατίνες.
Ὁ Μανώλης διέταξε τὸν κάπηλον νὰ τοὺς κεράσῃ, καὶ τότε ἔπιον εἰς ὑγείαν τοῦ κόμματος τὸ ὁποῖον ἐξεπροσώπει ὁ Μανώλης. Μὲ τοιαύτην τακτικὴν ἐκαλοπερνοῦσαν εἰς τὰς ἐκλογὰς οἱ δύο ἀγαπημένοι φίλοι. Εἶχον δὲ πίει τὴν ἡμέραν ἐκείνην ὄχι ὀλίγα εἰς βάρος ἀμφοτέρων τῶν κομμάτων. Ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος ἐγερθεὶς μετέβη ὄπισθεν τοῦ λογιστηρίου, ὅπως εἶχε κάμει πρὸ μικροῦ ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας, καὶ ἤρχισε νὰ ὁμιλῇ εἰς τὸ οὖς τοῦ καπήλου. Τὸ λογιστήριον ἐκεῖνο, φαίνεται, ὡμοίαζε κάπως μ᾽ ἐξομολογητήριον φραγκοκκλησιᾶς, ὅπου μία μία εἰσερχόμεναι ἐλαφρύνουσι τὴν συνείδησίν των αἱ κομψοπρεπεῖς μετανοοῦσαι. Ἀφοῦ δὲ τοῦ εἶπεν ὅ,τι εἶχε νὰ τοῦ εἴπῃ, ταπεινῇ τῇ φωνῇ, ἐνῷ ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας δὲν ἔπαυσε νὰ τοὺς κοιτάζῃ μὲ τὸν κανθὸν τοῦ ὀφθαλμοῦ, ἐπιστρέψας εἰς τὴν θέσιν του ὁ Μανώλης, ἠθέλησε νὰ κουρδίσῃ ὀλίγον τοὺς δύο φίλους.
―Ὅλα καλά, τοὺς εἶπε, μὰ ἐσεῖς οἱ δύο τὸ καταλαβαίνετε ποὺ μᾶς κοροΐδεύετε ὅλους, ἢ ὄχι;
― Ἀλήθεια! ἐπεβεβαίωσεν ἀπὸ τῆς πέραν τραπέζης καὶ ὁ ἡγέτης τῆς ἄλλης ὁμάδος, ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας, ὅστις ἠγάπα πάντοτε νὰ εἶναι φιλόφρων πρὸς τοὺς ἀντιπάλους· ἀλήθεια· μᾶς κοροϊδεύετε.
Οἱ δύο φίλοι, μόλις κρατούμενοι εἰς τοὺς πόδας των, ἤρχισαν νὰ διαμαρτύρωνται θορυβωδῶς.
―Ὄχι! μά τὸ φῶς μου, κὺρ Μανώλη…
― Μά τὴν ἀγάπη μας, κὺρ Λάμπρο…
―Ἔτσι νὰ ἔχω καλὰ γεράματα.
― Νὰ χαρῶ τὸ στέφανό μου! κουμπάρε.
Καὶ λέγοντες ἐστράφησαν ὁ εἷς πρὸς τὴν τράπεζαν περὶ ἣν ἦτο συγκεντρωμένη ἡ ὁμὰς τοῦ Λάμπρου, ὁ ἕτερος πρὸς τὴν ἄλλην τράπεζαν περὶ ἣν ἐκάθηντο οἱ σύντροφοι τοῦ Μανώλη, στρέφοντες πρὸς ἀλλήλους τὰ νῶτα, χειρονομοῦντες ὑπερμέτρως ὡς ἀδέξιοι ὑποκριταί, ἀνοίγοντες τὰς ἀγκάλας πρὸς περίπτυξιν τῶν δύο ἀρχηγῶν τῶν κομματικῶν ὁμάδων.
― Ἂν θέλετε νὰ σᾶς πιστέψουμε ὅτι δὲ μᾶς κοροϊδεύετε, εἶπεν ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, πρέπει ἢ ν᾽ ἀποκόψετε ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον, αὐτὲς τὲς ἡμέρες ποὺ θὰ εἶναι οἱ ἐκλογές, ἢ…
― Αὐτὸ θὰ εἶναι σκληρὰ καταδίκη δι᾽ αὐτούς, εἶπε γελῶν ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας.
―Ἤ, τοὐλάχιστον, ἐξηκολούθησεν ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, νὰ μᾶς δώσετε τώρα ἀμέσως ἀπόδειξιν ὅτι ἐνδιαφέρεσθε εἰλικρινῶς καὶ ὁλοψύχως, ὁ ἕνας σας ὑπὲρ τοῦ ἑνὸς κόμματος, ὁ ἄλλος ὑπὲρ τοῦ ἄλλου.
― Παίρνω ὅρκο, εἶπεν ὑψῶν τὴν χεῖρα ὁ Γιάννης τῆς Χρυσάφους.
― Κ᾽ ἐγὼ παίρνω ὅρκο, εἶπε καὶ ὁ Κωνσταντὴς ὁ Καλόβολος.
― Οἱ ὅρκοι εἶναι σήμερο τὸ φθηνότερο πρᾶμα, εἶπε σαρκαστικῶς ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος.
― Σοῦ δίνω τὸ λόγο μου, κουμπάρε, εἶπεν ὁ Γιάννης τῆς Χρυσάφους.
― Τί νὰ τὸν κάμω τὸ λόγο σου, κουμπάρε; εἶπεν ὁ Μανώλης, καλύτερα εἶχα νὰ μοῦ ἔδινες τὰ παλιὰ τὰ τσαρούχια σου.
Ὁ Γιάννης τῆς Χρυσάφους, κύψας, ἔλυσεν ἀπὸ τῶν ποδῶν τὰ πέδιλα, καὶ ὀρθωθεὶς σοβαρῶς τὰ προσέφερεν εἰς τὸν Μανώλην.
― Πάρ᾽ τα, κουμπάρε!
Τὰ ἀπέθηκεν ἐπὶ τῆς τραπέζης, καὶ εἶτα, γυμνόπους, ἐστράφη πρὸς τὴν θύραν νὰ ἐξέλθῃ.
Ὅλοι ἐγέλασαν πρὸς τὸ σκηνικὸν τοῦτο τοῦ κραιπαλῶντος, ἀλλ᾽ ὁ Μανώλης τὸν ἀνεκάλεσεν.
―Ἔλα δῶ, κουμπάρε!
Ὁ Γιάννης τῆς Κ᾽σάφους, ἐπιστρέψας, ἐστάθη ἐνώπιον τοῦ Μανώλη.
― Εἰς τοὺς ὁρισμούς σου, κουμπάρε.
― Θέλω, εἶπε, νὰ μᾶς δώσητε ἀπόδειξιν ἀναμφισβήτητον τῆς πίστεώς σας εἰς τὰ δύο κόμματα.
― Τί ἀπόδειξιν;
―Ἰδού, εἶπεν ὁ Μανώλης, ἀπευθυνόμενος μᾶλλον πρὸς τὸν Λάμπρον τὸν Βατούλαν, δὲν εἶναι ἀληθὲς πώς, ὅ,τι ἐπιθυμεῖ κανείς, ἐκεῖνο καὶ πιστεύει;
― Δηλαδή; εἶπεν ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας.
― Δηλαδή, δὲν βλέπομεν πολλάκις δύο ἀνθρώπους νὰ στοιχηματίζουν μεγάλα ἢ μικρὰ ποσά, δι᾽ ἓν πρᾶγμα τοῦ ὁποίου ἄδηλος εἶναι ἡ ἔκβασις, πιστεύοντες καὶ ὁ εἷς καὶ ὁ ἄλλος ὅτι θὰ γίνῃ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐπιθυμοῦν;
― Καθώς, λόγου χάριν, εἰς τὰς ἐκλογάς, σὰν καλὴ ὥρα, εἶπεν ο Λάμπρος ὁ Βατούλας, ὁποὺ βάζουν στοίχημα ὅτι θὰ βγῇ ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον θέλει ὁ καθένας.
―Ἴσα ἴσα! εἶπεν ὁ Μανώλης. Λοιπόν, δὲν εἶναι καλὸ νὰ βάλουν οἱ δυό τους, τώρα μπροστά μας, ἕνα στοίχημα;
― Σὰν τί στοίχημα;
― Νὰ στοιχηματίσετε, σύ, κουμπάρε Γιάννη, ὅτι θὰ κερδίσῃ τὸ δικό μας τὸ κόμμα, καὶ σύ, Κωνσταντή, ὅτι θὰ κερδίσῃ τὸ ἄλλο κόμμα.
―Ἐγὼ βάζω τὸ γάιδαρό μου! ἀνέκραξεν ὁ Γιάννης τῆς Χρυσάφους.
― Κι ἐγὼ τὸ βόδι μου! ἐφώνησεν ὁ Κωνσταντὴς ὁ Καλόβολος.
―Ὁ γάιδαρός σου ἂς ἔχῃ ζωή, κουμπάρε Γιάννη, καὶ τὸ βόδι σου σοῦ χρειάζεται διὰ νὰ ζήσῃς, Κωνσταντὴ Καλόβολε. Μόνον ἀρκεῖ νὰ βάλετε κάτι τι ποὺ νὰ τρώγεται, ποὺ νὰ μασιέται εὔκολα, γιὰ νὰ ξεφαντώσῃ ὅλο τὸ ἀσκέρι, ποὺ καλῶς ἀνταμωθήκαμε ἐδῶ, καλή μας ὥρα, ὅταν θὰ γίνουμε φίλοι μετὰ τὰς ἐκλογάς. Ἐσύ, κουμπάρε Γιάννη, δὲν ἔχεις, θαρρῶ, δυὸ προβατίνες κ᾽ ἕνα κριάρι;
― Τὰ θυσιάζω! ἀνέκραξεν ὁ Γιάννης τῆς Χρυσάφους. Γιὰ τὸ χατίρι σου, κουμπάρε, κουρμπάνι* γίνομαι!
― Κι ἐγώ, γιὰ τὴν ἀγάπη σου, κὺρ Λάμπρο! ἐφώνησεν ὁ Κωνσταντὴς ὁ Καλόβολος.
― Δὲν εἶν᾽ ἀνάγκη νὰ θυσιάσῃς τὲς προβατίνες, κουμπάρε Γιάννη, τὸ κριάρι μᾶς ἀρκεῖ.
― Βάζω τὸ κριάρι! εἶπεν ὁ Γιάννης.
― Κ᾽ ἐγὼ βάζω τέσσαρα ζευγάρια κόττες ποὺ ἔχω, εἶπεν ὁ Κωνσταντής.
― Λοιπὸν σύμφωνοι· ἂν κερδίσωμεν καὶ τοὺς δύο βουλευτὰς ἡμεῖς, ἐσύ, Καλόβολε, θὰ βάλῃς τὰ τέσσαρα ζευγάρια κόττες, κι ἂν κερδίσουν οἱ ἄλλοι, ἐσύ, κουμπάρε Γιάννη, θὰ θυσιάσῃς τὴν προβατίνα. Ἐὰν ὅμως βγάλουμε ἀπὸ ἕνα βουλευτὴν τὰ δύο κόμματα, τότε ἔχεις κέρδος, ἐσύ, κουμπάρε, τὴν προβατίνα σου, γλυτώνεις κ᾽ ἐσύ, Κωνσταντή, τὲς κόττες σου.
― Σύμφωνοι!
Ἔδωκαν τὰς χεῖρας καὶ ἀπεχωρίσθησαν.
Β´
Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, Τρίτην τῆς ἑβδομάδος, πέντε ἡμέρας πρὸ τῆς ἐκλογῆς, περὶ τὴν ὀγδόην ὥραν, ὁ Λάμπρος Βατούλας ἤναψε μετὰ τὸ δεῖπνον τὸ φαναράκι του, καὶ συνοδευόμενος ἀπὸ τρεῖς ἢ τέσσαρας φίλους ἐξῆλθεν εἰς ἐπισκέψεις κατ᾽ οἴκους πρὸς ψηφοθηρίαν. Διῆλθον διὰ τῆς ἀγορᾶς, καὶ εἶτα, δι᾽ ἀνωφεροῦς δρομίσκου, ἐβάδισαν ἀνερχόμενοι εἰς τὴν ἄνω λαϊκὴν συνοικίαν. Μόλις ἐπροχώρησαν ὀλίγα βήματα, καὶ δευτέρα συνοδία, μετὰ φανοῦ καὶ αὐτή, προέβαλε κατόπιν των ἀνερχομένη. Ἦτο ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος μὲ τὴν παρέα του, ἀπὸ τὸ ἄλλο κόμμα. Ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας εἶχε «τὰ μάτια τέσσερα», ἀλλ᾽ ἐκείνην τὴν στιγμὴν ἠσχολεῖτο αὐτὸς καὶ ἀπησχόλει καὶ τοὺς φίλους του, ἐνῷ ἐβάδιζαν, διηγούμενος διαφέρουσαν πρὸς αὐτοὺς ἱστορίαν. Ὁ Γιαννάκος ὁ Χαρτουλάριος, ἀφοῦ εἶχε κάμει λεπτὰ εἰς τὸ Κάιρον, ἐμπορευόμενος ἐπὶ δώδεκα ἔτη ὡς ἀλευράς, κατ᾽ ἄλλους ὡς φουρνάρης, ἔφθασε μὲ τὸ καλὸν εἰς τὴν πατρίδα του, πρωτεύουσαν τῆς ἐπαρχίας, καὶ τὸ εἶχεν ἀπόφασιν, νὰ πολιτευθῇ. Ἐφαίνετο μορφωμένος, εἶχεν ἰδεῖ κόσμον, τὸν ἐγνώριζεν αὐτὸς παιδιόθεν, καὶ πρὸ ἡμερῶν, ὅτε μετέβη εἰς τὴν πρωτεύουσαν τῆς ἐπαρχίας, ἀνενέωσε τὴν γνωριμίαν. Ὁ νεοφερμένος ἀπὸ τὴν ξενιτείαν εἶχεν αἰσθήματα, ἐξέφερε γενικὰς σκέψεις περὶ τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, «ξύλα κούτσουρα, δαυλιὰ καμένα». Δὲν ὡμοίαζε μὲ τὸν Ἀλικιάδην, ὅστις ἐπολιτεύετο χάριν τῶν δημοσίων ἔργων, οὔτε μὲ τὸν Γεροντιάδην, ὅστις ἐξελέγετο βουλευτὴς διὰ τὸ καλὸν τῆς πατρίδος. Ἦτον ἀφελὴς τοὺς τρόπους, καὶ ἔτι ἀφελέστερος τὰς ἰδέας. Ἤθελε νὰ πολιτευθῇ «γιὰ δόξα». Εὐκαιρία λαμπρά. Ὁ Ἀλικιάδης ἦτο παμπόνηρος, καὶ τὰ χέρια του ὡμοίαζαν μὲ γάντζους. Δὲν ἠμποροῦσες νὰ τοῦ βγάλῃς λεπτὰ οὔτε μὲ τὸ δόλωμα οὔτε με τὸ «παρασούβλι»*. Δὲν ἔδιδε πέντε χωρὶς νὰ εἶναι βέβαιος ὅτι θὰ λάβῃ δέκα. Ἑβραῖος σωστός. Ὁ Γιαννάκος ὁ Χαρτουλάριος ἦτο ἀγαθός, «ψυχαράκι*, ὁ καημένος». Πῶς ἐφαίνετο ὅτι ἤρχετο ἀπὸ μακριά! Σωστὸς Κελεπούρης! Εἶχε παραδάκια καλά, παιδιὰ-σκυλιὰ τίποτε. «Ἐφυσοῦσε»*. (Καὶ ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας συνώδευε δι᾽ ἐλαφροῦ φυσήματος ὡς καὶ διὰ προστριβῆς τοῦ ἀντίχειρος ἐπὶ τοῦ δείκτου, ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ φαναρίου τὴν λέξιν: «Φυσάει, φυσάει!») Ποῦ θὰ τὴν εὕρισκαν ἄλλην φορὰν τοιαύτην εὐκαιρίαν; Τὸν παλαιὸν καιρόν, οἱ ὑποψήφιοι βουλευταὶ κατήρχοντο σύνδυο εἰς τὸν ἀγῶνα, ἔκαμναν κολληγιές. Ἐπειδὴ ὅμως ἑκάστοτε ὁ ἕτερος τῶν συνδυαζομένων ἢ οἱ στενώτεροι τῶν περὶ αὐτόν, ἑκόντος ἢ ἄκοντος αὐτοῦ, παρεσπόνδουν κ᾽ ἔκρινον καλὸν νὰ μαυρίσουν τὸν σύντροφον, δίδοντες ἀποκλειστικὴν εἰς τὸν ἰδικόν των, ἐξέλιπεν ἡ ἐμπιστοσύνη, καὶ οἱ συνδυασμοὶ ἐξέπεσαν κατὰ μικρὸν εἰς τὴν ἐπαρχίαν, ἑωσότου ὁλοσχερῶς κατηργήθησαν. Τώρα ὁ καημένος ὁ Γιαννάκος, ἐπειδή, καθὼς σᾶς εἶπα, ἔρχεται ἀπὸ μακριά, ἐζήτησεν ἐν τῇ ἀθωότητί του νὰ συνδυασθῇ μὲ τὸν Ἀλικιάδην, καὶ ὁ τσιφούτης προθύμως τὸν ἐδέχετο. Ἄλλοι ὅμως πονηρότεροί του τοῦ ἄνοιξαν τὰ μάτια, κ᾽ ἔτσι ὁ συνδυασμὸς ἐναυάγησε. «Τόσο τὸ καλύτερο γιὰ μᾶς, παιδιά». Ἂν ὁ συνδυασμὸς κατηρτίζετο, ὁ Ἀλικιάδης θὰ διεύθυνε τὸ οἰκονομικὸν μέρος, καὶ θὰ τοῦ ἔτρωγε τὰ λεπτὰ χωρὶς νὰ τοῦ δώσῃ ψήφους. Τώρα ὅμως ὁ Χαρτουλάριος θὰ διεπραγματεύετο ἀπ᾽ εὐθείας πρὸς αὐτούς (ἐκτὸς ἂν τὸν ἥρπαζε τὸ σκυλί, ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, μὲ τοὺς ἰδικούς του, ἀλλ᾽ ὁ Λάμπρος θὰ εἶχε τὸν νοῦν του), κ᾽ εὔκολα, ἤλπιζε, θὰ τὸν ἔβαζαν στὸ χέρι. Ἂν ἠμποροῦσαν νὰ τοῦ δώσουν καμμιὰ ἑκατοστὺ ψήφους (ἐκεῖνος βουλευτὴς δὲν θὰ ἔβγαινε, κι ἂς τὸ εἶχε σίγουρο, μόνον γιὰ τὸ ὀνόρε*) ἀπὸ κείνους τοὺς σμιγούς*, τοὺς φθηνούς, ποὺ θὰ τοὺς ἀγόραζαν πρὸς 4-5 δραχμὰς τὸ κομμάτι, καὶ θὰ τοῦ τοὺς ἐπουλοῦσαν πρὸς 15, ἂς εἶναι καὶ πρὸς δέκα δραχμάς, χαρὰ στὴν τύχην τους! Ἀφοῦ εἶπε τοιαῦτά τινα ὁ Λάμπρος εὐθὺς προσέθηκε: «Τάχα ὁ λόγος τὸ λέει, ἡμεῖς δὲν εἴμαστε ἀπὸ κεινούς… Ἄ! ὁ Μανώλης, ναί, ἐκεῖνος εἶναι γι᾽ αὐτὲς τὲς δουλειές».
Συγχρόνως ἀνήρχετο κατόπιν των ἡ ἄλλη συνοδία, καὶ ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, ἐν τῶ μέσῳ ἱστάμενος, ἔλεγε ταπεινῇ τῇ φωνῇ, μὲ ἀλληγορικάς, ὡς συνήθιζε, φράσεις: «Αὔριο, παιδιά, πέφτει τὸ μεγάλο ψάρι… Νά ᾽χετε τὸ νοῦ σας… Μὴ μᾶς 〈τὸ〉 φάῃ τὸ θεριό (κ᾽ ἐδείκνυεν ἑκατὸν βήματα ἀπωτέρω, διὰ μέσου τοῦ σκότους, περὶ τὴν κινουμένην ἀμυδρὰν λάμψιν τοῦ προπορευομένου φανοῦ, τὸν Λάμπρον τὸν Βατούλαν μὲ τὴν συνοδίαν του). Νὰ πιάσουμε τὰ πόστα… Μὴ μᾶς φάῃ τὸ ψάρι ὁ γαλιός*… Ὣς τὸ μεσημέρι ὁ ροφὸς ἀριβάρει (νὰ πάρουμε, ὡς-τὰ-χωρατά, μιὰ βάρκα, νὰ πεταχτοῦμε ὣς τὰ νησιά, νὰ κάμουμε καρτέρι)… ροφὸς ἑφταοκαδιάρικος, φρέσκος!… Θὰ πέσουν καὶ κάτι συναγριδάκια, δὲ σᾶς λέω… Μὰ βάρδα ἀπ᾽ τὸ σκυλόψαρο (κ᾽ ἐδείκνυε τὸν Λάμπρον τὸν Βατούλαν). Διπλὲς ἀπετουνιές, τριπλᾶ παραγάδια… μὲ χονδροὺς φελλοὺς καὶ μὲ μολυβῆθρες πενηντάρικες… Καὶ τὰ μάτια σας τέσσερα… Νὰ στέκεσθε ἀ-ρόδο*, νά ᾽χετε ἀ-πρόντο*, καὶ τὶς πράγκες* καὶ τὰ καμάκια… καὶ τὸ σηπιογυάλι ἕτοιμο… γιατὶ ἀλλοιῶς δὲ βγαίνει λαδιά». Εἶτα ὁ Μανώλης προσέθηκεν: «Ἂς εἶναι, ἡμεῖς τέτοιοι δὲν εἴμαστε… Μὰ ἔπρεπε κάτι τι νὰ γίνῃ, στὸ πεῖσμα ἐκείνου τοῦ θεριοῦ, ἐκείνου τοῦ σκυλόψαρου!»
Οἱ περὶ τὸν Μανώλην ἐγέλων πεπνιγμένους γέλωτας ἀκούοντες καὶ ἅμα προυχώρουν, ὥστε παρ᾽ ὀλίγον ἔφθασαν τὴν πρώτην συνοδίαν, ἧς τὰ μέλη ἠκροῶντο τὰς λεπτομερεῖς καὶ σπουδαίας ἀνακοινώσεις τοῦ Λάμπρου, κ᾽ ἐκοντοστέκοντο, καὶ πάλιν ἐβάδιζον. Τότε εἷς τῶν πέντε, ἀκούσας βήματα, ἐστράφη, καὶ εἶδε τὴν δευτέραν συνοδίαν, καὶ τὴν ὑπέδειξεν εἰς τοὺς μετ᾽ αὐτοῦ, οὗτοι δὲ ἐτάχυναν τὸ βῆμα.
Εἰσῆλθον πρῶτον, ὁ Λάμπρος καὶ δύο τῶν σὺν αὐτῷ, εἰς τὸν οἰκίσκον τοῦ Περμαχογιάννη, γέροντος χωρικοῦ, ἔχοντος τρεῖς υἱοὺς ἐκλογεῖς, οἱ δὲ λοιποὶ δύο τῆς συνοδίας ἔμειναν εἰς τὸ προαύλιον, ὡς καραούλι. Ἐκ τῆς ἄλλης συντροφίας, ὁ Μανώλης καὶ δύο ἄλλοι ἀνέβησαν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Ζυγαράκια, ἔχοντος τέσσαρας υἱοὺς καὶ ἡμίσειαν δωδεκάδα ἀνεψιῶν, ὅλους ψηφοφόρους, δύο δὲ καὶ ἐκ τῆς συνοδίας ταύτης ἔμειναν ἔξω τῆς θύρας βιγλίζοντες. Δεύτερον ἀνέβησαν οἱ περὶ τὸν Λάμπρον εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ζευγηλάτου Στροφλιώτου, οἱ δὲ περὶ τὸν Μανώλην εἰσῆλθον εἰς τὴν καλύβην τοῦ Μαλλιοδήμου τοῦ αἰγοβοσκοῦ. Ἀκολούθως ἐπεσκέφθησαν καὶ ἄλλας οἰκίας, κατὰ τὴν αὐτὴν πάντοτε τακτικήν, δύο ἐξ ἑκατέρας συνοδίας μενόντων πάντοτε ὡς οὐραγῶν ἔξω τῆς θύρας ἢ κάτω τῆς λιθίνης κλίμακος. Ἦτο δὲ ὀγδόη ἢ δεκάτη ἑσπέρα αὕτη, καθ᾽ ἣν ὁ Μανώλης καὶ ὁ Λάμπρος μετὰ τῶν αὐτῶν ἢ ἄλλων ὀπαδῶν δὲν ἔπαυσαν ἐπισκεπτόμενοι τὰς οἰκίας τῶν χωρικῶν καὶ ψηφοθηροῦντες. Παντοῦ ἐλάμβανον κ᾽ ἔδιδαν λιπαρὰς διαβεβαιώσεις καὶ ὑποσχέσεις δαψιλεῖς, τόσον χορταστικάς, ὥστε εἷς τῶν μετὰ τοῦ Μανώλη, συνοδεύσας αὐτὸν πολλὰς ἑσπέρας εἰς τοιαύτας ἐκδρομάς, ἀλλὰ πρώτην φορὰν ἐφέτος βλέπων ἐκλογάς, καθόσον ἦτο ναυτικὸς καὶ συνήθως ἀπεδήμει, ἔλεγεν εὔπιστος, οἰκτείρων τῆς ἀντιθέτου μερίδος τοὺς τόσους δρόμους:
― Τί χαλνοῦν τὰ παπούτσια τους; Τώρα πιὰ οἱ ψῆφοι μᾶς περισσεύουν!
Ἀλλ᾽ ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, λίαν πεπειραμένος περὶ τὰ τοιαῦτα, ἔσεισεν οἰκτιρμόνως τὴν κεφαλὴν καὶ τοῦ εἶπε:
― Ἄχ! δὲ ξέρεις παιδί μ᾽, ἀπ᾽ αὐτά. Τὸ ψάρι, ἐνῷ θαρρεῖς ὅτι τὸ κρατεῖς, ἔξαφνα γλιστράει καὶ φεύγει. «Χάνος εἶμαι, χάνομαι… μπέρκα ᾽μαι, δὲν πιάνουμαι… γιοῦλος* εἶμαι σὲ γελῶ… καὶ τὰ δίχτυα σου χαλῶ».
Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ Λάμπρος μετὰ τῶν δύο συντρόφων του ἀνέβησαν εἰς τοῦ γέροντος πορθμέως μπαρμπα-Διοματάρη, εἰς καλύβην ἀνώγεων μετὰ μικροῦ σοφᾶ*, ὅπου εὗρον τὸν γηραιὸν ναυτικὸν καθήμενον, ἂν καὶ ἦτο θέρος ἤδη, παρὰ τὴν ἑστίαν, καπνίζοντα ἐλεεινὸν καπνὸν μὲ τὴν πίπαν του, καὶ θερμαίνοντα τὰς δύο κνήμας, ὧν ἡ μία εἶχε παγώσει πρὸ ἐτῶν εἰς τὸν Δούναβιν, καὶ ἐρεθιζομένη ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν τὸν καθίστα ἀνίκανον πρὸς ἐργασίαν. Ἡ γραῖα ἐπαιδεύετο νὰ βράσῃ δύο ἢ τρία σκορπιδάκια, τὰ ὁποῖα τῆς εἶχε φέρει ὁ γέρων, ἀργὰ φθάσας τὴν ἑσπέραν ἐκείνην μὲ τὴν μικρὰν βάρκαν του ἐκ τῆς ἡμερησίας ἀνὰ τὸν λιμένα ἐκδρομῆς. Ὁ Λάμπρος ἐκάθισεν ἐπί τινος παλαιοῦ κιβωτίου μὲ γλυφὰς καὶ μὲ καρφία διατεθειμένα πρὸς κόσμον εἰς ρόμβους καὶ εἰς σταυρούς, οἱ δὲ δύο ἀκόλουθοί του ἐκάθισαν ἐπί τινος κουλουριασμένου τριχίνου σχοινίου, χρησίμου εἰς τὴν ἁλιευτικήν. Παραγάδια καὶ δίκτυα ἐπὶ κονταρίων ἡπλωμένα ἐκρέμαντο ἀπὸ τὸν χθαμαλὸν ὄροφον ἕως τὸ δάπεδον. Ὅλα καὶ τὸ σχοινίον καὶ τὸ κιβώτιον, καὶ τὰ κιλίμια, καὶ ἡ ψάθα, καὶ οἱ μύστακες τοῦ μπαρμπα-Διοματάρη, καὶ τὸ φουστάνι τῆς γραίας του, ὅλα ἐμύριζαν ψαρίλες.
Ὁ Λάμπρος ἤρχισε νὰ ἐξηγῇ τὸν σκοπὸν τῆς ἐπισκέψεώς του, λέγων ὅτι, τὴν φορὰν ταύτην, ἐπὶ τέλους εὑρέθη ἄνθρωπος νὰ φροντίσῃ διὰ τὴν φτώχεια καὶ νὰ ἔβγαζαν βουλευτὴν τὸν Ἀλικιάδην, θὰ ἔκαμναν χρυσῆ δουλειά, διότι, αὐτός, ὁ Ἀλικιάδης, ἦτον φιλότιμος, καὶ εἶχε νὰ ζήσῃ, καὶ δὲν εἶχεν ἀνάγκην νὰ διορίσῃ εἰς θέσεις τοὺς ἀνεψιούς του καὶ τὸν υἱὸν τῆς κουμπάρας του, καὶ ἂν ἔβγαινε βουλευτής, θὰ ἐφρόντιζεν ἀποκλειστικῶς γιὰ τὴν φτώχεια. Δὲν ὡμοίαζε μὲ καμπόσους ἄλλους, «ὄνομα καὶ μὴ χωριό». Καὶ ὁ Λάμπρος δὲν εἶχεν ἀμφιβολίαν ὅτι, αὐτὴν τὴν φοράν, ὁ μπαρμπα-Διοματάρης θὰ ἔδιδεν ἀποκλειστικὴν τὴν ψῆφόν του εἰς τὸν Ἀλικιάδην.
Αὐτὰ τὰ εἶπεν ἐντέχνως ὁ Λάμπρος, ἐλπίζων νὰ εὕρῃ τὸν σφυγμὸν τοῦ γέροντος ναυτικοῦ. Ἀλλ᾽ ὁ μπαρμπα-Διοματάρης, ὡς νὰ ἐζήτει ἀφορμὴν νὰ ξεσπάσῃ, ἤρχισε νὰ διηγῆται διὰ μακρῶν τί τοῦ εἶχε συμβῆ κατόπιν τῆς ἄλλης ἐκλογῆς, καθ᾽ ἣν εἶχε δώσει ψῆφον εἰς τοὺς ἀντιθέτους.
… Εἶχεν ὑπάγει εἰς τὸν Γεροντιάδην πρὸ τῆς διαλύσεως τῆς Βουλῆς, φέρων ὅλα τὰ ἔγγραφά του, τὰ χαρτιά του, τὰ πιστοποιητικά του. Αὐτὸς ὅμως ἀγρὸν ἠγόρασε. «Ποῦ σ᾽ εἶδα, ποῦ σὲ ξέρω;» Δὲν τὸν ἄφηναν ἥσυχον, ἐπὶ τέλους; Ποίαν ὑποχρέωσιν εἶχε νὰ τρέχῃ δι᾽ ὅλες τὲς παλιοκαϊάσσες*, ὅσοι ἐζήτουν νὰ πάρουν σύνταξιν ἀπὸ τὸ Ἀπομαχικόν; Αὐτός, ὅσους ψήφους ἐπῆρε, τοὺς εἶχεν ἀγοράσει ἀκριβά. Ὅλους πληρωμένους. Ἕνα ἐκλογέα δὲν ἄφησε ἀπλήρωτον. Διεπραγματεύετο χονδρικῶς μὲ τὸν Μανώλην τὸν Πολύχρονον, ὅσους ψήφους, τόσα διπλᾶ τάλληρα, ἢ ὅσους ψηφοφόρους, τόσα δεκάρικα. Ἀνάγκην αὐτὸς δὲν εἶχε νὰ σκοτίζεται, νὰ συναλλάσσηται ἀπ᾽ εὐθείας μὲ ἕνα ἕκαστον τῶν ἐκλογέων. Ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, ἐκεῖνος ἔλυνε κ᾽ ἔδενε, ἐκεῖνος ἔμβαζε κ᾽ ἔβγαζε. Καὶ εἰς τὸ τέλος τοῦ λογαριασμοῦ ἀκόμη, οἱ ψῆφοι ἔβγαιναν ὀλιγώτεροι ἀπὸ τὰ δεκάρικα. Ἄρα καὶ πολλοὶ πληρωμένοι τὸν εἶχαν μαυρίσει. Ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, ὡς τετραπερασμένος ποὺ ἦτον, τὰ ἐμβάλωνε λέγων, ὅτι πρέπει νὰ ξεπεσθοῦν ἀπὸ τὸν λογαριασμὸν τόσα δεκάρικα, ὅσα ἐπῆγαν εἰς γενικὰ ἔξοδα, ἢ καὶ εἰς κεράσματα ἀκόμη, μὴ ἀρκέσαντος τοῦ κονδυλίου τοῦ εἰδικοῦ. Τέλος πάντων, ὅ,τι ἔγινεν ἔγινεν, ἀλλὰ μετὰ τὴν ἐπιτυχίαν, δὲν ἐννοοῦσε νὰ πληρώσῃ λεπτὸν παραπάνω. Καὶ οὐ μόνον τοῦτο, ἀλλ᾽ ἤθελε νὰ μὴ χάσῃ καὶ τὴν ἡσυχίαν του. Εἶχεν ἐξοφλήσει, ὡς ἐνόμιζεν. Ἐπῆρε χιλίους ἑκατὸν ψήφους κ᾽ ἐξώδευσε χίλια διακόσια δεκάρικα, δώδεκα χιλιαδοῦλες σωστές. Τοῦ ἦλθε σχεδὸν ἀπὸ ἕνδεκα δραχμάς, κατ᾽ ἀκριβολογίαν ἀπὸ δέκα καὶ ἐνενῆντα ἓν λεπτὰ παρὰ ἓν κλάσμα, ἡ ψῆφος. Δὲν ἐξελέχθη αὐτὸς βουλευτὴς διὰ νὰ τρέχῃ διὰ τὲς δουλειὲς τῶν ἐκλογέων, καθὼς ἄλλοι, ἐξελέχθη διὰ τὰ γενικὰ συμφέροντα τῆς ἐπαρχίας. Καὶ ὄχι μόνον τῆς ἐπαρχίας, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἔθνους ὅλου. Τί λέγει τὸ Σύνταγμα; «Ἕκαστος βουλευτὴς ἀντιπροσωπεύει ὅλον τὸ ἔθνος, καὶ ὄχι μόνον τὴν ἐπαρχίαν ἐξ ἧς ἐκλέγεται». Καὶ εὐτυχῶς ἡ προλαβοῦσα Βουλὴ δὲν ἦτο ὡς αἱ προκάτοχοί της, αἵτινες διελύοντο μετὰ ἓν ἔτος ἢ καὶ μετὰ ὀκτὼ μῆνας ἀπὸ τοῦ σχηματισμοῦ των. Ἔφαγε τρεῖς σωστὰς συνόδους τακτικὰς καὶ δύο ἐκτάκτους. Ἐφαίνετο ὅτι δὲν ἔμελλε ποτὲ νὰ διαλυθῇ, ἀλλ᾽ ἐπὶ τέλους, περὶ τὰ τέλη τῆς Γ´ συνόδου, διελύθη. Κατὰ τὴν πρώτην σύνοδον, ὁ Γεροντιάδης ἐφρόντισε νὰ διορίσῃ εἰς μικρὰς ἢ μεγάλας θέσεις ὅλους τοὺς ἀνεψιούς του, ἑπτὰ τὸν ἀριθμόν, καθὼς 〈καὶ〉 δύο ἐξαδέλφους του καὶ τρεῖς δευτέρους ἐξαδέλφους του, ὡς καὶ δύο κουμπάρους, καὶ τὸν υἱὸν τῆς κουμπάρας του, καὶ τὸν ἀδελφὸν τῆς ὑπηρετρίας του, καὶ ἄλλους. Κατὰ τὴν δευτέραν σύνοδον κατώρθωσε νὰ ἀκυρώσῃ δικαστικῶς ὅλα τὰ ἐνοικιαστήρια τῶν οἰκιῶν τῶν ἀντιπάλων του, ὡς δημοσίων γραφείων, καὶ νὰ ἐνοικιάσῃ τὴν μίαν οἰκίαν του ὡς ἐπαρχεῖον, τὴν ἄλλην ὡς ἑλληνικὸν σχολεῖον, καθὼς καὶ τῆς τρίτης μεγάλης παραθαλασσίου οἰκίας του, τὸ μὲν ἄνω πάτωμα ὡς ἐφορίαν, τὸ δὲ κάτω πάτωμα ὡς λιμεναρχεῖον. Ἔμενεν ἀκόμη τὸ ταμεῖον, τὸ τελωνεῖον καὶ τὸ εἰρηνοδικεῖον, ἀλλὰ δυστυχῶς δὲν εἶχεν ἄλλας οἰκίας ἰδικάς του πρὸς ἐνοικίασιν. Κατὰ τὴν τρίτην σύνοδον ἐπρόφθασε κ᾽ ἔβαλε δύο ἐκ τῶν υἱῶν του ὑποτρόφους δύο διαφόρων κληροδοτημάτων, καθ᾽ ὃ ἀνομοίου κλίσεως καὶ προορισμοῦ. Ὅσον διὰ τὴν κόρην του, αὐτὴν τὴν εἰσήγαγε, τῇ συναινέσει καὶ τῆς μητρός της, νομίμου συζύγου του, εἰς τὸ «Σκολειὸ τῆς Ἀμαλίας», ὡς ἀσφαλέστερον, μὴ εὑρὼν ἄλλο πρόχειρον παρθεναγωγεῖον ἵνα τὴν εἰσαγάγῃ. Καὶ ἄλλα ἀκόμη θὰ κατώρθωνε, διότι ἡ Βουλὴ ἐκείνη παραδόξως ἐφαίνετο ἔχουσα «μέρες ἀπ᾽ τὸ Θεὸ» διὰ νὰ ζήσῃ. Δυστυχῶς, καὶ παρ᾽ ἐλπίδα, διελύθη, τέταρτον μῆνα τῆς Γ´ συνόδου ἄγουσα.
Γ´
Τοιαῦτα ἤρχισε νὰ διηγῆται εἰς τὸν Λάμπρον, ὅστις τὰ ἐγνώριζε καλύτερ᾽ ἀπ᾽ αὐτόν, ὁ μπαρμπα-Διοματάρης, παρενθέτων ἐνίοτε εἰς τὴν σειρὰν τῆς διηγήσεως ἓν «καθὼς ἔμαθα, καθὼς μοῦ εἶπαν». Τὰ πλεῖστα ὅμως πρὸς συμπλήρωσιν τῆς εἰκόνος τὰ προσέθηκε διακόπτων τὸν γέροντα ἁλιέα ὁ Λάμπρος αὐτός, ὅστις δὲν ἔπαυεν, εἰς τὸ τέλος ἑκάστης περιόδου τοῦ ἁπλοϊκοῦ ἀφηγητοῦ, νὰ κατανεύῃ διὰ τῆς κεφαλῆς ἐπιδοκιμάζων, καὶ προσδοκῶν αἴσιον δι᾽ αὐτὸν τὸ ἀποτέλεσμα. Ἀλλὰ τὸ περιεργότερον ἦτο τὸ πεῖσμα καὶ ἡ ὀξύτης, μεθ᾽ ὧν τὰ ἤρτυεν ὁ μπαρμπα-Διοματάρης. Ἀληθῶς δὲ ὁ Λάμπρος δὲν τὸ ἐπερίμενε, καὶ μεγάλως ἐξεπλάγῃ ὅταν εἰς τὸ τέλος τῆς διηγήσεως ὁ ἀφηγητὴς προσέθηκε:
― Τέτοιοι εἶναι ὅλοι τους! Ὕστερα, δῶσέ τους ψῆφο. Δὲν πάω οὔτε νὰ ψηφοφορήσω, νὰ μοῦ λένε πὼς μ᾽ ἀγόρασαν.
― Τί λές, μπαρμπα-Διοματάρη; ἀνέκραξεν ὁ Λάμπρος. Αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν εἶναι ὁ Γεροντιάδης… εἶναι ὁ Ἀλικιάδης, καὶ δὲν ἔχεις νὰ κάμῃς μὲ τὸν Μανώλη τὸν Πολύχρονο, ἔχεις νὰ κάμῃς μ᾽ ἐμένα…
―Ὅλοι τὸ ἴδιο εἶναι! ἐπανέλαβε μετὰ πεισμονῆς ὁ μπαρμπα-Διοματάρης, ἀμεριμνῶν ἂν προσέβαλλε κατὰ πρόσωπον τὸν Λάμπρον τὸν Βατούλαν.
― Πῶς, ὅλοι τὸ ἴδιο εἶναι! ἐπανέλαβεν ὁ Λάμπρος. Ἡμεῖς δὲν καταδεχόμαστε, μπαρμπα-Διοματάρη, νὰ κάνουμε τὶς δουλειὲς ποὺ κάνει ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος.
― Δὲν τὸ καταδιώχνετε*! ἀνεκάγχασε σκληρῶς ὁ τραχὺς ναύτης.
― Ναί, αὐτὸ ποὺ σοῦ λέω ἐγώ. Δὲν μοῦ λές, μπαρμπα-Διοματάρη, στὴν ἄλλη ἐκλογὴ πῆρες παράδες ἀπ᾽ τὸ Μανώλη;
―Ἐγὼ νὰ πάρω παράδες; εἶπε βλοσυρὸς ὁ γέρων πορθμεύς· ἐμένα μοῦ ἔταξαν νὰ βγάλουν τὴν σύνταξή μου.
― Δὲν σημαίνει· ἔκαμες κακὰ νὰ μὴν πάρῃς παράδες.
― Γιατί;
― Γιατὶ ὁ Μανώλης θὰ σὲ πέρασε γιὰ πληρωμένον, αὐτὸ νὰ τὸ ξέρῃς σίγουρα.
― Τώρα τὸ κατάλαβα κ᾽ ἐγώ, καὶ γι᾽ αὐτό, οὔτε ξαναπάω πλιὰ νὰ ρίξω ψῆφο.
― Εἶσαι κουριόζος* ἄνθρωπος, μπαρμπα-Διοματάρη, ἐστέναξεν ὁ Βατούλας.
― Τὸ ξέρω κ᾽ ἐγώ… Δὲν θὰ ὑπάρχουν πολλοὶ τέτοιοι σὰν ἐμένα.
― Δὲν ὑπάρχει κανείς… Εἶσαι μοναχός σου… Δὲν ἔχεις ταίρι.
Καὶ ὁ Λάμπρος ἐστέναξεν ἐκ δευτέρου, ἀναλογιζόμενος ὅτι, ἂν ὑπῆρχαν πενῆντα τοιοῦτοι ἐκλογεῖς, μὴ δεχόμενοι χρήματα, ἀλλὰ ὑποσχόμενοι, οὐχὶ ὅπως ὁ μπαρμπα-Διοματάρης, νὰ ψηφοφορήσουν κατ᾽ εὐχήν, θὰ ἐκέρδιζε καὶ αὐτὸς πενῆντα χάρτινα δεκάδραχμα ἀπὸ μίαν ἐκλογήν. Ἐφθόνει δὲ καὶ τὸν Μανώλην τὸν Πολύχρονον, ὅστις ἤξευρε τὸν τρόπον, ὑποσχόμενος εἰς τὸν ἕνα διορισμόν, εἰς τὸν ἄλλον σύνταξιν, εἰς τὸν τρίτον αἰσίαν ἔκβασιν τῆς δίκης, νὰ εὑρίσκῃ ἀπληρώτους ἐκλογεῖς, τοὺς ὁποίους νὰ περνᾷ εἰς τὸ κατάστιχόν του ὡς πληρωμένους.
Ἐν τοσούτῳ δὲν ἀπηλπίσθη νὰ μεταπείσῃ τὸν μπαρμπα-Διοματάρην, καὶ ἠξεύρων ὅτι, ἂν ἐπέμενεν ἀποτόμως κατ᾽ αὐτὴν τὴν ἰδίαν ἑσπέραν, θὰ ἐστόμωνε* μόνον τὸ γεροντικὸν πεῖσμα τοῦ χελωνοδέρμου ναυτικοῦ, τὸν ἐκαληνύκτισε δι᾽ ἀπόψε, ἐπιφυλαχθεὶς νὰ ἐπανέλθῃ μετὰ δύο ἑσπέρας.
* * *
Ἀκολούθως ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας μετὰ τῶν συνοδῶν του ἀνῆλθεν εἰς τὴν μικρὰν οἰκίαν τοῦ Θανάση τοῦ Τσιρογιάννη.
― Καλῶς τὰ κάνετε*! καλησπέρα, Θανάση μὲ τὴ φαμίλια σου! ἔκραξεν ὁ Λάμπρος μὲ τὴν λιγυρὰν καὶ θωπευτικὴν φωνήν του, καὶ μὲ τὴν μελισταγῆ εὐπροσηγορίαν του.
― Καλῶς τὸν κὺρ Λάμπρο μὲ τὴν παρέα του.
―Ἔ; εἴμαστε γιὰ νά ᾽μαστε*;
― Μὰ βέβαια… Ἐσεῖς δὲν ἐφανήκατε κανένας σας, οὔτε σεῖς οὔτε οἱ ἄλλοι… Εἶπα κ᾽ ἐγὼ μαθέ, γιατί δὲ μοῦ μιλεῖ κανένας;… Νὰ μὴ μ᾽ πῇ κανένας ἕνα λόγο;
― Νά ποὺ ἤρθαμε…
Ὁ οἰκοδεσπότης ὡμολόγει ἀφελῶς ὅτι ἦτο ἕτοιμος νὰ δώσῃ τὸν λόγον του εἰς ἐκεῖνον τῶν κομματαρχῶν, ὅστις πρῶτος θὰ ἔσπευδε νὰ τὸν ἀγκαζάρῃ. Ἠγάπα ὡς φαίνεται τὰς θωπείας, καὶ ἐθεώρει ὡς τιμὴν προσγινομένην αὐτῷ, τὸ νὰ ἔλθῃ τις παρακαλῶν νὰ τοῦ δώσῃ τὴν ψῆφόν του.
― Ἄλλο σόι ἄνθρωπος αὐτός, εἶπε μέσα του ὁ Λάμπρος Βατούλας. Καλὰ ποὺ πρόφτασα κι ἦρθα… πῶς δὲν τὸ πῆρε μυρουδιὰ ἐκεῖνο τὸ σκυλί, ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, νὰ ἔρθῃ νὰ μοῦ τὸν πάρῃ!
Ὁ Θανάσης ὁ Τσιρογιάννης προσέφερεν οἶνον καὶ στραγάλια εἰς τοὺς ἐπισκέπτας, ὁ δὲ Λάμπρος τοῦ ἔδωκε παχείας ὑποσχέσεις δι᾽ οἱανδήποτε ἀπαίτησιν καὶ ἂν εἶχεν ἀπὸ τὸν μέλλοντα βουλευτήν, ὅστις ἦτο σίγουρος «μὲ τὸ παραπάνω», καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ περάσῃ ἀπὸ τὸ γραφεῖόν του, ὅπου εἶναι τὸ ἐκλογικὸν κέντρον, διὰ νὰ τὰ εἰποῦν καλύτερα. Μόλις ἀπῆλθεν οὗτος μετὰ τῶν ἀκολούθων, καὶ ὁ Μανώλης μὲ τοὺς ἰδικούς του ἀνῆλθον εἰς τὴν οἰκίαν.
― Λοιπόν, κουμπάρε, πῶς εἴμαστε;
Ὁ Μανώλης εἶχε συνηθίσει ν᾽ ἀποκαλῇ κουμπάρους σχεδὸν ὅλους, καὶ τοὺς συντέκνους τῶν συμπεθέρων του.
― Τώρα, κουμπάρε, ἔδωσα τὸ λόγο μ᾽.
― Σὲ ποιόνε;
― Στὸ Λάμπρο τὸ Βατούλα… Τώρ-δά, τώρα-δὰ ὅ,τι κατέβηκε… Δὲν ἠξεύρατε νὰ ᾽ρθῆτε μισὴ ὥρα μπροστά;
Δ´
Ἡ οἰκία τοῦ Σπληνογιάννη, ἀνώγεως, μὲ δύο δωμάτια καὶ μέγαν πρόδομον, μετὰ μεγάλου σκεπαστοῦ ἐξώστου καὶ λιθίνης κλίμακος, ἔκειτο ὀλίγα βήματα ἀπωτέρω πρὸς ἀνατολὰς βλέπουσα. Ἐκεῖ εἰσῆλθε μετὰ τῶν ἑταίρων του ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας, ἅμα ἐξελθὼν τῆς οἰκίας τοῦ Τσιρογιώργη.
Μετ᾽ ὀλίγα λεπτά, ὅτε ὁ Μανώλης κατῆλθεν ἄπρακτος ἐκ τῆς τελευταίας ἀνωτέρω περιγραφείσης ἐπισκέψεώς του, ἤκουσε θόρυβον, φωνὰς καὶ ταραχήν. Δύο φωναὶ ἀνδρικαί, ἡ μία βραχνή, ἐπίρρινος καὶ ὀργίλη, ἡ ἄλλη μελιχρὰ καὶ καταπραϋντική, ἠκούοντο συνεχῶς ἐναλλάσσουσαι· ἀλλ᾽ ἀμφοτέρων ἐδέσποζεν ὀξεῖα καὶ διάτορος φωνή, φωνὴ γυναικὸς νευροπαθοῦς, διαμαρτυρομένης, μὲ γοερὰς καὶ ἀπειλητικὰς κραυγάς, ἃς ἀκούων τις εὐλόγως ὑπέθετεν ὅτι μεγάλη συμφορὰ εἶχεν ἐνσκήψει. Αἱ φωναὶ ἤρχοντο προφανῶς ἀπὸ τὴν οἰκίαν τοῦ Σπληνογιάννη. Ὁ Μανώλης, ὅστις ἐγνώριζε μὲν κάτι τι καὶ ἀπὸ πρίν, διέκρινε δὲ καὶ ὀλίγας λέξεις ἐκ τῶν πολυήχων κραυγῶν τῆς νευροπαθοῦς γυναικός, ἐνόμισεν ὅτι τὴν φορὰν ταύτην δὲν ἦτον ὑπόχρεως νὰ σεβασθῇ τοὺς ὅρους τῆς σιωπηλῆς συμβάσεως, ἥτις ἴσχυε μεταξὺ τῶν δύο ἀντιπάλων κομμάτων, ὅπως οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἑνὸς κόμματος μὴ ἐπιτρέχωσιν ἀδιακρίτως πρὸς ψηφοθηρίαν εἰς τὸ αὐτὸ μέρος, ὅπου ἔχουσιν ἤδη εἰσβάλει οἱ ὀπαδοὶ τοῦ ἄλλου, καὶ ἔσπευσε νὰ παραβιάσῃ τὴν σύμβασιν. Χωρὶς νὰ διστάσῃ, ἔνευσεν εἰς τοὺς δύο συντρόφους του νὰ τὸν ἀκολουθήσωσι, καὶ ἀνέβη εἰς τὴν οἰκίαν.
Οἱ δύο ἀκόλουθοι τοῦ Βατούλα, οἵτινες εἶχαν μείνει, κατὰ τὴν παραδεδεγμένην τακτικὴν εἰς τὸ προαύλιον τῆς οἰκίας, διεμαρτυρήθησαν δι᾽ ὑποκώφων γογγυσμῶν, ἀλλὰ δὲν ἐτόλμησαν ν᾽ ἀντισταθῶσιν. Ἔμενον δὲ νῦν ἀντικρύ των, προκλητικὰ ρίπτοντες ἐπ᾽ αὐτοὺς βλέμματα, καὶ οἱ δύο οὐραγοὶ τοῦ Μανώλη, ἀπώτερον ἱστάμενοι, καὶ δυσκολευόμενοι νὰ ἐννοήσωσι τὴν στρατηγικὴν τοῦ ἀρχηγοῦ των.
* * *
Μόλις εἶχεν ἀναβῆ ὁ Μανώλης εἰς τοῦ Σπληνογιάννη, καὶ παράθυρόν τι ἐλαφρῶς τρῖξαν ὑπανεῴχθη ἀντικρύ. Εἰς τὸ ἄνοιγμα τοῦ παραθύρου ἐξῆλθεν ἡ Τσιρογιώργαινα καὶ ἔτεινεν ἄπληστον τὸ οὖς. Εἰς τὸν μικρὸν ἐξώστην τῆς παρακειμένης οἰκίας, ἐνῷ ἡ θύρα ἔμενε κλειστή, σκοτεινὴ μορφὴ ἵστατο ἀπό τινων λεπτῶν τῆς ὥρας. Ἡ σκοτεινὴ μορφή, ἥτις δὲν ἦτο ἄλλη, εἰμὴ ἡ Ζυγαράκαινα, μήτηρ τεσσάρων υἱῶν ἐκλογέων, κτλ., εἶδε τὴν διὰ τοῦ ἀνοίγματος τοῦ παραθύρου προκύψασαν φαιδρὰν ὄψιν, τὴν ἀνεγνώρισε, κ᾽ ἐψιθύρισε πρὸς αὐτήν:
― Τ᾽ ἀκοῦς, γειτόνισσα;
― Τί ν᾽ ἀκούσω, γειτόνισσα;
― Νά, ποὺ μαλώνουν, τ᾽ ἀνδρόγυνο.
― Γιατί τάχα;
― Νά, ἀπὸ ἄλλο κόμμα, εἶναι, λέει, ὁ ἄνδρας κι ἀπὸ ἄλλο ἡ γυναίκα.
― Μὴ χειρότερα.
― Εἶναι καὶ ἄλλα χειρότερα, γειτόνισσα;
Καὶ ἡ φαιδρὰ ὄψις ἐπανέκλεισε τὸ παράθυρον κ᾽ ἔγινεν ἄφαντος, ἐνῷ ἡ σκοτεινὴ μορφὴ ἥτις δὲν ἐξετίμα ἐν παντὶ τὴν χρησιμότητα τῆς λυχνίας, ἔμεινε πολυπράγμων, κατασκοπεύουσα τὰ συμβαίνοντα ἐν τῆ ἀντικρινῇ οἰκίᾳ.
* * *
Μικρὸν πρὶν εἰσέλθῃ ὁ Μανώλης, ἰδοὺ τίνες φράσεις διημείβοντο ἐν τῇ οἰκίᾳ.
―Ἔννοια σου, κουμπάρε, μὴν τὴν ἀκοῦς αὐτή, ἔλεγε δεικνύων διὰ νεύματος τὴν σύζυγόν του πρὸς τὸν Λάμπρον Βατούλαν, ὁ Σπληνογιάννης, τεσσαρακοντούτης, ἰσχνός, κίτρινος, μ᾽ ἐσβεσμένα ὄμματα, προξενῶν οἶκτον.
― Κεῖνο ποὺ θέλω ἐγὼ θὰ γένῃ! ἀνέκραζεν ἀπειλοῦσα διὰ [τῆς] χειρονομίας ἡ σύζυγός του, ὡραία, τριακοντοῦτις, ὑψηλή, ροδόχρους, γλυκυτάτη, μὲ μεθυστικὸν τὸ βλέμμα καὶ τὸ μειδίαμα· τὴν ὁποίαν διὰ τοῦ πρώτου βλέμματος ὁ θεατής, συγκρίνων αὐτὴν ἐκ τοῦ σύνεγγυς πρὸς τὸν σύζυγόν της, ἀκουσίως θ᾽ ἄφηνε νὰ τοῦ ἐκφύγῃ ἡ ἐπιφώνησις: Κρῖμα στὴ γυναῖκα!
― Μὴν τὰ ξεσυνερίζεσαι τὰ λόγια της, κουμπάρε, διεμαρτύρετο λέγων ὁ σύζυγος.
― Τὸ δικό μου! θὰ περάσῃ, τὸ δικό μου! ἐπέμενε πάλιν ἡ συμβία.
― Καὶ τί; θὰ μὲ κουμαντάρῃς ἐσύ; ἔκραξεν ἀπειλητικῶς ὁ Σπληνογιάννης.
― Σᾶς παρακαλῶ… ἡσυχάσετε τώρα, παρενέβαλλε διὰ τῆς μελιχρᾶς καὶ θωπευτικῆς φωνῆς του ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας. Νὰ τό ᾽ξερα ἔτσι δὰ… καλύτερα νὰ μὴν ἐρχόμουνα… δὲν ἦρθα ἐγὼ γιὰ νὰ σπείρω σκάνδαλα στ᾽ ἀνδρόγυνο…
Ἡ θύρα ἠνοίχθη καὶ εἰσῆλθεν ἀνελπίστως ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος.
Ὁ Σπληνογιάννης ἠγέρθη αὐτομάτως μὲ βλέμμα ἐκπλήξεως καὶ ἀμηχανίας. Ἡ γυνὴ ἐξεπήδησεν ἐκ τοῦ σκίμποδος ἐφ᾽ οὗ ἐκάθητο, καὶ προέβη εἰς ὑποδοχήν του.
Ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας οὐδ᾽ ἐσάλευσεν ἀπὸ τὴν θέσιν του.
― Καλῶς τὸν κουμπάρο! ἔκραξεν ἡ οἰκοδέσποινα.
― Καλῶς τὸν κουμπάρο! ἐτραύλισε καὶ ὁ Σπληνογιάννης.
Τὸ ἀνδρόγυνον εἶχεν, ὡς φαίνεται, διπλὲς κουμπαριές, καὶ ἐντεῦθεν ἠδύνατο νὰ εἰκάσῃ τις ὅτι θὰ ἐπήγαζεν ἡ διαφωνία μεταξὺ τῶν δύο συζύγων. Διότι ὁ Σπληνογιάννης εἶχεν ὑποσχεθῆ νὰ δώσῃ τὴν ψῆφόν του εἰς τοὺς κουμπάρους του, Λάμπρον Βατούλαν καὶ λοιπούς. Ἡ Σπληνογιάνναινα ὅμως ἔτρεφε φανερὰν προτίμησιν πρὸς τοὺς κουμπάρους της, τοῦ κόμματος Μανώλη Πολύχρονου καὶ συντροφίας.
Εἶναι ἀληθὲς ὅτι, κατ᾽ ἰδίαν, ὁ Σπληνογιάννης διηγεῖτο εἰς τὴν σύζυγόν του ὅτι ἀπὸ πολιτικὴν ἁπλῶς ὑπέσχετο εἰς τὸν Λάμπρον τὸν Βατούλαν. Ἀλλ᾽ ἡ γυνὴ ἐσκύλιαζε καὶ ἐδαιμονίζετο, ὅταν τὸν ἤκουεν ἀνανεοῦντα τὴν ὑπόσχεσιν ταύτην, καὶ ἀπῄτει νὰ κηρύξῃ φανερὰ ὁ σύζυγός της εἰς τὸν Λάμπρον ὅτι δὲν θὰ τοῦ ἔδιδε ψῆφον. Τὴν θυσίαν ταύτην ἐδυσκολεύετο νὰ κάμῃ ὁ Σπληνογιάννης, καὶ ἀπὸ ἑβδομάδων ἤδη τὸ ἀνδρόγυνον «δὲν ἔτρωε μερωμένο ψωμί».
― Τὰ βλέπεις λοιπόν, φίλε κύριε Λάμπρε, εἶπε μετὰ προσποιητῆς σοβαρότητος, δάκνων τὰ χείλη, ὁ Μανώλης.
― Τί νὰ ἰδῶ;
― Δὲν πρέπει νὰ βάζουμε σκάνδαλα στὸ ἀνδρόγυνο…
― Μάλιστα, σ᾽ αὐτὸ συμφωνῶ κ᾽ ἐγώ, εἶπε μεθ᾽ ἑτοιμότητος ὁ Λάμπρος· δὲν πρέπει νὰ βάζετε σκάνδαλα, καθὼς τὸ λέτε.
―Ἐγὼ ἔβαλα! εἶπεν ὀργίλος ὁ Μανώλης. Ἐγὼ ἦρθα νὰ τοὺς εἰρηνεύσω, μήπως τυχὸν καὶ τοὺς ἐρεθίσατε…
Ὁ Σπληνογιάννης ἔδιδε καθέκλαν εἰς τὸν Μανώλην.
― Ἂς εἶναι, θὰ τὰ καταφέρωμεν, εἶπεν.
― Ἂς εἶναι, κάνομε καλά, εἶπεν. Ἐσεῖς βλοημένοι, ἔρχεσθε κ᾽ οἱ δυὸ μαζί, καὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ…
Ἀκουσίως, ἀμφότεροι οἱ ψηφοκάπηλοι ἐγέλασαν, μαντεύσαντες τί ἤθελε νὰ εἴπῃ ὁ Σπληνογιάννης.
― Κεῖνο ποὺ σοῦ λέω ἐγώ!…
― Κεῖνο ποὺ σοῦ λέω ἐγώ! ἀνέκραξε μὲ ὀξεῖαν φωνὴν ἡ γυνή.
ᾘσθάνετο δὲ τώρα ἐνισχυομένην τὴν θέσιν της ἐκ τῆς ἐπικουρίας ἣν παρεῖχεν αὐτῇ ἡ παρουσία τοῦ Μανώλη, καὶ ἐγίνετο θρασυτέρα.
Ὁ δυστυχὴς Σπληνογιάννης δὲν ἐνθυμεῖτο νὰ εὑρέθῃ ποτὲ εἰς δυσχερεστέραν θέσιν. Εὑρίσκετο ἀντιμέτωπος τριῶν ἐχθρῶν, ὧν φοβερώτερος βεβαίως ἦτο αὐτὴ ἡ σύζυγός του. Μεμονωμένους, καθ᾽ ἕνα ἕκαστον, ἂν τοὺς εἶχε συναντήσει, ἦτο ἱκανός, διὰ τῆς ψευτικῆς, τοῦ μόνου ὅπλου ὅπερ ἀπέμεινεν εἰς τοὺς χωρικοὺς ὅπως ἀνταγωνίζωνται κατὰ τόσων καὶ τόσων πολιτικῶν ἢ κοινωνικῶν καὶ βιοτικῶν πιέσεων καὶ διωγμῶν, (ὅπλον τὸ ὁποῖον ἀκονίζεται δὶς τῆς ἑβδομάδος εἰς τὰ πταισματοδικεῖα καὶ εἰρηνοδικεῖα, ὅπου ὁ χωρικὸς γίνεται σωστὸς βλαχοδικηγόρος) νὰ τὰ βγάλῃ πέρα μαζί των, φενακίζων καὶ τοὺς τρεῖς, κατὰ πρόσωπον, φασκελώνων καὶ τὰ δύο κόμματα ὄπισθεν τῶν νώτων, καὶ ὁρκιζόμενος καθ᾽ ἑαυτὸν νὰ μαυρίσῃ περιφρονητικῶς ὅλας κατὰ σειρὰν τὰς κάλπας τῶν αὐτοκλήτων ἀντιπροσώπων τοῦ ἀτυχοῦς λαοῦ, τοῦ τόσον δεινοπαθοῦντος καὶ τυραννουμένου.
Ἀλλ᾽ ἐνῷ ἡ παρουσία τοῦ Λάμπρου τοῦ Βατούλα καθίστα ἤδη ἀνίσχυρον τὸ μόνον ὅπλον του, εἰς ἐπίμετρον προσετέθη καὶ ἡ ἔφοδος τοῦ Μανώλη τοῦ Πολύχρονου, ὅστις θὰ ἔλεγέ τις ὅτι ἦλθεν ἐπίτηδες διὰ νὰ παρασταθῇ εἰς δωρεὰν περίεργον οἰκογενειακὴν κωμῳδίαν.
Οὐδὲν ἄλλο καταφύγιον εἶχεν ἢ νὰ ζητήσῃ μικρὰν ἀνακωχήν.
― Ἂς εἶναι, εἶπε, θὰ ἰδοῦμε· σήμερα Τρίτη ὣς τὴν Κυριακὴ ποὺ θὰ εἶναι οἱ ἐκλογές, θὰ μᾶς φωτίσῃ ὁ Θεὸς τί νὰ κάμουμε…
―Ὄχι! ὄχι! ἔκραξεν ἡ γυνὴ γελῶσα ἀκουσίως, ἀρχίσασα φαίνεται καὶ αὐτὴ νὰ ἐννοῇ τὸ κωμικὸν τῆς θέσεως. Ὄχι! ὄχι!
Καὶ ἐκτύπα θορυβωδῶς τὸν δεξιὸν γρόνθον ἐπὶ τῆς παλάμης τῆς ἀριστερᾶς.
―Ὄχι! Νὰ δώσῃς τώρα τὸ λόγο σου! Ν᾽ ἀποφασίσῃς τί θὰ κάμῃς. Δὲν τοὺς ἔχεις τοὺς ἀνθρώπους σὰν τὰ ζωντανά σου, νὰ ἔρχωνται καὶ νὰ ξαναέρχωνται χίλιες φορές.
Ὁ Λάμπρος καὶ ὁ Μανώλης μετὰ μειδιάματος εὐχαρίστησαν τὴν σύζυγον τοῦ Σπληνογιάννη διὰ τὸ φιλοφρόνημα.
― Μὰ κάμε φρόνιμα, γυναίκα! ἔκραξεν ἀγανακτῶν ὁ ποιμήν. Εἶναι τρόπος αὐτὸς νὰ ἐπιμένῃς τόσον ἐσύ, ἐμπρὸς εἰς τόσους ἄνδρας! Ἀλλοίμονό μας! ἂν ἀρχίσουν νὰ μᾶς κουμαντάρουν οἱ γυναῖκές μας.
― Ἀκοῦστέ τον! Ἀκοῦστέ τον! Μὲ βρίζει κιόλα… μὲ φοβερίζει! ἀνέκραξεν ἡ γυνὴ δράττουσα περὶ τοὺς κροτάφους τοὺς δύο κρεμαμένους θυσάνους τῆς κόμης της.
― Δὲν ξέρω στὴν παραπάνω σκάλα*, εἶπε μὲ πικρὸν τόνον τρωθείσης ἀξιοπρεπείας, ρίπτων ἐμφαντικὸν βλέμμα πρὸς τοὺς ἐπισκέπτας ὁ ποιμήν, δὲν ξέρω ἂν οἱ σοϊλῆδες, αὐτοὶ ποὺ κάνουν τὸν ἄρχοντα, στρέγουν νὰ τοὺς κουμαντάρουν οἱ γυναῖκές τους· μὰ ἡμεῖς οἱ βοσκοὶ δὲν τὸ καταδεχόμαστε μὲ κανέναν τρόπο! Ὁ παπὰς ποὺ μᾶς ἐστεφάνωσε ἄκουσα νὰ λέῃ τὴν ὥρα ποὺ διάβαζε τὸν Ἀπόστολο, πρὶν εἰπῇ τὸ Βαγγέλιο, πὼς «ἡ γυνὴ πρέπει νὰ φοβᾶται τὸν ἄνδρα».
Ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας, μειδιῶν, ἴσως διὰ νὰ δώσῃ ἀφορμὴν εἰρηνεύσεως εἰς τὰ δύο πρόσωπα τῆς σκηνῆς, τρέπων τὸ θέμα ἐπὶ τὸ ἀστειότερον, εἶπε:
― Μὰ ξέρεις, κουμπάρε, τί τὴν δασκαλεύει τὴ νύφη ἡ μάννα της;
― Τί;
― Τὴν ὥρα ποὺ λέει αὐτὸν τὸ λόγο ὁ παπάς, τὴν ὁρμηνεύει νὰ πῇ μέσα της τρεῖς φορές: «Ἀστοχιὰ στὸ λόγο σου, παπά μ᾽, δάκω τὴ γλῶσσά σου!»
Ἐγέλασαν ὅλοι καὶ αὐτὴ ἡ Σπληνογιάνναινα.
Ὁ Λάμπρος, ἐγερθείς, μετὰ τὴν παρατήρησιν ταύτην, ἐπλησίασεν εἰς τὴν θύραν, ὅπου ἐστάθη ἐπί τινα λεπτά, ὡς νὰ ἐσκέπτετο ἂν ἔπρεπε ν᾽ ἀπέλθῃ. Ἀλλ᾽ οὐχ ἧττον ἐπανῆλθε πάλιν εἰς τὴν θέσιν του κ᾽ ἐκάθισεν.
Ὁ Μανώλης ἠγέρθη καὶ αὐτός, ἐπλησίασεν εἰς τὸ παράθυρον, ἐστήριξε τὰ νῶτα ἐπὶ τοῦ τοίχου, κ᾽ ἐστάθη ἀναποφάσιστος.
Οὐδεὶς τῶν δύο ἀπεφάσιζε νὰ δώσῃ πρῶτος τὸ παράδειγμα τῆς ἀποχωρήσεως. Ὁ μὲν Λάμπρος ἐσκέπτετο ὅτι, ὁ Μανώλης, τελευταῖος ἐλθών, ἦτο ὁ ἀδιάκριτος, καὶ ἑπομένως ὤφειλε νὰ τοὺς ἀφήσῃ ἡσύχους νὰ τελειώσουν τὴν συνδιάλεξιν ἣν εἶχον ἢ ὑπετίθετο ὅτι εἶχον μετὰ τοῦ οἰκοδεσπότου, ὁ δὲ Μανώλης ἐφρόνει ὅτι, ἀφοῦ ἦλθε τελευταῖος, τελευταῖος ἔπρεπε καὶ ν᾽ ἀπέλθῃ.
Τέλος ὁ Λάμπρος ἐσκέφθη ὅτι ἡ σκηνὴ αὕτη ἔπρεπε νὰ λάβῃ πέρας, καὶ ὅπως εὐπροσώπως ἐξέλθῃ ἐκ τῆς δυσχεροῦς θέσεως:
― Ἂς εἶναι, εἶπε, κουμπάρε Σπληνογιάννη, ἡμεῖς δὲν εἴμαστε ἀπὸ κεινοὺς ὁποὺ πᾶνε καὶ βάζουν σκάνδαλα στ᾽ ἀνδρόγυνα· κάμε ὅ,τι σὲ φωτίσῃ ὁ Θεός, καθὼς εἶπες. Κ᾽ ἕνα ψῆφο νὰ μᾶς δώσῃς στὴ μία μας κάλπη μοναχά, γιὰ νὰ δώσῃς κι ἀπὸ κεῖ (δείξας τὸν Μανώλην), καὶ μεικτὸν νὰ δώσῃς καὶ στὰ δυὸ κόμματα, ἡμεῖς θὰ σοῦ τὸ γνωρίζουμε χάρη.
―Ὄχι! ὄχι! ἐπέμεινεν ἡ γυνή. Στὸν κουμπάρο ἔδωκε τὸ λόγο του ἀπὸ μπροστύτερα.
Ὁ Λάμπρος ἐκινήθη νὰ ἐξέλθῃ, ὁ δὲ Μανώλης μείνας ἐπὶ δύο ἢ τρία λεπτά, ἀφοῦ ἀντήλλαξε μὲ ψίθυρον φωνὴν ὀλίγας λέξεις μὲ τὸν οἰκοδεσπότην καὶ μὲ τὴν συμβίαν του, τοὺς εὐχήθη τὴν καλὴν νύκτα, καὶ ἀπὸ τοῦ ἐξώστου, μεγάλῃ τῇ φωνῇ, διὰ ν᾽ ἀκουσθῇ ἀπὸ τὸν Λάμπρον, ὅστις δὲν θὰ ἦτο μακράν, εἶπε:
― Καλὰ τοὺς λένε, κουμπάρε Σπληνογιάννη, Χαλασοχώρηδες.
―Ὅλοι σας, ἀπήντησεν ἑτοίμως ὁ ποιμήν, νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια, κουμπάρε, εἶστε παρ᾽ τὸν ἕνανε, χτύπα τὸν ἄλλονε.
― Τὸ λοιπὸν κ᾽ ἡμεῖς εἴμαστε χαλασοχώρηδες, σὰν αὐτούς;
― Δὲν εἶστε χαλασοχώρηδες, ἀπήντησε σαρκαστικὴ εἰς τὸ σκότος ἡ φωνὴ τοῦ Λάμπρου Βατούλα· εἶστε ἀνδρογυνοχωρίστρες!
Ε´
Χαλασοχώρηδες ἐκαλοῦντο τέως οἱ τοῦ κόμματος τοῦ Λάμπρου, ἀπὸ δὲ τῆς νυκτὸς ταύτης οἱ τοῦ ἄλλου κόμματος ὠνομάσθησαν οἱ ἀνδρογυνοχωρίστρες.
Ἀπὸ τῆς αὐγῆς τῆς ἐπαύριον Τετάρτης ὁ Μανώλης καὶ δύο τῶν φίλων του, λαβόντες βάρκαν, ἐξῆλθον εἰς τὸ Μαραγκό, νησίδιον φράττον πρὸς Εὖρον τὸν λιμένα, κ᾽ ἐπαραμόνευαν πότε θὰ ἐνεφανίζοντο ὄπισθεν τῆς Ἄρκου καὶ τῆς Τρυπητῆς, δύο ἄλλων ἀνατολικώτερον κειμένων νησιδίων, αἱ βάρκαι αἱ φέρουσαι τὸν ροφὸν κατὰ τὸ λεξιλόγιον τοῦ Μανώλη τοῦ Πολύχρονου. Ἀλλ᾽ ἀπὸ βαθέος ὄρθρου, ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας ὀσφρανθείς, φαίνεται, τὸ δόλωμα τῶν ἀντιπάλων, ἔσπευσε νὰ ἐξυπνίσῃ τὸν καπετὰν Νικολάκην, τὸ Τρυποκαρύδι, ἕνα τῶν στενωτέρων φίλων του, καὶ ἐπιβιβασθέντες οἱ δύο εἰς ὡραῖον κότερον, ἔλυσαν τὰ πανιά, ἐσήκωσαν τὴν ἄγκυραν, καὶ ἀνάψαντες τοὺς ναργιλέδες των, μὲ τὰ κάρβουνα τὰ ὁποῖα εἶχαν λάβει ἀπὸ τὸ καφενεῖον τοῦ γερο-Ἀκούκατου, ὅστις ἀγρυπνότερος ἀλέκτορος ἤνοιγε τὸ καφενεῖον τέσσαρας ὥρας πρὶν φέξῃ, ἐξηπλώθησαν παρὰ τὴν πρύμνην καπνίζοντες καὶ πλέοντες τῇ βοηθείᾳ τῆς πρωινῆς ἀπογείου αὔρας. Ἐξῆλθον εἰς τὸ Ἀσπρόνησον, βορειανατολικῶς, ὅπου ἔκαμναν καρτέρι, περιμένοντες πότε ἤθελε φανῆ τὸ κελεπούρι, κατὰ τὸ ὕφος τοῦ Λάμπρου τοῦ Βατούλα. Οἱ Χαλασοχώρηδες κάμψαντες τὴν ἀκτὴν εἶχαν κρυφθῆ ὄπισθεν τοῦ Ἀσπρονήσου, καὶ οἱ Ἀνδρογυνοχωρίστρες οὔτε τοὺς εἶδαν, οὔτε ὑπώπτευον κἂν ὅτι τοὺς εἶχαν προλάβει.
Μετὰ ἱκανὴν ὥραν, ἅμα τῇ ἀνατολῇ τοῦ ἡλίου, προέκυψαν ἀπὸ τοῦ ἀπέναντι ἀκρωτηρίου δύο βάρκαι ἐρχόμεναι πρὸς τὰ ἐδῶ, αἵτινες, ἔχουσαι οὔριον τὸν ἄνεμον, καθότι εἶχε σουρώσει* ἤδη τὸ μελτέμι, ταχέως ἐπλησίασαν. Οἱ Χαλασοχώρηδες μὲ τὸ κότερόν των ἔπλευσαν εἰς προϋπάντησιν τῶν δύο λέμβων. Ἀνεγνώρισαν δὲ μετ᾽ οὐ πολὺ τὰ πρόσωπα, τὰ ὁποῖα ἔφερον αὗται. Τῆς μιᾶς τούτων ἐπέβαινον ὁ Ἀλικιάδης, καὶ ὁ Ἀβαρίδης, τῆς δευτέρας ἐπέβαινον ὁ Γεροντιάδης, ὁ Καψιμαΐδης καὶ ὁ Χαρτουλάριος, καὶ οἱ πέντε ὑποψήφιοι βουλευταί. Εἶχον ὁρμηθῆ ἐκ τῆς πρωτευούσης τῆς ἐπαρχίας καὶ ἤρχοντο πρὸς ἄγραν ψήφων καὶ πρὸς ἐν τῷ δευτερεύοντι δήμῳ φίλων των. Τούτων ὁ Ἀλικιάδης ἐκ τῆς μιᾶς λέμβου καὶ ὁ Καψιμαΐδης ἐκ τῆς ἄλλης ὑπηρετοῦντο, χωρὶς νὰ εἶναι συνδυασμένοι, ἀπὸ τοὺς Χαλασοχώρηδες, ὁ δὲ Γεροντιάδης καὶ ὁ Ἀβαρίδης ὑπεστηρίζοντο, χωρὶς ν᾽ ἀποτελῶσι συνδυασμόν, ἀπὸ τὶς Ἀνδρογυνοχωρίστρες. (Διότι ὅλα τὰ εἰς ιδης καὶ αδης, ὡς νὰ προέβλεπον, θὰ ἔλεγέ τις, μέλλουσαν ἐξορίαν καὶ διωγμόν, εἶχον ζητήσει ἐγκαίρως νὰ ἐξασφαλισθῶσιν εἰς τὸν προσφυῆ ἐκεῖνον τόπον.) Ὅσον ἀφορᾷ τὸν πέμπτον, τὸν Γιαννάκον τὸν Χαρτουλάριον, οὗτος ἦτο τὸ μῆλον τῆς ἔριδος, καὶ ἀμφότερα τὰ τοπικὰ κόμματα ἐμάχοντο ποῖος νὰ τὸν πρωτοϋπηρετήσῃ.
Ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας δὲν εὐχαριστήθη πολὺ ἰδὼν τὸν Γιαννάκον τὸν Χαρτουλάριον ἐπιβαίνοντα τῆς αὐτῆς λέμβου μετὰ δύο ἄλλων ὑποψηφίων. Ἐπεθύμει καὶ ἤλπιζε νὰ τὸν ἔβλεπεν ἐπὶ χωριστῆς λέμβου πλέοντα. Διότι διὰ τὸν Ἀλικιάδην καὶ Καψιμαΐδην δὲν τὸν ἔμελε καὶ πολύ, καθόσον οὗτοι ὡς φανερῶς ὑποστηριζόμενοι ὑπὸ τοῦ κόμματος, καὶ μὴ ἔχοντες ἄλλους φίλους, δὲν εἶχον ἀνάγκην πολλῶν περιποιήσεων. Ἀλλὰ διὰ τὸν Γιαννάκον τὸν Χαρτουλάριον, τὸν ὁποῖον αὐτὸς διενοεῖτο νὰ ὑπηρετήσῃ ἀριστερᾷ τῇ χειρὶ καὶ διὰ λογαριασμόν του, εἶχε πλεύσει μέχρι Ἀσπρονήσου, σχεδιάζων νὰ τὸν παρακαλέσῃ νὰ μεταβῇ τιμητικῶς εἰς τὸ κότερον, καὶ νὰ ὑψώσῃ καὶ σημαίαν εἰς τὸν ἱστόν, ἅμα θὰ εἰσέπλεον εἰς τὸν λιμένα. Δυστυχῶς τώρα ἡ ὑπόθεσις περιεπλέκετο. Οὔτε τὸν Γιαννάκον τὸν Χαρτουλάριον μόνον ἠδύνατο εὐπροσώπως νὰ ἀποσπάσῃ εἰς τὸ κομψὸν καὶ λευκὸν χρωματισμένον κότερον, οὔτε τοὺς ἄλλους, τοὺς δύο φανεροὺς ὑποψηφίους του, ἠδύνατο εὐλόγως νὰ καρπολογήσῃ ἀπὸ τὰς δύο χωριστὰς λέμβους. Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ὁ καπετὰν Νικολάκης τὸ Τρυποκαρύδι, μόνος ἰδιοκτήτης καὶ κυβερνήτης τοῦ κοτέρου, ἀναλογισθεὶς τὸ φιλοδώρημα, τὸ ὁποῖον ἦτο πιθανὸν νὰ δώσουν οἱ ὑποψήφιοι ἂν τοὺς ἔπειθε νὰ ἐπιβιβασθῶσιν εἰς τὸ κότερον, ὅπως εἰσπλεύσωσιν εἰς τὸν λιμένα μετὰ πομπῆς, ἀποβλέψας εἰς τὴν ἐγγύτερον ἱσταμένην λέμβον, ἧς ἐπέβαινον οἱ δύο τῶν ὑποψηφίων, μετέβη εἰς τὴν πρῷραν καὶ ἤρχισε νὰ φωνάζῃ:
―Ὁρίστε, κύριοι, στὸ κότερο! Κύριε Ἀλικιάδη! κύριε Ἀβαρίδη! θὰ ἰσάρουμε* καὶ μπαντέρα* μὲς στὸ λιμάνι…
Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας ἤρχισε νὰ νεύῃ ἀπελπιστικῶς καὶ νὰ χειρονομῇ ἀπὸ τῆς πρύμνης πρὸς τὸν νεαρὸν ναυτικόν, ἀποτρέπων αὐτόν. Διότι τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ἀφοῦ πολὺ ἐσκέφθη, τοῦ εἶχεν ἔλθει ἡ ἰδέα ὅτι, ἀφοῦ τὰ πράγματα ἐπαρουσιάζοντο οὕτω περίπλοκα, ὁ ἄριστος τρόπος πρὸς λύσιν τῆς δυσχερείας ἦτο νὰ καλέσωσιν ἐπὶ τοῦ κοτέρου τοὺς τρεῖς ὑποψηφίους, τοὺς ἐπὶ τῆς ἄλλης λέμβου. Οὕτω θὰ εἶχον τὸ πλεονέκτημα ὅτι θὰ εἶχον δύο ἀντὶ ἑνὸς ἢ μᾶλλον τρεῖς ἀντὶ δύο, νὰ περιποιηθῶσι· διότι ναὶ μὲν ὁ εἷς τῶν τριῶν, ὁ Γεροντιάδης, ἦτο ἀπὸ τὸ ἄλλο κόμμα, ἀλλ᾽ ὁ τρίτος, ὁ Γιαννάκος ὁ Χαρτουλάριος, κατὰ τοὺς ὑπολογισμοὺς τοῦ Βατούλα, ἤξιζε τοὐλάχιστον διὰ δύο. Καὶ τοῦτο θὰ ἦτο τὸ μέγιστον κέρδος, ὡς ἦτο καὶ ὁ σκοπὸς τῆς θαλασσίας ἐκδρομῆς του, τὸ νὰ ἔχῃ τὸν Χαρτουλάριον ὑπὸ τὰς ὄψεις καὶ ὑπὸ τὴν χεῖρά του. Ἀλλ᾽ ὁ καπετὰν Νικολάκης τὸ Τρυποκαρύδι, ἐπειδὴ «δὲν ἦτο μέσα του» διὰ νὰ ἠξεύρῃ τοὺς πόθους καὶ τοὺς ὑπολογισμούς του, ἐπεδίωκε δὲ ὡς ἀμαθὴς ναύτης τὸ προχειρότερον καὶ τὸ εὐκολώτερον κέρδος, δὲν ἔδωκε προσοχὴν εἰς τὰ νεύματα καὶ εἰς τὰς χειρονομίας του, κ᾽ ἐξηκολούθησε νὰ φωνάζῃ πρὸς τοὺς κ.κ. Ἀλικιάδην καὶ Ἀβαρίδην:
― Θὰ κοτσάρουμε* καὶ τὴ μπαντέρα, κύριοι!
Συγχρόνως ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας, ἀπελπισθεὶς ὅτι θὰ τὸν ἐνόει ποτὲ «αὐτὸς ὁ χονδροκέφαλος», ὁ Νικολάκης τὸ Τρυποκαρύδι, ἔστρεψε τὰ νεύματα καὶ τὰς χειρονομίας του πρὸς τοὺς ἐν τῇ ἄλλῃ λέμβῳ, καὶ ἤρχισε νὰ τοὺς χαιρετίζῃ μὲ τὸ καπέλον, μὲ τὸ μανδήλιον καὶ μὲ τὴν φωνήν:
― Καλῶς ὡρίστε, κύριοι! Ὁρίστε στὸ κότερο! κύριε Γεροντιάδη! κύριε Καψιμαΐδη! κύριε Χαρτουλάριε! Ὁρίστε!
Σύγκρουσις τότε ἐπῆλθε δικαιωμάτων, ἀπαιτήσεων καὶ πόθων, καὶ σύγχυσις βλεμμάτων, φωνῶν καὶ φρενῶν. Ὁ μὲν κυβερνήτης ἀπὸ τῆς πρῴρας προσεκάλει εἰς τὸ πλοῖον τοὺς ἐκ τῆς μιᾶς λέμβου δύο, ὁ δ᾽ ἐπιβάτης ἀπὸ τῆς πρύμνης, πλοιάρχου ἐξουσίαν ἀντιποιούμενος, προσεκάλει τοὺς ἐκ τῆς ἄλλης λέμβου τρεῖς. Οἱ μὲν δύο, καὶ ἂν ἤθελον, ἐμποδίζοντο νὰ ἔλθωσιν ἐκ τῆς προσκλήσεως τῶν ἄλλων τριῶν, οἱ δὲ τρεῖς ἐκωλύοντο ἐκ τῆς προσκλήσεως τῶν ἄλλων δύο. Καὶ οὗτοι κ᾽ ἐκεῖνοι ἔμενον κοιτάζοντες ἀλλήλους ἀναποφάσιστοι, οἱ δὲ πορθμεῖς τῶν δύο λέμβων ἐφ᾽ ὧν εἶχον πλεύσει, ζηλότυποι καὶ ὀργίλοι, ἤρχισαν φανερὰ νὰ γογγύζωσι.
― Δὲν ἔχουν ἀνάγκη νὰ ᾽ρθοῦν στὸ κότερο!
― Ξέρουμε κ᾽ ἡμεῖς ἀπὸ ποῦ μπαίνουν στὸ λιμάνι!…
― Ξέρουμε τὸ δρόμο νὰ πᾶμε στὴ σκάλα ν᾽ ἀράξουμε…
―Ἔχουμε κ᾽ ἡμεῖς μπαντέρα νὰ ἰσάρουμε…
― Καὶ καινούρια μάλιστα… προχτὲς ἀκόμα τὴν ἔρραψα…
― Ψὲς ἀκόμη μπογιάτισα τὸ κοντάρι… ἀκόμα μυρίζει λαδομπογιά.
Τὴν ἰδίαν στιγμήν, οἱ ἀνδρογυνοχωρίστρες μὲ τὴν βάρκαν των, σχεδὸν χωρὶς κανεὶς νὰ τοὺς ἐννοήσῃ, παρατηρήσαντες πρὸ πολλοῦ τὴν ἐμφάνισιν τῶν δύο λέμβων, εἶτα τὴν συνάντησιν αὐτῶν μετὰ τοῦ κοτέρου, εἶχαν πλησιάσει σιγὰ καὶ γοργὰ καὶ εἶχαν φθάσει ἤδη εἰς τὸ μέρος, ὅπου εἶχαν σταματήσει πλησίον ἀλλήλων αἱ τρεῖς λέμβοι, ἐνῷ ἀντήχει ἀκόμη ἡ πρόσκλησις τοῦ Λάμπρου τοῦ Βατούλα:
―Ὁρίστε, κύριοι, στὸ κότερο!
Καὶ ἡ κραυγὴ τοῦ καπετὰν Νικολάκη:
― Θὰ κοτσάρουμε καὶ τὴ μπαντέρα, κύριοι!
Ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, χωρὶς δισταγμόν, ἰδὼν μὲ τὸ πρῶτον βλέμμα εἰς ποίαν λέμβον εὑρίσκετο ὁ Γιαννάκος ὁ Χαρτουλάριος, ἥτις λέμβος ἦτο ἄλλως καὶ ἡ πλησιεστέρα πρὸς τὸ μέρος ἐξ οὗ αὐτὸς ἤρχετο, προσήγγισε μὲ τὴν βάρκαν του, εἰσεπήδησεν εἰς τὴν ξένην λέμβον, ἀπέπεμψε τὴν ἰδικήν του, εἰπὼν εἰς τοὺς συντρόφους του νὰ γυρίσωσι μόνοι εἰς τὸν λιμένα, ηὐχήθη τὸ «καλῶς ὡρίσατε» εἰς τοὺς τρεῖς ὑποψηφίους καὶ ἐν μεγίστῃ ἐλευθερίᾳ, ἐνῷ ὁ πορθμεὺς καὶ ὁ ναύτης του τὸν ἐκοίταζον ἔκπληκτοι, ἐκάθισε παρὰ τὸ πλευρὸν τοῦ Γιαννάκου τοῦ Χαρτουλαρίου καὶ ἤρχισεν ἀμέσως ἐμπιστευτικὰς ἀνακοινώσεις εἰς τὸ οὖς αὐτοῦ.
Τοῦτον ὡς εἶδεν ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας, ἐν τοιαύτῃ θαυμαστῇ προπετείᾳ καὶ θρασύτητι ζηλευτῇ κατορθώσαντα οὕτω ἁπλῶς νὰ τὸν ὑπερφαλαγγίση, ἔλαβε μόνος τὴν κώπην, ἐνῷ ὁ κυβερνήτης ὁ Νικολάκης τὸ Τρυποκαρύδι, ὀρθὸς ἐπὶ τῆς πρῴρας ἱστάμενος, ἐξηκολούθει ἀκόμη νὰ φωνάζῃ πρὸς τοὺς ἐπὶ τῆς πρώτης λέμβου δύο ὑποψηφίους:
― Θὰ σᾶς ἰσάρουμε καὶ τὴν μπαντέρα, κύριοι!… καὶ ἐπλησίασε πρὸς τὴν δευτέραν λέμβον, ὅτε, χωρὶς νὰ εἴπῃ λέξιν εἰς τὸν καπετὰν Νικολάκην εἰσώρμησε καὶ αὐτὸς εἰς τὴν λέμβον, ὅπου ἦτο ὁ Γιαννάκος ὁ Χαρτουλάριος, ἐχαιρέτισε τοὺς τρεῖς ὑποψηφίους, κ᾽ ἐκάθισεν ἐκ τῆς ἑτέρας πλευρᾶς τοῦ περιμαχήτου ὑποψηφίου βουλευτοῦ, ὅπως ἀρχίσῃ καὶ αὐτὸς τὰς ἰδικάς του ἀνακοινώσεις, ἐνῷ ὁ πορθμεὺς καὶ ὁ ναύτης του τὸν ἐκοίταζον ἔκθαμβοι, μὲ ἀνοικτὸν τὸ στόμα.
Ὅστις ἔβλεπε μακρόθεν οὕτω πως ἀντίπρῳρα ἱσταμένας τὰς τέσσαρας ταύτας λέμβους, ὑπηνέμους, δίπλα εἰς τὸ Ἀσπρόνησον, θὰ ὑπέθετεν ὅτι πράγματι τὴν πρωίαν ἐκείνην εἶχε πέσει, κατὰ τὸ εἰκονικὸν ὕφος τοῦ Μανώλη τοῦ Πολύχρονου, ἔκτακτος ροφὸς εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο, ὅτι τὰ παραγάδια τῶν τεσσάρων λέμβων ἐμπερδεύθησαν εἰς τοιοῦτον δυσαπάλλακτον τρόπον, ὥστε δὲν ἠδύνατο νὰ διακρίνῃ τις εἰς ποῖον παραγάδι ἀνῆκε τὸ ἄγκιστρον, εἰς ὃ εἶχε συλληφθῆ ὁ ροφός, καὶ ὅτι οἱ ἁλιεῖς ἐμάχοντο πρὸς ἀλλήλους, μὲ κίνδυνον νὰ ξεπιασθῇ καὶ τοὺς φύγῃ τὸ ἄγρευμα, περὶ κυριότητος καὶ κατοχῆς τοῦ τε παραγαδίου, τοῦ ροφοῦ καὶ τοῦ ἀγκίστρου.
* * *
Τέλος αἱ δύο λέμβοι, αἱ φέρουσαι τοὺς ὑποψηφίους, ἐξεκίνησαν διὰ νὰ εἰσπλεύσωσιν εἰς τὸν λιμένα. Ἡ βάρκα τοῦ Μανώλη μὲ τοὺς δύο συντρόφους του εἶχε γίνει ἄφαντος ἤδη. Τὸ δὲ κότερον, ἐφ᾽ οὗ εἶχε μείνει μόνος ὁ κυβερνήτης του, ἤρχετο τελευταῖον.
Ὁ καπετὰν Νικολάκης «ἦτο φούρκα» ἰδὼν ὅτι ἔχασε τὸ ἐλπιζόμενον φιλοδώρημα, καὶ ὅτι ἐγκατελείφθη ὑπὸ τοῦ Βατούλα. Ἐν τούτοις ἤνοιξε τὸ κάτασπρον ὡς τὰ πτερὰ τοῦ γλάρου πανίον του, ἄναψε τὸν ναργιλέν του, ἐξηπλώθη παρὰ τὸ πηδάλιον, κρατῶν τὴν σκόταν*, κ᾽ ἐξεκίνησεν. Ἂν ἤθελε, καίτοι μόνος, καίτοι αἱ δύο λέμβοι ἀρμένιζαν μὲ πανιὰ καὶ μὲ κουπιά, ἦτο ἱκανὸς μὲ τὸ κομψότατον, νεοπαγὲς καὶ κοπτερὸν σκάφος του, νὰ προσπεράσῃ τὰς δύο λέμβους, νὰ τὰς ἀφήσῃ «στὰ μπούνια»*, ρίπτων «κολοκυθάνες»* ὀπίσω του. Ἀλλὰ πρὸς καιρὸν ὠρτσάριζε* καὶ ἔκοπτε τὸν δρόμον τοῦ πλοίου. Ὅταν τὰ τρία πλοῖα κάμψαντα τὸν κάβον εἰσέπλευσαν εἰς τὸν λιμένα, τότε, τὴν ὥραν καθ᾽ ἣν ἐπλησίαζαν εἰς τὴν ἀποβάθραν, καὶ ὁ κόσμος ἀπὸ τῆς ἀγορᾶς τοὺς ἐκοίταζε, τότε, δι᾽ ἐπιτηδείου χειρισμοῦ, ἐπειδὴ τὰ μελτέμια τοῦ θέρους ἔπιαναν ἐν μέρει εἰς τὸν ἀνατολικὸν λιμένα τῆς πολίχνης, ἔτρεξε κατέμπροσθεν τῶν λέμβων, ὕψωσε τὴν σημαίαν του, σκεπτόμενος, ὅτι αὐτὸς τὸ κάτω-κάτω, ὡς ναυτικός, ἦτο τόσον ἄξιος τῆς τιμῆς ταύτης διὰ τῆς σημαίας τοῦ ἰδίου πλοίου του, ὅσον καὶ πᾶς ἄλλος, ἐπροσπέρασε τὰς δύο λέμβους, τὰς ἄφησε δέκα ὀργυιὰς ὀπίσω, καὶ ἐλθὼν ἠγκυροβόλησε πρῶτος μετὰ κρότου, κράξας θριαμβευτικῶς πρὸς τοὺς ἐπὶ τῶν δύο λέμβων ὑποψηφίους καὶ λοιπούς:
― Τ᾽ν καραβοκυριά σας*!
ΣΤ´
Τὴν πρωίαν ἐκείνην ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης ὁ Συβίας, ἀφοῦ ἐσυλλειτούργησε τὸν παπα-Σωτήρην, τὸν ἐφημέριον τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, εἰσώρμησεν, ὅπως πάντοτε συνήθιζεν, ἅμα τῇ ἀπολύσει τῆς λειτουργίας εἰς τὸ ἱερὸν Βῆμα, διὰ νὰ λάβῃ τὸν μισθόν του δι᾽ ὅλα τὰ νὲ-να-να-νε καὶ τὰ τὲ-ρὲ-ρὲμ τὰ ὁποῖα εἶχε συνεισφέρει πρὸς συντέλεσιν τῆς ἱερᾶς μυσταγωγίας. Συνίστατο δὲ ὁ μισθὸς οὗτος εἰς ἓν «ξάκρισμα» προσφόρου «διὰ τὸν καφέ», καὶ εἰς ἡμίσειαν προσφορὰν περιπλέον, τὴν ὁποίαν αὐθαιρέτως ἐλάμβανε, παρὰ τὰς διαμαρτυρίας τοῦ συγγενοῦς του ἱερέως, θέτων αὐτὴν εἰς τὸν κόλπον του, «γιὰ τὴ συβία». Ὁ παπα-Σωτήρης δὲν ἐθύμωνε τόσον διὰ τὴν ἡμίσειαν προσφορὰν καὶ διὰ τὸ ξάκρισμα, ὅσον διὰ τὴν τόλμην τοῦ νὰ εἰσβάλλῃ εἰς τὸ ἱερὸν Βῆμα «ἑξῆντα χρόνων ἄνθρωπος, ἐν ἁμαρτίαις γηράσας». Ἀλλ᾽ ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης ἀπὸ πεντηκονταετίας δὲν εἶχε παύσει οὔτε τὸν παπα-Σωτήρην νὰ συλλειτουργῇ οὔτε εἰς τὸ ἱερὸν Βῆμα νὰ εἰσέρχηται.
Εἶτα, ἀφοῦ ἔβαλεν εἰς τὸν κόλπον του τὴν ἡμίσειαν προσφορὰν «γιὰ τὴ συβία», φράσις ἐξ ἧς ἔλαβεν ἀρχὴν καὶ τὸ παρωνύμιόν του, ἐξῆλθεν ὑποσκάζων ἐκ τοῦ ἱεροῦ Βήματος, κρατῶν εἰς τὴν ἀριστερὰν τὸ «διὰ τὸν καφὲν» ξάκρισμα, τὸ ὁποῖον ἤρχισε καὶ νὰ μασᾷ, ἐμάζωξε τὴν φαιὰν καὶ πρώην ξανθὴν κόμην του ὑπὸ τὴν σκούφιαν, ἔλαβεν ἐκ τοῦ στασιδίου τὴν ράβδον του κ᾽ ἐξῆλθεν εἰς τὴν πλατεῖαν. Ἡ ἐκκλησία μόλις ἀπεῖχεν ἑκατοντάδα βημάτων ἀπὸ τῆς παραθαλασσίου ἀγορᾶς καὶ τῆς ἀποβάθρας. Ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης κατέβη κούτσα-κούτσα, καὶ εἰς τὸν δρόμον πρῶτον συνήντησε δύο παιδία τοῦ δρόμου παίζοντα εἰς τὸν περίβολον τῆς ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα ἠπείλησε μὲ τὴν ράβδον του καὶ τὰ ἐδίωξε μακρὰν τοῦ ναοῦ. Εἶτα ἐπερίπαιξεν ἕνα Γύφτον, τὸν ὁποῖον συνήντησε μεθυσμένον, ἄγοντα ἕωθεν τὰ προεόρτια τῶν ἐκλογῶν, καὶ κατόπιν ἐπείραξε μίαν χήραν «ἀπασσάλωτην»*, τὴν ὁποίαν εἶδε καταβαίνουσαν διὰ πλαγίου δρόμου εἰς τὸν βράχον τὸν πέραν τῆς ἀγορᾶς, ξεκάλτσωτην καὶ μὲ κοντὸν φουστάνι. Εἶτα, πρὶν φθάσῃ εἰς τὸ καφενεῖον, εἶδεν ἓν κότερον καὶ δύο μεγάλας λέμβους, αἵτινες εἶχαν φθάσει, καὶ τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἠγκυροβόλουν πρὸ τῆς ἀποβάθρας.
― Ἄ! θὰ εἶναι οἱ ὑποψήφιοι, εἶπε· καὶ ἀφοῦ ἐκαλημέρισε δύο ἢ τρεῖς λεμβούχους ἢ ἁλιεῖς, οἵτινες ἐκάθηντο ἔξωθεν τοῦ καφενείου καπνίζοντες ναργιλέν, τοὺς ἠστεΐσθη λέγων: «Γιὰ σᾶς ἔφεξε πάλι! ἐσεῖς εἶστε οἱ σπορίτες* τοῦ χωριοῦ», αἰσθανόμενος μεγάλην ἐπιθυμίαν νὰ ἐναλλάξῃ τὰ δύο ἀρκτικὰ σύμφωνα τῆς λέξεως, ἀλλὰ μὴ τολμῶν· διὰ νὰ ξεθυμάνῃ ὅμως, ὅταν εἶδε τρεῖς ἢ τέσσαρας γέροντας, καθημένους σοβαρῶς ἐντὸς τοῦ καφενείου, ἐπὶ ὑψηλοῦ καὶ πλατέος σανιδίνου καναπέ, χωρὶς νὰ φθάνῃ ἡ πλάτη των ν᾽ ἀκουμβήσῃ εἰς τὸν τοῖχον, καὶ μὲ τοὺς πόδας μετεώρους εἰς τὸ κενόν, ὑπεράνω τῆς μακρᾶς τάβλας τῆς φραττούσης τὴν ὑπὸ τὸν καναπὲν καρβουνοθήκην, τοὺς ἔδειξε πρὸς τοὺς λεμβούχους λέγων: «Κοιτάξτε, κεῖνοι εἶναι οἱ κοπροδήμηδες, οἱ προεστοὶ τοῦ τόπου. Δὲν σᾶς φαίνονται σὰν τὰ μικρὰ παιδιὰ ποὺ κάνουν κουρμαντέλα*;»
Ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης ὁ Συβίας, ὑγιὴς τοὺς πόδας, εἶχε κουτσαθῆ πρὸ ὀλίγων ἐτῶν ὑπό τινος ὀργίλου καὶ φιλεκδίκου χωρικοῦ, τὸν ὁποῖον εἶχε παραφορτώσει μὲ τὰ σκώμματά του. Μὲ ὅλον ὅμως τὸ πάθημα, δὲν ἠδυνήθη νὰ ἐπιβάλῃ χαλινὸν εἰς τὴν γλῶσσάν του, καὶ εἰς τοὺς ἐλέγχοντας αὐτὸν οἰκείους ἔλεγεν: «Ἡ ψυχὴ θὰ βγῇ πρῶτα, κ᾽ ὕστερα τὸ-χούι».
Εἶτα παρήγγειλε τὸν καφέν του, καὶ ἠξεύρων ὅτι ἔπρεπε νὰ περιμένῃ ἐπὶ εἴκοσι λεπτὰ τῆς ὥρας ἑωσοῦ κατορθώσῃ νὰ τοῦ τὸν ψήσῃ ὁ γερο-Ἀκούκατος, ὁ καφετζής, μετέβη χωλαίνων εἰς τὴν ἀποβάθραν, ὅπου εἶχον συναχθῆ ἄνδρες τινὲς καὶ παιδία ξυπόλυτα πολλά, ὅπως ἴδωσι καὶ θαυμάσωσι τοὺς ὑποψηφίους.
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἀπεβιβάζοντο ἐκ τῶν λέμβων οἱ ὑποψήφιοι. Ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης ἔκραξε πρὸς αὐτούς:
― Καλῶς ὡρίσατε!
Καὶ εὐθὺς προσέθηκε:
― Πόσα καντάρια ρουβάδα* ἔχετε;
Γενικὸς καγχασμὸς ὑπεδέχθη τὴν ἐρώτησιν.
Εἶτα ἐπανέλαβε:
― Δὲν ἀκοῦτε; Μᾶς φέρατε πολλὴ ρουβάδα1; Πόσην ἔχει ὁ καθένας σας;
Ὁ γέλως ἐπανελήφθη, ἀλλ᾽ οὐδεμία ἀπάντησις ἐδόθη.
Καὶ τρίτον ἠρώτησε:
―Ἔχετε δηλωτικὸ γιὰ τὴ ρουβάδα;
Οἱ ὑποψήφιοι γελῶντες ἠνείχοντο τὸ ἄκακον σκῶμμα τοῦ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστη, προσηνεῖς ἄλλως νησιῶται καὶ ἀγαπῶντες τὰ ἀστεῖα.
Ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης ἐψιθύρισε, μετὰ προσποιήτου ὀργῆς: «Κάμετε καλὰ μὲ τὸν κουμερκιάρη*, ἐγὼ δὲν ἀνακατώνουμαι». Καὶ στρέψας τὴν ράχιν, ἀπῆλθε χωλαίνων νὰ πίῃ τέλος τὸν καφέν του, ἀφοῦ εἶχε καταφάγει ἤδη ἐξ ἀνυπομονησίας τὸ ξάκρισμα, καὶ θὰ ἠναγκάζετο ἴσως νὰ βάλῃ χεῖρα εἰς τὸ ἥμισυ τῆς προσφορᾶς, τὸ προωρισμένον διὰ τὴν συμβίαν.
* * *
Οἱ ὑποψήφιοι, ὁ Γεροντιάδης, Ἀλικιάδης, καὶ Ἀβαρίδης, ὁ Καψιμαΐδης καὶ ὁ Χαρτουλάριος, δεχόμενοι τοὺς χαιρετισμοὺς καὶ τὰς χειραψίας τῶν ἐντοπίων, συνοδευόμενοι ἀπὸ τὸν Μανώλην τὸν Πολύχρονον καὶ ἀπὸ τὸν Λάμπρον 〈τὸν〉 Βατούλαν, οἵτινες εἶχον ταχθῆ ὡς χωροφύλακες ἐκ δεξιῶν καὶ ἐξ ἀριστερῶν τοῦ Χαρτουλαρίου, καὶ δὲν τὸν ἄφηναν νὰ κάμῃ βῆμα, ἦλθαν καὶ ἔπιον καφὲν εἰς τὸ αὐτὸ καφενεῖον τοῦ γερο-Ἀκούκατου, καὶ ἀκολούθως χωρισθέντες μετέβησαν ἀνὰ δύο πρὸς τοὺς εἰς προϋπάντησιν ἐλθόντας φίλους των. Ὅσον διὰ τὸν Γιαννάκον τὸν Χαρτουλάριον, οὗτος, βλέπων τὴν πρὸς αὐτὸν σπουδὴν καὶ προσπάθειαν καὶ τῶν δύο κομμάτων, ἀντιπροσωπευομένων ἐπισήμως ἀπὸ τὸν Λάμπρον τὸν Βατούλαν καὶ ἀπὸ τὸν Μανώλην τὸν Πολύχρονον, ἐθεώρησε τώρα παράποτε βεβαιοτέραν τὴν ἐπιτυχίαν καὶ ἀσφαλεστέραν τὴν θέσιν του. Ἐπίστευε δὲ ὅτι ἀμφότερα τὰ κόμματα, Ἀνδρογυνοχωρίστρες, καὶ Χαλασοχώρηδες, θὰ τὸν ἐψήφιζαν μονοκούκκι, ὥστε καὶ ἂν ἐμειονοψήφει εἰς τοὺς ἄλλους δήμους, ἐδῶ ὅμως θὰ ἔβγαινε παμψηφεί.
Ὄχι τόσον ροδίνας τὰς προβλέψεις, παρὰ τὰς παχείας ὑποσχέσεις τὰς ὁποίας ἐλάμβαναν, εἶχαν ὁ Καψιμαΐδης καὶ ὁ Ἀβαρίδης. Οὗτοι οἱ δύο ἐθεωροῦντο παρὰ πάντων ὡς ὑποψήφιοι παραπληρωματικοί, οἱ δυνατώτεροι δ᾽ ἐκ τῶν τεσσάρων ἦσαν ὁ Γεροντιάδης καὶ ὁ Ἀλικιάδης. Ἄλλως δέ, ἤξιζαν, κατὰ τὴν κοινὴν ὁμολογίαν ν᾽ ἀντιπροσωπεύωσιν οἱ δύο οὗτοι τὴν ἐπαρχίαν. Ὁ Γεροντιάδης εἶχε διαπρέψει ἤδη ὡς βουλευτής, ἀρνηθεὶς πᾶν ρουσφέτιον εἰς τοὺς μὴ στενοὺς φίλους, διὰ νὰ ὑπηρετήσῃ τὰ γενικὰ τοῦ ἔθνους συμφέροντα. Ὁ δὲ Ἀλικιάδης εἶχε διατελέσει καὶ αὐτὸς βουλευτὴς ἄλλοτε, καὶ εἶχε διακριθῆ. Δὲν ἦτο ἄνθρωπος νὰ πηγαίνῃ στὰ χαμένα. Ἤθελε «σίγουρες δουλειές». Ἦτον ἱκανὸς νὰ ἐξοδεύσῃ καὶ δεκαπέντε χιλιάδας, καὶ εἴκοσι χιλιάδας, διὰ νὰ ἐπιτύχῃ. Ἀλλὰ δὲν ἐπετοῦσε τὰ λεπτὰ «στὸ βρόντο». Ἦτο βέβαιος ὅτι ἐκλεγόμενος βουλευτής, θὰ ὠφελεῖτο εἴκοσι πέντε ἢ τριάντα χιλιάδας, τὸ ὀλιγώτερον. Ἄ! ἦτον πολὺ «κωλοπετσωμένος». Ἐν πρώτοις, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ διορίσῃ ὑπάλληλον, θὰ τοῦ ἔλεγε «μ᾽ δίνεις τὰ μισά;» πρὶν ἀποφασίσῃ νὰ δώσῃ μπιλιέτο. Νέτα-σκέτα, «σίγουρες δουλειές». Καὶ ἂν κανεὶς κακομοίρης ἐτύγχανε νὰ τοῦ χρεωστῇ ἀπὸ παλαιὸν καιρὸν τίποτε ψωροδραχμές, θὰ τὸν διώριζεν, ἐξαναγκάζων αὐτὸν νὰ ὑπογράψῃ ἐκ προκαταβολῆς πολλῶν μηνῶν ἀποδείξεις διὰ τοὺς μισθούς του, μὲ χρονολογίας ἡμερῶν μήπω ἀνατειλασῶν μέχρι ὑπερεξοφλήσεως. Ἀλλ᾽ αὐτὰ ἦσαν δευτερεύοντα καὶ ἀνάξια λόγου. Ὅ,τι ἀπετέλει τὴν δύναμιν τοῦ Ἀλικιάδου ἦτο ὁ πόθος ὑφ᾽ οὗ ἐφλέγετο νὰ φανῇ χρήσιμος εἰς τὴν ἐκτέλεσιν τῶν δημοσίων ἔργων τῆς ἐπαρχίας. Ἐν πρώτοις, ὑπῆρχεν ἡ ἐθνικὴ ὁδός, ἡ προκηρυσσομένη ἑκάστοτε ὡς μέλλουσα νὰ κατασκευασθῇ παρὰ τὴν πρωτεύουσαν τῆς ἐπαρχίας πόλιν. Ἐκεῖθεν, ἂν ἐξελέγετο βουλευτής, θὰ εἶχε τὴν μερίδα τοῦ λέοντος. Ἀπὸ τώρα εἶχεν ἀρχίσει νὰ συνεταιρίζεται κρυφὰ μὲ τοὺς ἐργολάβους. Κατὰ τὴν πρώτην βουλευτείαν του ὁλόκληρον δάσος τὸ εἶχε κάμει ἰδικόν του, δικαιώματι κατακτήσεως. Μὲ τὸν ἔφορον, τὸν ὁποῖον εἶχε φέρει εἰς τὴν ἐπαρχίαν του, εἶχε προεξηγηθῆ σαφέστατα: «Θὰ σὲ διορίσω, ἀλλὰ φόρον δὲν θὰ βεβαιώσῃς ἀπὸ τὴν ξύλευσιν τοῦ δάσους». Ἔπειτα ἦτο ὁ λιμήν, ὁ λιμὴν τῆς βορειανατολικῆς πόλεως. Ἄ! αὐτὸς ὁ λιμὴν εἶχεν ὅλους τοὺς μυθολογικοὺς χαρακτῆρας, οὓς ἠδύνατό τις νὰ ἐπιθυμήσῃ διὰ μεγάλην ἐπιχείρησιν. Ὡμοίαζε μὲ τὸ παλάτι τῶν Σαράντα Δράκων ἢ μὲ τὸ Κάστρο τῆς Ὡριᾶς. Εἰς κάθε νέας ἐκλογὰς ἐπροκηρύσσετο ἡ ἐργολαβία· εἰς κάθε διάλειμμα μεταξὺ δύο ἐκλογῶν ἡ ἐργολαβία ἐγκατελείπετο. Ἐρρίπτοντο ἀκριβῶς τόσαι πέτραι πρὸς μόλωσιν* τῆς θαλάσσης, κατὰ τὰς παραμονὰς ἑκάστης ἐκλογῆς, ὅσαι, ἂν ὑπελογίζετο ὅτι θὰ εἴχομεν βουλευτικὰς ἐκλογὰς κατὰ πᾶν ἔτος, θὰ ἤρκουν ὅπως μετὰ τρεῖς αἰῶνας, μετὰ πέντε αἰῶνας τὸ πολύ, συντελεσθῇ τὸ ἔργον. Ἀλλὰ τὴν φορὰν ταύτην ὁ Ἀλικιάδης εἶχεν ἀπόφασιν, «Ἀμὲτ Μουαμέτ»*, νὰ βάλῃ τὴ δουλειὰ ἐμπρός. Ἄ! δὲν τὸν ἐγελοῦσαν αὐτὸν μὲ τὸ σήμερα καὶ μὲ τὸ αὔριο οἱ ἐργολάβοι. Ἤθελεν ἐκ παντὸς τρόπου νὰ φανῇ χρήσιμος εἰς τὴν ἐπαρχίαν του.
* * *
Ἀφοῦ ἔπιον διπλοῦς καφέδες κ᾽ ἐδέχθησαν προσρήσεις οἱ πέντε ὑποψήφιοι, μετέβησαν, ὡς εἴπομεν, ἕκαστος πρὸς ἐπίσκεψιν τῶν φίλων. Ἦσαν καὶ οἱ πέντε ὑψηλοί, φραγκοφορεμένοι, ἡλιοκαεῖς, μὲ ὑψηλὰ καπέλα, τὰ ὁποῖα ἐφόρουν ὅλοι τόσον στραβά, ὥστε τὸ ἀριστερὸν ὠτίον ἐκαλύπτετο ὅλον, καὶ μόνον τὸ δεξιὸν ἦτο ὁρατόν, ἐλευθέρως ἀναπτυσσόμενον. Τοῦτο ἰδὼν εἷς τῶν ἐντοπίων, θέλων νὰ εὐφυολογήσῃ ἀκαίρως λίαν, εἶπεν ὅτι καὶ οἱ πέντε ἦσαν «μ᾽ ἕν᾽ αὐτί».
Ζ´
Τὴν πρωίαν τῆς Παρασκευῆς, ἀφοῦ ἔμειναν ἐπὶ τεσσαράκοντα ὥρας, ψηφοθηροῦντες καὶ συνεννοούμενοι μετὰ τῶν φίλων, ἀνεχώρησαν ἐπιστρέφοντες εἰς τὴν πρωτεύουσαν τῆς ἐπαρχίας οἱ πέντε ὑποψήφιοι. Ὁ Γιαννάκος ὁ Χαρτουλάριος εἶχεν ἐκφράσει τὴν ἐπιθυμίαν νὰ μείνῃ κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἐκλογῆς ἐν τῷ δήμῳ, ἐλπίζων νὰ λάβῃ πλείονας ψήφους διὰ τῆς παρουσίας του, βασίζων τὴν ἐπιτυχίαν του ἐπὶ τῆς ἐν τῷ δήμῳ τούτῳ ὑπεροχῆς. Ἀλλ᾽ ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας, πρὸς ὃν μεγάλην ἔτρεφεν ὑπόληψιν ὁ Γιαννάκος ὁ Χαρτουλάριος μεθ᾽ ὅλας τὰς ρᾳδιουργίας καὶ διαβολὰς ἃς ἔβαλεν εἰς πρᾶξιν προσπαθῶν νὰ τὸν ὑποσκελίσῃ ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, ὁ Λάμπρος, λέγω, ὁ Βατούλας ἀντέστη λίαν ἐπιμόνως καὶ τὸν ἀπέτρεψε, λέγων ὅτι ἐκεῖ, εἰς τὴν πρωτεύουσαν τῆς ἐπαρχίας, ὅπου εἶναι καὶ οἱ περισσότεροι ψῆφοι, ἦτον ἀναγκαιοτέρα ἡ παρουσία του, διὰ νὰ μὴν τὸν ρίξουν κάτω ὁ Ἀβαρίδης καὶ ὁ Καψιμαΐδης. Ὅσον ἀπέβλεπε τὰ ἐδῶ, αὐτός, ἐπιθέτων εἰς τὸ στέρνον τὴν χεῖρα, τὸν ἔπαιρνεν ἐπάνω του. Ἀπὸ ἐδῶ ἦτον σίγουρος βουλευτής, τοῦ τὸ ἔδιδεν ἐγγράφως· ἐκεῖ νὰ κοιτάξῃ, πέρα ἐκεῖ, νὰ μὴν τοὺς φᾶνε, τὰ μάτια του τέσσερα. Ὁ Χαρτουλάριος ἐπείσθη δοὺς τὰ πιστὰ εἰς τὸν Λάμπρον, καὶ ἀνεχώρησε μετὰ τῶν ἄλλων.
Τὴν Παρασκευὴν ἑσπέρας καὶ τὸ Σάββατον πρωὶ ἔφθασαν τρεῖς ἢ τέσσαρες βρατσέραι, μεταφέρουσαι ἐξ Ὠρεῶν, Στυλίδος, Θρονίου καὶ Βόλου δύο ἢ τρεῖς δωδεκάδας ἐκλογέων, τοὺς ὁποίους ἀπόστολοι τῶν δύο κομμάτων ἐκπεμφθέντες πρὸ ἡμερῶν εἶχον στρατολογήσει, πληρώσαντες αὐτοῖς, εἰς βάρος τῶν ὑποψηφίων, τοὺς ναύλους καὶ τὰ χασομέριά των. Περὶ δὲ τὴν δείλην τοῦ Σαββάτου ἐπεχείρησαν, καὶ τὰ δύο κόμματα, νὰ κάμουν «ἐπίδειξιν», ὡς νὰ ἤθελαν νὰ γελάσωσιν ἀλλήλους ὅτι εἶναι περισσότεροι οὗτοι ἢ ἐκεῖνοι. Πρῶτοι οἱ Χαλασοχώρηδες συνεκεντρώθησαν, ὅπως εἶχαν συμφωνήσει, εἰς τὸ καφενεῖον τοῦ γερο-Ἀκούκατου. Λέγομεν συνεκεντρώθησαν μεταχειριζόμενοι ἁπλῶς συνήθη εἰς τὸν πολιτικὸν λόγον λέξιν. Τὸ ἀληθὲς εἶναι ὅτι ἡ ἀπόπειρα τῆς συγκεντρώσεως, διήρκει ἐπὶ δύο ὥρας καὶ ἀκόμη δὲν εἶχαν συγκεντρωθῆ. Μόλις ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας καὶ δύο ἢ τρεῖς ἄλλοι συμβοηθοί του κατώρθουν νὰ σύρωσι δέκα ἢ δώδεκα ἐκλογεῖς πρὸς τὸ καφενεῖον, καὶ μετ᾽ ὀλίγα λεπτὰ οἱ προσήλυτοι ἀντὶ νὰ αὐξήσωσι ὠλιγόστευαν, διότι ὁ εἷς ἐπροφασίζετο ὅτι «θέλει νὰ πάῃ ὣς στὸ σπίτι γιὰ δουλειά, ὣς ὅτου νὰ πῇς κρεμμύδι ἔφθασε», ὁ ἄλλος ἐξεκλέπτετο χωρὶς νὰ εἴπῃ τίποτε κ᾽ ἔφευγεν ἀπὸ τὴν ἄλλην πόρταν, διότι τὸ καφενεῖον εἶχε δύο θύρας, τὴν μίαν πρὸς τὴν ἀγοράν, τὴν ἄλλην πρὸς τὴν συνοικίαν. Ὀλίγοι μόνον ἦσαν οἱ φανεροὶ καὶ φανατικοί, οἱ ἄλλοι ὑπέσχοντο, ἀλλὰ δὲν ἤθελαν νὰ τὰ χαλάσουν καὶ μὲ τὸ ἄλλο κόμμα. Ἔπειτα καὶ δὲν εἶχεν ἀνατείλει ἀκόμη ἡ ἡμέρα τῆς ἐκλογῆς, οὐδ᾽ εἶχαν ἀρχίσει ἀκόμη τὰ δύο «πρακτορεῖα» νὰ εἰσάγουν καὶ νὰ ἐξάγουν τοὺς ψηφοφόρους νὰ τοὺς εἰποῦν «τὸ κρυφό», τὸ ὁποῖον ἦτο ἀπαραίτητον πρὸ τῆς ψηφοφορίας. Καὶ ὅταν εὔκολον ὁπωσοῦν ἦτο ν᾽ ἀκούσουν αὔριον «τὸ κρυφὸ» καὶ ἀπὸ τὰ δύο κόμματα, διατί νὰ κηρυχθοῦν σήμερον ὑπὲρ τοῦ ἑνός;
Διότι δὲν ἦτο συνήθεια νὰ τὸ λέγουν «τὸ κρυφὸ» πρὸ τῆς ἐνάρξεως τῆς ψηφοφορίας. Τὰ φυσέκια ἐμοιράζοντο εἰς τὸν στρατὸν κατ᾽ αὐτὴν τὴν ἡμέραν τῆς μάχης, ὄχι ἀπὸ τῆς παραμονῆς.
Τέλος μετὰ πολλῆς δυσκολίας, ἀφοῦ ἐσυνάχθησαν μερικοί, ἀπεφασίσθη νὰ ἐκκινήσωσιν, ἡγουμένων κοκκίνων καὶ λευκῶν σημάτων καὶ τῶν μουσικῶν ὀργάνων, βιολίου καὶ λαγούτου καὶ κλαρινέτου. Ὑπῆρχεν ἐλπὶς ὅτι, καθὼς ἡ κυλιομένη σφαῖρα τῆς χιόνος, καθόσον διήλαυνε διὰ τῶν ὁδῶν, ἡ διαδήλωσις θὰ ἐπληθύνετο. Ἀλλ᾽ ὀλίγοι τινὲς ἔβαινον πρὸς τὸ μέρος τῆς ἀγορᾶς, ἐκεῖ ὅπου εἶχε δώσει ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας ὁδηγίας εἰς τοὺς μουσικοὺς καὶ εἰς τοὺς κρατοῦντας τὰ κοντάρια μὲ τὰς χρωματιστὰς ὀθόνας νὰ κατευθυνθῶσιν, οἱ ἄλλοι οἱ περισσότεροι διηυθύνοντο πρὸς τὸ ἀντίθετον μέρος, ἐπιμένοντες ὅτι ἔπρεπε νὰ στραφῇ πρῶτον ἀνὰ τὰς ὁδοὺς καὶ τὰς συνοικίας τῆς πολίχνης ἡ διαδήλωσις, ἂν ἤθελε νὰ κάμῃ ἐντύπωσιν. Ἴσως δὲν ἤθελον νὰ διελάσωσι διὰ τῆς ἀγορᾶς, ὅπως ἐπεθύμει ὁ Λάμπρος, διὰ νὰ μὴ ἐκτεθῶσιν ἀπέναντι τῶν ἀντιθέτων. Μεγάλη δὲ ἔγινε σύγχυσις καὶ ταραχή. Ἄλλοι ἐτραβοῦσαν ἀπ᾽ ἐδῶ, ἄλλοι ἀπ᾽ ἐκεῖ. Οἱ μουσικοὶ καὶ οἱ σημαιοφόροι τὰ ἔχασαν μὴ ἠξεύροντες εἰς τίνας νὰ ὑπακούσωσιν. Περὶ τὰ ἑκατὸν παιδία τοῦ δρόμου ἀνυπόδητα, τὰ ὁποῖα εἶχε στρατολογήσει πρὸς μίαν πεντάραν τὸ ἓν ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας, δὲν ἔπαυσαν νὰ φωνάζουν σπαρακτικῶς: «Ζήτω οἱ καλοὶ πατριῶτες! Ζήτω ὁ Ἀλικιάδης! Ζήτω ἡ νοικοκυροσύνη».
Τέλος ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας ἠναγκάσθη νὰ ὑποχωρήσῃ εἰς τοὺς πολλούς, ἐπιφυλαχθεὶς νὰ μεθύσουν τόσον κατὰ τὴν ἀνὰ τὰς συνοικίας περιοδείαν τοὺς ἀπροθύμους διαδηλωτάς, ὥστε νὰ τοὺς φέρῃ ὀπίσω εἰς τὴν ἀγορὰν φανεροὺς καὶ παραπαίοντας ὀπαδοὺς τοῦ Χαλασοχωριτικοῦ κόμματος. Ἐτήρησε δὲ τὸν ἐνδιάθετον ὅρκον του ὅσον ἠδυνήθη. Ἀνὰ τὰς συνοικίας ὑπῆρχαν πάμπολλα μικρὰ καπηλίδια καὶ κατώγεια οἰνοπωλικά, τὰ ὁποῖα εἶχαν φυτρώσει ἔξαφνα ὡς μανιτάρια, ἄδηλον διατί. Ἐποχὴ τῆς ἐσοδείας τοῦ νέου οἴνου δὲν ἦτο, διὰ ν᾽ ἀνοίξωσι διὰ τρεῖς μῆνας καὶ εἶτα νὰ κλείσωσι· τοὐναντίον ἡ ἐνιαύσιος εἶχεν ἐξαντληθῆ ἤδη, καὶ ὁ τόπος εἰσῆγεν ἔξωθεν τὸν οἶνον. Ἀλλὰ φαίνεται ὅτι εἶχαν ἀνοίξει ἐπίτηδες χάριν τῶν ἐκλογῶν. Βοσκοὶ πωλήσαντες τελευταῖον τὰς προβατίνας των εἰς τὸν ἐπιτήδειον περὶ τὸν ἐξαρρενισμὸν τῶν θηλέων χασάπην, ἀγωγιᾶται ἔχοντες δεμένον τὸν ὄνον των ἀπ᾽ αὐτῆς τῆς κρικέλας τοῦ παραστάτου τῆς θύρας τοῦ αὐτοσχεδίου καπηλείου των, εἶχαν παραιτήσει τὸ ἐπάγγελμά των καὶ ἤνοιξαν μαγαζεῖα χάριν τῶν ἐκλογῶν. Δι᾽ ὅλων ἐκείνων τῶν μερῶν ἐφρόντισε νὰ διευθύνῃ τὴν διαδήλωσιν ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας, καὶ αἱ ὀλίγαι δαμιτζάνες, ὅσας εἶχε πλήρεις παραπλεύρως τῶν κενῶν καὶ πρὸς ἐπίδειξιν μόνον τεταγμένων βαρελίων πᾶς κάπηλος, ἐκενώθησαν πρὸς τιμὴν τῶν ὑποψηφίων.
Ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ, ὁ Μανώλης καὶ οἱ φίλοι του κατεγίνοντο νὰ χορδίσωσι καὶ αὐτοὶ τὴν διαδήλωσίν των. Εἶχον συναχθῆ εἰς τὸ μπακαλικο-εμπορικὸν τοῦ Θόδωρου τοῦ Μοστροπούλου, Ἀρκάδος ἀποπλανηθέντος εἰς τὰ μέρη ἐκεῖνα περὶ τοὺς δεκαπέντε χρόνους, διὰ τοὺς ὁποίους εἶχε παρασκευάσει γιουβέτσι ὁ Μανώλης, διὰ νὰ «πιάσῃ μαγιά», καὶ ἀφοῦ τοὺς ἐμέθυσεν ἤρχισαν αὐθορμήτως τὸν χορὸν καὶ τὸ τραγούδι. Ἐπιάσθηκαν ἐπὶ τῆς μικρᾶς πλατείας, ἔμπροσθεν τοῦ μαγαζείου, καὶ ἔστησαν τὸν χορόν, ὅστις ἐντὸς μιᾶς ὥρας ηὔξησε κ᾽ ἐμεγαλύνθη κατὰ πολλὰς δωδεκάδας, καθόσον πάμπολλοι αὐθόρμητοι ἢ καλούμενοι ὑπὸ τοῦ Μανώλη προσήρχοντο διὰ νὰ τοὺς κεράσῃ, καὶ ἀφοῦ ἐδευτέρωναν καὶ ἐτρίττευαν, ἐπροσηλυτίζοντο καὶ δὲν ἐξεκολλοῦσαν πλέον. Ὁ Θόδωρος ὁ Μοστρόπουλος, πρὸ διετίας μόλις ἀποκατασταθεὶς εἰς τὸ χωρίον, εἶχε χωθῆ ὅλος εἰς τὰ πολιτικά, κ᾽ ἐπετηδεύετο μέγαν ζῆλον καὶ φανατισμὸν ὑπὲρ τοῦ κόμματος. Ἐπέτα τὴν σκούφιαν του κατὰ γῆς, τὴν ἐδάγκανε, τὴν ἐποδοπατοῦσε, ἐπήδα καὶ ἐχόρευεν ἀπὸ τὴν κομματικὴν ζέσιν. Ἔρριπτε τὰς δεκάρας ἀσφαλῶς εἰς τὸ συρτάριον, καὶ ὅλα τὰ εἴδη τοῦ μαγαζείου τὰ εἶχεν ἐλεύθερα, ἐθυσιάζετο διὰ τοὺς φίλους: «Ὅ,τι θέλετε, ὅ,τι θέλετε!»
Οὕτω, ἀφοῦ ηὐξήθη μεγάλως ἡ συνάθροισις, ἐξεκίνησαν προηγουμένης ἑκατοντάδος παιδίων, ἐκλαρυγγιζομένων νὰ φωνάζωσι, μετὰ τῶν ὀργάνων καὶ τῶν κυματιζουσῶν χρωματιστῶν ὀθονῶν. Ἡ διαδήλωσις ἐξεκίνησεν ἐν εἴδει ὀρχήσεως κατ᾽ εὐθεῖαν γραμμὴν βαινούσης. Ὅπως ἦσαν πιασμένοι εἰς τὸν χορόν, οὕτως ἐκινήθησαν ἐκ τοῦ ὑψηλοτέρου μέρους τῆς ἀγορᾶς, διὰ ν᾽ ἀνέλθωσιν εἰς τὴν ἐνορίαν. Ἅμα ἔκαμψαν τὴν πρώτην ἀνωφερῆ γωνίαν, ἐπὶ τῆς παραλλήλου ὁδοῦ ἐφάνη ἡ ἀντίθετος διαδήλωσις κατερχομένη ἐκ τῆς ἄνω συνοικίας, πρὸς τὴν ἀγορὰν βαίνουσα, μὲ τὰς κραυγὰς τῶν γυμνοπόδων παίδων.
― «Ζήτω οἱ καλοὶ πατριῶτες! Ζήτω ἡ νοικοκυροσύνη!»
Οἱ παῖδες τῆς δευτέρας διαδηλώσεως ἔκραζον ἀφ᾽ ἑτέρου:
― «Ζήτω ὁ Γεροντιάδης! Ζήτω τὸ τσαρούχι! Ζήτω οἱ ξυπόλυτοι!»
― Τ᾽ ἀκοῦς, βρὲ Μιχάλη; εἶπεν εἷς τῶν ἀγυιοπαίδων τῆς πρώτης διαδηλώσεως πρὸς τὸν παραπλεύρως αὐτοῦ βαδίζοντα ὁμήλικόν του, ἐμᾶς τὸ φωνάζουν τὸ ζήτω.
― Πῶς τὸ ξέρεις;
― Δὲν ἀκοῦς ποὺ φωνάζουν, ζήτω οἱ ξυπόλυτοι!
― Τότες τί νὰ τοὺς φωνάξουμε κ᾽ ἐμεῖς;
― Φωνάζουμε κ᾽ ἐμεῖς: Ζήτω οἱ ξυπόλυτοι;
―Ὄχι! νὰ φωνάξουμε καλύτερα: Ζήτω οἱ ξ᾽σκιζάνηδες*!
Καὶ διὰ μιᾶς ἐφώναξαν ὅλοι μὲ καθαρὰν καὶ διάτορον φωνήν: Ζήτω οἱ ξ᾽σκιζάνηδες!
― Σιούτ, βρέ! ἔκραξε πρὸς τοὺς παῖδας ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας· καὶ συγχρόνως, ἀποταθεὶς πρὸς τοὺς ἄνδρας, ἐξηγῶν ὡς εἰρωνείαν τάχα τὴν κραυγήν, εἶπε:
― Καλὰ τοὺς ἐκορόιδεψαν οἱ διαόλοι.
Καθ᾽ ὅσον δὲ ἐπλησίαζον εἰς τὴν ἀγοράν, οἱ τελευταῖοι βαδίζοντες, οἵτινες, φαίνεται, εἶχαν μείνει τελευταῖοι ἐπίτηδες, ἐβράδυναν ἔτι μᾶλλον τὸ βῆμα. Ὁ Λάμπρος, ὅστις ὑπώπτευε τοὺς σκοπούς των, ἔστειλε δύο τῶν στενωτέρων αὐτῷ νὰ μεταβῶσιν οὐραγοί, ὅπως τοὺς ἐπιτηρῶσιν. Ἀλλὰ μεθ᾽ ὅλην τὴν ἐπαγρύπνησιν ταύτην, εἰς τὴν πρώτην καμπὴν τῆς ὁδοῦ, πρὶν ἀρχίσωσι νὰ κατέρχωνται τὸ ἀντικρύζον τὴν ἀγορὰν μέγα λιθόστρωτον, ἀνὰ δύο, ἀνὰ τρεῖς, οἱ τελευταῖοι βαίνοντες, ἔμενον διά τινα ἀφορμὴν ὀπίσω, ἔσκυφταν εἰς τὴν πεζούλαν νὰ δέσωσι τὰ λωρία των ἢ νὰ ξεσκονίσωσι τὴν περισκελίδα των, καὶ εἶτα ἐξεκλέπτοντο, ἀπεκόπτοντο ἀπὸ τὴν διαδήλωσιν, κ᾽ ἔφευγον δι᾽ ἄλλης ὁδοῦ, μὴ θέλοντες νὰ προβάλωσι κεκυρωμένοι ὀπαδοὶ τοῦ ἑνὸς κόμματος εἰς τὴν ἀγοράν, μὲ ὅλην τὴν μοναξίαν ἥτις ἐπεκράτει ἐν ταύτῃ μετὰ τὴν ἀναχώρησιν τῶν δύο διαδηλώσεων. Ἀπεσπάσθησαν οὕτω πολλοί, σχεδὸν οἱ ἡμίσεις τῶν ἀνδρῶν. Ὅθεν, ὅταν ἡ διαδήλωσις τοῦ Λάμπρου τοῦ Βατούλα ἔφθασεν εἰς τὴν προκυμαίαν, ἔκαμεν εἰς ὅλους πενιχρὰν ἐντύπωσιν.
Ἐν τούτοις ὁ Λάμπρος ἐζήτησε νὰ τὴν ἀναζωπυρήσῃ διὰ τοῦ χοροῦ καὶ τῆς μουσικῆς, καὶ ὁδηγῶν αὐτὸς τὸν κάβο* ἤρχισε τὸν χορὸν ἐπὶ τῆς πλατείας ἀποβάθρας καὶ τῆς προκυμαίας.
Μετὰ μίαν ὥραν ἐπέστρεψε καὶ ἡ δευτέρα διαδήλωσις, καὶ ἔστησε τὸν χορὸν ἔξωθεν τοῦ μαγαζείου τοῦ Θόδωρου τοῦ Μοστροπούλου, εἴπερ ποτὲ προθύμου καὶ ἐνθουσιώδους ὀπαδοῦ τοῦ κόμματος.
Πρὸ τῆς δύσεως δὲ τοῦ ἡλίου, ὁ χορὸς ἐγενικεύθη καθ᾽ ὅλην τὴν ἀγοράν, ὥστε δὲν ὑπῆρχεν ἀνὴρ ἢ παῖς, γερόντιον ἢ νεανίας, ὅστις νὰ μὴ χορεύσῃ ἑκουσίως, ἀκουσίως, αὐθορμήτως ἢ ἐντέχνως. Τινὲς μάλιστα τῶν γερόντων ἐπέστρεψαν οἴκαδε βαδίζοντες «μποὺ ντουβὰρ μπενίμ, μποὺ ντουβὰρ σενίμ»*, χάρις εἰς τὰς ἀφθόνους σπονδὰς τὰς γενομένας πρὸς τιμὴν τῶν κ.κ. Γεροντιάδου, Ἀλικιάδου, Χαρτουλαρίου καὶ λοιπῶν. Καὶ περὶ τὸ μεσονύκτιον ἀκόμη, μετὰ τὸν πρῶτον ὕπνον, οἱ τοῖχοι καὶ τὰ πατώματα πάσης οἰκίας ὑφίσταντο τὸν ἀντίκτυπον τοῦ μανιώδους χοροῦ τῆς ἑσπέρας, χορεύοντες κατ᾽ ἀντανάκλασιν, ὡς νὰ εἶχον συμπίει μετὰ τῶν ἰδιοκτητῶν των ἐκ τοῦ ἐκλογικοῦ οἴνου, τοῦ σπεισθέντος ἀναλώμασι τῶν κ.κ. Γεροντιάδου, Ἀλικιάδου, καὶ συντροφίας.
Η´
Ἀνέτειλε τέλος ἡ ἡμέρα τῆς ἐκλογῆς, καὶ τὸ δημοτικὸν Σχολεῖον, πρὸς μεγίστην ἀγαλλίασιν τῶν παιδίων, τὰ ὁποῖα ἐσχόλασαν ἕνεκα τούτου ἀπὸ τῆς ἑσπέρας τῆς Παρασκευῆς, εἶχε κοσμηθῆ μὲ δύο μακρὰ ἄκομψα κιβώτια, φέροντα πέντε κάλπας παμπαλαίους, βαναυσουργεῖς, μετ᾽ ἀκόμψων πιττακίων φερόντων τῶν ὑποψηφίων τὰ ὀνόματα. Ὁ κὺρ Ἀγγελὴς ὁ Μαλλίνης ἐπερίμενεν ἀνυπομόνως τὴν ἡμέραν ταύτην, πότε ν᾽ ἀνατείλῃ. Πρὸ δέκα ἐτῶν ἀκόμη μετήρχετο εὐδοκίμως τὸν δικολάβον, εἶχε δὲ ὑπηρετήσει καὶ ὡς δημόσιος ὑπάλληλος. Ἀλλ᾽ ἔκτοτε ἡ ἀνάδειξις νεωτέρων ἀγνώστων ἀνθρώπων ἐπιτρίπτων καὶ παμπονήρων καὶ ἡ ὑπέρμετρος χρῆσις τοῦ οἴνου τὸν εἶχον καταστήσει ἀπόμαχον. Ἀπὸ δεκαετίας δὲν ἔκαμνε πλέον ἄλλο ἔργον εἰμὴ ἐπερίμενε πότε νὰ διαταχθῶσιν ἐκλογαί, δημοτικαὶ ἢ βουλευτικαὶ ἢ καὶ τῶν ἐπαρχιακῶν συμβούλων, ἢ πότε νὰ ἐνεργηθῇ τοπική τις συμπληρωτικὴ ἢ ἐπαναληπτικὴ ἐκλογή, ἕνεκα θανάτου, παραιτήσεως ἢ ἀκυρώσεως, βέβαιος ὢν ὅτι ἡ ἐφορευτικὴ ἐπιτροπή, ἐξ οἱωνδήποτε καὶ ἂν ἀπετελεῖτο, αὐτὸν θὰ προσελάμβανεν ὡς γραμματέα. Εἶχεν ἀποκτήσει εἰς τοῦτο ἀδιαφιλονίκητον εἰδικότητα, καὶ ἦτο ἡ μόνη ἐνασχόλησίς του. Εὐτυχῶς δὲν εἶχε τέκνα, αὐτὸς δὲ καὶ ἡ γραῖά του ἀπέζων ἀπὸ τὰ τελευταῖα λείψανα τῶν δανείων τὰ ὁποῖα εἶχε λάβει ἐπ᾽ ὑποθήκῃ τοῦ ἀρτίως ἐκπλειστηριασθέντος ἐλαιῶνός του, ἢ ἀπὸ τὸ ἀντίτιμον τῶν δύο τελευταίων χωραφίων του, τὰ ὁποῖα εἶχεν ὁ ἴδιος πωλήσει. Τὸν παλαιὸν καιρόν, ὅτε ἡ ἐκλογὴ ἦτο τετραήμερος, ἦτο λίαν εὐάρεστος δι᾽ αὐτόν, διότι καὶ καλύτερον μισθὸν ἐλάμβανε καὶ πλείονα δεῖπνα εἱστιᾶτο, ὑπὸ τῆς φιλοτιμίας τῶν ὑποψηφίων, ἀντιπροσώπων καὶ λοιπῶν, προσφερόμενα.
Αὐτὸς καὶ ὁ πρόεδρος τῆς ἐπιτροπῆς, ὁ γέρων ἀγωνιστὴς Νιαουστεύς, διηγοῦντο πρὸς ἀλλήλους τὰς παλαιὰς ἀναμνήσεις τῶν ἐκλογῶν ἐπὶ Ὄθωνος, ἐξυμνοῦντες τὴν ἐπὶ τῆς πρώτης βασιλείας ἀκμὴν καὶ ζωτικότητα, ταλανίζοντες τὴν σημερινὴν νάρκην καὶ ἀηδίαν. Τὸν παλαιὸν καιρὸν αἱ ἐκλογαὶ ἐγίνοντο μὲ ὄρεξιν, μὲ πεῖσμα καὶ μὲ μυθιστορικὰς πολλάκις περιπετείας. Εἰς τὰς ἡμέρας τοῦ γέροντος προέδρου, ὅτε εἰς τὰς δημοτικὰς ἐκλογὰς ἐψηφοφόρουν οἱ μᾶλλον φορολογούμενοι, ἤρκει νὰ λάβῃ τις εἴκοσιν ἢ εἰκοσιπέντε ψήφους νοικοκυραίων, διὰ νὰ γίνῃ δήμαρχος, δὲν ἐχρειάζετο καθὼς σήμερον, νὰ ψηφίζωσιν ὅλοι οἱ παρακατινοί, ὅλοι οἱ ξωμερίτες*, ὅλες οἱ τσομπανοφλοέρες*. Καὶ ἂν τυχὸν ἠπειλεῖτο ἰσοψηφία, καὶ χωρικός τις ἔχων ψῆφον ἐδείκνυτο σκληροτράχηλος καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὰ γυρίσῃ, τὸν ἔκλεπτον, τὸν ἥρπαζον, τὸν ἀπῆγον, τὸν ἔκρυπτον εἰς ἀσφαλὲς μέρος, ὅπου ἔτρωγε κ᾽ ἔπινεν ἐκτάκτως παχυνόμενος ἐπὶ τρεῖς ἢ τέσσαρας ἡμέρας, ἑωσότου παρέλθουν αἱ ἐκλογαί. Εἶτα τὸν ἄφηναν ἐλεύθερον. Οὕτω πως ἐξησφαλίζετο ἡ ἐπιτυχία τοῦ δημάρχου, ὃν ἤθελεν ἡ τάξις τῶν φρονίμων νὰ ἐκλέξῃ. Εἰς τὰς βουλευτικὰς ἐκλογὰς πάλιν ἂν κ᾽ ἐψηφοφόρουν πολλοί, τὸ καλὸν ἦτο ὅτι δὲν ἐχρειάζοντο σφαιρίδια, ἴσχυον τὰ ψηφοδέλτια. Τοιαῦτα μικρὰ δελτάρια χάρτου εἷς καλὸς γραμματεὺς ἠδύνατο νὰ συντάξῃ πεντακόσια εἰς δύο ὥρας. Ἐπ᾽ αὐτῶν ἔγραφε τὰ ὀνόματα τῶν ὑποψηφίων οὓς ἤθελε, χωρὶς κἂν νὰ ἐρωτήσῃ τὸν ψηφοφόρον τίνας ἐπιθυμεῖ νὰ ἐκλέξῃ. Καὶ εἰς τὸν κατάλογον τῶν ψηφοφορησάντων δὲν ἦτο ἀνάγκη νὰ ἐγγράφωνται πάντοτε ὀνόματα ζώντων. Διὰ τῆς προσθήκης διακοσίων ἢ τριακοσίων ψηφοδελτίων ἐπ᾽ ὀνόματι ἰσαρίθμων συχωρεμένων, ὁ δήμαρχος καὶ ἡ ἐπιτροπὴ ἠδύναντο νὰ κεραυνοβολήσωσι τοὺς ἀντιπάλους, πλάττοντες αὐτοὶ ἀντιπροσώπους, οὓς ἤθελον. Ἐὰν ὅμως οἱ ἀντίθετοι τοὺς διέβαλλον ἐπὶ κιβδηλείᾳ καὶ πλαστογραφίᾳ, εὔκολον ἦτο νὰ ἐξαφανίσωσι πᾶν ἴχνος εἰσορμῶντες διὰ τοῦ παραθύρου εἰς τὸν τόπον τῆς ἐκλογῆς, κλέπτοντες διὰ νυκτὸς τὴν μοναδικὴν καὶ εὐμετακόμιστον μὲ τὸ χάρτινον φορτίον της κάλπην, καὶ καταστρέφοντες αὐτὴν καὶ τὸ περιεχόμενον, συγχρόνως δὲ ὑπογράφοντες ἀναφορὰν πρὸς τὸν κύριον νομάρχην, καὶ παρακαλοῦντες αὐτὸν εὐσεβάστως νὰ διατάξῃ νέας ἐκλογάς, «ἐπειδὴ οἱ ἀντίθετοι, βλέποντες τὴν ἀποτυχίαν των, ἐξηφάνισαν τὴν κάλπην».
Ὁ γέρων πρόεδρος ὑψηλός, εὐθυτενής, ὀγδοηκοντούτης, πάσχων τὴν ὅρασιν, ἀναμασῶν διὰ χιλιοστὴν φορὰν τὰς ἀναμνήσεις ταύτας, ἐπλησίασε πρὸς τὸ κιβώτιον τῶν καλπῶν κ᾽ ἔκυψε νὰ ἴδῃ ἂν αἱ κάλπαι ἦσαν καλῶς συνδεδεμέναι, ἂν ἡ σιδηρᾶ ράβδος εἶχε προσαρμοσθῆ καὶ σφραγισθῆ καλῶς. Δὲν ἦτο βέβαιος ἂν θὰ ἔβλεπε καλῶς αὐτός, ἤθελε μόνον νὰ τὸν ἴδωσιν οἱ ἄλλοι ὅτι καλῶς ἐπιβλέπει. Αἱ πέντε κάλπαι συνδεδεμέναι ὅπως ἦσαν διὰ τοῦ χονδροῦ σύρματος, ἀλλόκοτοι, ἀτερπεῖς, πένθιμοι κατὰ τὸ ἥμισυ, λευκαὶ καὶ μαῦραι, ὡμοίαζον μὲ πέντε καταδίκους τοῦ κατέργου, τὸ ἥμισυ τῆς κεφαλῆς ξυραφισμένους, δεσμίους μὲ τὴν αὐτὴν ἅλυσον, κύπτοντας ἐπιπόνως, ἐκτελοῦντας τὴν ἡμερησίαν ἀγγαρείαν εἰς τὸν ναύσταθμον. Ὁ γέρων πρόεδρος ἔκυψεν ἐπὶ τῆς μιᾶς πλευρᾶς τοῦ πλάτους τοῦ κιβωτίου καὶ ἐπὶ τῆς ἄλλης κ᾽ ἐκοίταζε διὰ μακρῶν τὰς ἀρτίως ἐπιτεθείσας σφραγῖδας, κ᾽ ἐπὶ τοῦ στήθους του ἐκρότησαν ἐλαφρῶς τὰ παράσημα. Ἔφερε τὸ ἀριστεῖον τοῦ Ἀγῶνος ἀργυροῦν καὶ δύο ἀργυροῦς σταυροὺς τοῦ Σωτῆρος. Εἶχε παρακαλέσει πρὸ πολλοῦ ἕνα συνηλικιώτην του ἀρχαῖον ναυτικόν, ὅστις εἶχε ρίψει ὄχι ὀλίγα τουφέκια ὑπὸ τὸν Καρατάσον καὶ πολλὲς κανονιὲς ὑπὸ τὸν Κριεζήν, καὶ ἦτο κάπως γνησιώτερος ἀγωνιστὴς ἀπὸ αὐτόν, νὰ τὸν ἀπαλλάξῃ τοῦ ἑνὸς Σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος, λέγων ὅτι, ἀφοῦ κατὰ λάθος ἡ Κυβέρνησις τὸν ἐνθυμήθη δίς, «ἠμποροῦσε νὰ τὸν φορῇ αὐτός, καὶ τὸ ἴδιον θὰ ἦτο». Ἀλλ᾽ ὁ παράξενος γέρων τοῦ ἀπήντησεν ὅτι δὲν ἐξαναμωράθη ἀκόμη καὶ «δὲν τοῦ ἀρέσουν τὰ λιλιά». Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι, κατά τινα χύσιν παρασήμων γενομένην οὐ πρὸ πολλοῦ ἐπ᾽ εὐκαιρίᾳ δὲν ἐνθυμοῦμαι ποίας ἑορτῆς, ἡ Κυβέρνησις ἔστειλεν εἰς τὸν κύριον Νιαουστέα τὸν ἀργυροῦν σταυρὸν τοῦ Σωτῆρος, τὸν ὁποῖον ὁ γέρων εἶχεν ἀπὸ τοῦ 184… Ἀλλ᾽ ἡ πρώτη ἀπονομὴ εἶχε λησμονηθῆ, μὴ τηρουμένων καταλόγων, ὡς φαίνεται. Ἔκπληκτος ὁ κ. Νιαουστεὺς ἔλαβε τὸ δῶρον, καὶ δι᾽ ἀναφορᾶς παρεκάλεσε τὸ ὑπουργεῖον νὰ τὸν προβιβάσῃ, ἂν εὐαρεστῆται, εἰς τὸν χρυσοῦν Σταυρόν. Ἀλλ᾽ οὐκ ἦν φωνὴ καὶ οὐκ ἦν ἀκρόασις. Τότε ὁ Νιαουστεὺς ἠναγκάσθη ν᾽ ἀρκεσθῇ εἰς τοὺς δύο ἀργυροῦς, καὶ εἰς πᾶσαν ἑορτήν, βασιλικὴν ἢ καὶ θρησκευτικήν, τοὺς ἐκρέμα ἐπὶ τοῦ στήθους καὶ τοὺς δύο. Σήμερον δέ, ἡμέραν ἐκλογῆς, ἀφοῦ μάλιστα ἦτο καὶ πρόεδρος τῆς ἐφορευτικῆς ἐπιτροπῆς, θέσις ἥτις δὲν τοῦ ἐφαίνετο μικροτέρα ἀπὸ τὴν τοῦ προέδρου τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, καθῆκόν του ἐνόμισε νὰ ἐμφανισθῇ εἰς τὸν τόπον τῆς ἐκλογῆς φορῶν τὰ παράσημά του.
Κατὰ τὴν τοποθέτησιν τῶν καλπῶν, περὶ τῆς ἀλφαβητικῆς τάξεως προκειμένου, ὁ ἑλληνοδιδάσκαλος Μυροκλείδης, μέλος τῆς ἐφορευτικῆς ἐπιτροπῆς, ὄχι διότι ἐμερολήπτει ὑπὲρ τοῦ ἑνὸς κόμματος εἴτε ὑπὲρ τοῦ ἄλλου, ἀλλ᾽ ἐξ εὐσυνειδησίας διδασκαλικῆς, ἀπῄτει ἵνα τεθῇ πρώτη ἡ κάλπη τοῦ Ἀλικιάδου καὶ δευτέρα ἡ τοῦ Ἀβαρίδου, λόγῳ ὅτι ἡ ὀρθὴ γραφὴ τοῦ ὀνόματος εἶναι Αὐαρίδης διὰ διφθόγγου, τὸ δὲ ἀλ. προηγεῖται τοῦ αὐ. Ἰσχυρίζετο δὲ ὅτι ἡ παραγωγὴ τῆς λέξεως δὲν εἶναι ἐκ τοῦ ἀβαρία, καθόσον τότε θὰ ἦτο Ἀβαριάδης, οὔτε ἐκ τοῦ ἀβαρὴς δύναται νὰ εἶναι, διότι δὲν δύναται νὰ φαντασθῇ τις ὑποψήφιον βουλευτήν, ὅστις νὰ μὴν ἔχῃ τὴν ἀπαιτουμένην βαρύτητα. Ὁ κ. Ἀβαρίδης μάλιστα δὲν ἐπαρουσιάζετο πρώτην φορὰν τώρα ὡς ὑποψήφιος, ὅτε δὲν ἐφαίνετο νὰ ἔχῃ καὶ πολλὰς πιθανότητας ἐπιτυχίας, ἀλλ᾽ εἶχεν ἐκλεχθῆ ἄλλοτε καὶ διατελέσει δὶς βουλευτής. Τὴν τελευταίαν φορὰν μάλιστα, κάποιος ἐν Ἀθήναις ἰδὼν αὐτὸν μιᾷ τῶν ἡμερῶν ἀναγινώσκοντα ἐν καφενείῳ τὰ πρακτικὰ τῆς συνεδριάσεως τῆς προτεραίας ἐν τῇ Νέᾳ Ἐφημερίδι, τὸν ἠρώτησεν ἂν δὲν ἦτο παρὼν εἰς τὴν συνεδρίασιν. «Ὄχι, ἤμουν, ἀπήντησεν ὁ κ. Ἀβαρίδης, ἀλλὰ καλύτερα τὰ γράφει ἐδῶ». Εἶναι ἀληθὲς ὅτι κατὰ τὴν σύνοδον ἐκείνην, ὡς καὶ καθ᾽ ὅλην τὴν περίοδον δὲν εἶχε καλοχορτάσει τὸν ὕπνον ἐπὶ τῶν ἑδωλίων τῆς αἰθούσης τῶν συνεδριάσεων. Μόλις ἔκλειε τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ γείτων συνάδελφος, λίαν ὑποχρεωτικός, πολιτικὸς φίλος, τὸν ἐξύπνα ἀποτόμως σείων αὐτοῦ τὸν βραχίονα, καὶ τοῦ ἐσύριζεν εἰς τὸ οὖς μίαν λέξιν πάντοτε. Ναὶ ἢ Ὄχι. Σχεδὸν κάθε δέκα λεπτὰ ἐγίνετο ψηφοφορία. Κοπιωδεστάτη ὑπῆρξεν ἡ σύνοδος ἐκείνη. Τὰ νομοσχέδια ἐπέπιπτον σωρηδόν, ὡς βροχή, ὡς χάλαζα, κ᾽ ἐτάραττον τὸν ὕπνον τοῦ ἀγαθοῦ ἐπαρχιώτου. Μόλις ἀπεκοιμᾶτο κ᾽ ἐτάραττον τὸν ὕπνον του, ἐμφανιζόμενα ὡς «ἀναβάται καὶ τριστάται», ὡς ἅμαξαι τέθριπποι, ὡς στρατεύματα παρελαύνοντα ἐν ἤχῳ σαλπίγγων, ἐν βοῇ καὶ ἀλαλαγμῷ. Φοβερὰς ἀναμνήσεις τοῦ εἶχεν ἀφήσει ὅλη ἡ σύνοδος ἐκείνη. Καὶ τώρα, ἂν ἐπαρουσιάζετο πάλιν κ᾽ ἐζήτει τὰς ψήφους τῶν συμπολιτῶν του, αὐτὸς δὲν καλοήθελε, ἄλλοι τὸν εἶχαν παρακινήσει. Τοιαῦτά τινα διηγεῖτο προχθές, ὅταν ἐπεσκέφθη τὸν δῆμον μετὰ τῶν συνυποψηφίων του. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ ἑλληνοδιδάσκαλος Μυροκλείδης δὲν ἐνόμιζεν ὅτι τὸν ἔβλαπτεν, ἂν μετέθετε δευτέραν τὴν κάλπην του. Τὸ ὄνομα εἶναι σύνθετον, εἶπεν, ἐκ τοῦ αὖος, ξηρός, καὶ ἀρίς, τὸ σκέλος. Ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῦ ἀμπάρι, Ἀμπαρίδης, ἂν εἶναι, καὶ ὁ κάτοχος τοῦ ὀνόματος ἠθέλησε νὰ τὸ ἐξελληνίσῃ, κατὰ τὸ ἔθος (καθ᾽ ὃν τρόπον ὁ ἴδιος ὁ ἑλληνοδιδάσκαλος, ἔλεγεν, εἶχεν ἕνα μαθητὴν Μπογιατζὴν καλούμενον, τὸν ὁποῖον ἐξηυγένισεν εἰς Βοϊαζίδην), πάλιν τὸ ἀλ. προηγεῖται τοῦ ἀμ. Τοιαῦτά τινα ἰσχυρίζετο ὁ διδάσκαλος. Ὁ πρόεδρος δέ, ὁ γερο-Νιαουστεύς, ὅστις ἐφρόνει τὰ τῶν Χαλασοχώρηδων καὶ ἦτο εὐνοϊκὸς πρὸς τὸν Ἀλικιάδην καὶ Καψιμαΐδην, χωρὶς νὰ ἐννοῇ καλὰ-καλὰ τὰ διδασκαλικὰ ἐπιχειρήματα, ἔσπευσε νὰ τὸν δικαιώσῃ, καὶ ἦτο ἕτοιμος νὰ διατάξῃ, ὅπως τεθῇ πρώτη ἡ κάλπη τοῦ Ἀλικιάδου, μεταβαλλομένης τῆς ὀρθογραφίας τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἀβαρίδου ἐπὶ τῆς πινακίδος τῆς οἰκείας κάλπης. Οὐδ᾽ ἐσυλλογίσθη μάλιστα ὅτι ἡ ἀριθμητικὴ τάξις τῶν καλπῶν καὶ ἡ ὀρθογραφία τῶν ὀνομάτων ἦτο ἔργον τῆς διοικητικῆς ἀρχῆς, καὶ ὅτι ἂν ἔπραττεν αὐθαίρετόν τι ἡ ἐπιτροπή, λόγους μόνον ἀκυρότητος θὰ ἐδημιούργει καὶ λαβὴν πρὸς ἐνστάσεις θὰ παρεῖχεν. Ὁ γερο-Νιαουστεὺς δὲν ἐχώνευε τὸν Ἀβαρίδην, συνεπάθει δ᾽ ἐξόχως πρὸς τὸν Ἀλικιάδην καὶ Καψιμαΐδην. Τὸν δεύτερον μάλιστα ἐξετίμα πολύ, καὶ ἂν ἦτο εἰς τὸ χέρι του, θὰ ἐτοποθέτει πρώτην ὄχι τὴν κάλπην τοῦ Ἀλικιάδου, ἀλλὰ τὴν τοῦ Καψιμαΐδου τὸν ὁποῖον εἶχεν ἐπονομάσει τις «τὸ ἄρτυμα τῆς παρέας τῶν ὑποψηφίων». Ἐβεβαίουν ὅσοι τὸν εἶχαν πλησιάσει, ὅτι τὰ ἐνδύματά του ἢ ὁ ἱδρώς του ἀπέπνεον παχὺ ἄρωμα ἀφρογάλακτος καὶ βουτύρου.
Ἦτο λίαν εὐδόκιμος διοικητικὸς ὑπάλληλος, καὶ διωρίζετο κατ᾽ ἐκλογὴν ἰδίως εἰς τὰς βουτυροφόρους ἐπαρχίας. Ἴσως ἀπέκτησε τὴν ὀσμὴν ταύτην ἐκ τῆς πολυχρονίου ἀναστροφῆς μετὰ κτηνοτρόφων καὶ τυροκόμων, τῶν ὁποίων τὰ συμφέροντα μετὰ ζήλου ἐπροστάτευε. Πρὸ δύο ἐτῶν ἀκόμη, ὅτε ἦτο διωρισμένος, εἶχε λάβει ποτὲ ἑνὸς μηνὸς ἄδειαν, ὅπως μεταβῇ εἰς τὴν πατρίδα του. Ὁ καπετὰν Νικολάκης τὸ Τρυποκαρύδι, ὅστις τὸν παρέλαβεν εἰς τὸ κότερον ἀπό τινος παραλίας τῆς Φθιώτιδος, τὸν εἶδε νὰ μπαρκάρῃ φέρων ὁλόκληρον δωδεκάδα δερματοτυρίων καὶ δύο κολοσσαίους πίθους βουτύρου. Ἤρχετο ἔκ τινος πολυθρέμμονος ἐπαρχίας, καὶ δὲν εἶχε νομίσει ἀξιοπρεπὲς νὰ ὑπάγῃ «μὲ ἄδεια χέρια» εἰς τὴν πατρίδα του. Ἦτο λίαν καλοφορεμένος καὶ σοβαρὸς κύριος, καὶ ὁ κυβερνήτης τοῦ κοτέρου τὸν ἔβλεπε διὰ πρώτην φοράν.
― Κάνεις τὸ ἐμπόριο τῶν τυριῶν τουλόγου σου; τὸν ἠρώτησεν ὁ καπετὰν Νικολάκης τὸ Τρυποκαρύδι.
―Ὄχι, εἶμαι ἔπαρχος, ἀπήντησε μετὰ σοβαρᾶς ὑπεροψίας ὁ κ. Καψιμαΐδης…
― Ἄ! κατάλαβα…
Καὶ δὲν ἀντήλλαξαν πλέον λέξιν καθ᾽ ὅλον τὸν πλοῦν. Τοῦτον λοιπὸν τὸν Καψιμαΐδην θὰ ἐπεθύμει νὰ βάλῃ πρῶτον τῇ τάξει ὁ γερο-Νιαουστεύς, ὁ καὶ πρόεδρος, ἀντὶ τοῦ Ἀβαρίδου, ἀντὶ καὶ τοῦ Ἀλικιάδου αὐτοῦ. Ἀλλ᾽ ἡ πλειονοψηφία τῆς ἐπιτροπῆς, ἥτις ἀνῆκεν εἰς τὶς Ἀνδρογυνοχωρίστρες καὶ ὑπεστήριζε τὸν Γεροντιάδην καὶ Ἀβαρίδην, ἀντέστη, καὶ οὕτως ἔμεινε πρώτη ἡ κάλπη τοῦ Ἀβαρίδου.
Θ´
Ἔξω, οὐ μακρὰν τοῦ τόπου τῆς ἐκλογῆς, τὰ πρακτορεῖα εἰργάζοντο δραστηρίως. Τὸ πρακτορεῖον τῶν Χαλασοχώρηδων ἔκειτο ἀπέναντι ἀκριβῶς τοῦ δημοτικοῦ σχολείου, καὶ ἡ μία θύρα ἀντίκρυζε μὲ τὴν θύραν τοῦ σχολείου, ἡ ἄλλη ἦτο κρυφή. Διὰ τῆς δευτέρας εἰσήρχοντο οἱ ἐκλογεῖς, ἐπλησίαζον ὁδηγούμενοι ὑπὸ τοῦ Λάμπρου εἰς γραφεῖόν τι μὲ καινουργῆ κάγκελα ἀχρωμάτιστα, ἔσωθεν τῶν ὁποίων ἐκάθητο ἐν μέσῳ καταστίχων καὶ πλησίον ἡμιανοίκτου συρταρίου ὁ κὺρ Μανουῆλος ὁ Στεριωμένος. Ἐκεῖ οἱ ἐκλογεῖς ἤκουαν «τὸν κρυφὸ τὸ λόγο», ἐφωδιάζοντο μὲ δύο ἢ τρία «φυσέκια»*, καὶ ἐξήρχοντο διὰ τῆς ἄλλης θύρας, ὅπου ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας τοὺς προέπεμπεν ἐπιτηρῶν αὐτούς, διὰ νὰ βλέπῃ ἂν θὰ μετέβαινον κατ᾽ εὐθεῖαν εἰς τὸν τόπον τῆς ἐκλογῆς. Οἱ πλεῖστοι εἴτε διότι εἶχαν ἐπισκεφθῆ ἤδη καὶ τὸ ἄλλο πρακτορεῖον, εἴτε διότι δὲν τοὺς ἐπέτρεπεν ἡ συνείδησίς των νὰ λάβωσι καὶ ἀπὸ τὰ δύο μέρη «κουκουλόσπορο»*, ἐπήγαιναν κατ᾽ εὐθεῖαν· μερικοὶ ὅμως, ἐνῷ ἐκαμώνοντο ὅτι ἐπερίμεναν νὰ εὕρουν σειρὰν διὰ νὰ εἰσέλθουν, μὲ τρόπον «τὸ ἔστριβαν». Τότε ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας προσεποιεῖτο γενναιοτέραν ἀγανάκτησιν παρ᾽ ὅσην πράγματι ᾐσθάνετο. Διότι δὲν ἦτον καὶ πολὺ εὐχαριστημένος κατ᾽ ἐκείνην τὴν ἡμέραν τῆς ἐκλογῆς.
Τοῦτο δέ, διότι οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι τοῦ κόμματός του τὸν εἶχαν διαβάλει παρὰ τῷ Ἀλικιάδῃ καὶ Καψιμαΐδῃ, εὑρόντες λαβὴν τὴν φανερὰν προσπάθειαν καὶ τὸν ζῆλον, ὃν ἐδείκνυεν ὁ Λάμπρος πρὸς τὸν Χαρτουλάριον, προτιμῶν τοῦτον μᾶλλον ὡς βουλευτήν, ἢ ἐνδυναμώνων, διὰ τῆς πρὸς αὐτὸν παρεχομένης ἀνωφελοῦς ἄλλως συνδρομῆς, τοὺς ἀντιπάλους Γεροντιάδην καὶ Ἀβαρίδην. Ὅθεν οἱ δύο ὑποψήφιοι, οἱ ὑποστηριζόμενοι ὑπὸ τοῦ κόμματος τῶν Χαλασοχώρηδων, τείναντες τὸ οὖς εἰς τὰς διαβολὰς ταύτας, ἀπέσυραν ἀπὸ τοῦ Λάμπρου μέρος τῆς πρὸς αὐτὸν παρεχομένης ἐμπιστοσύνης, καὶ ἔδωκαν τὰ πιστὰ εἰς τὸν κὺρ Μανουῆλον τὸν Στεριωμένον, εἰς χεῖρας τοῦ ὁποίου ἐνεπιστεύθησαν καὶ τὰ ἐκλογικὰ ἔξοδα. Ἦτο δὲ ὁ κὺρ Μανουῆλος ὁ Στεριωμένος, καλὸς νοικοκύρης, ἐμπορο-παντοπώλης καὶ κτηματίας καὶ σύμβουλος τοῦ Δήμου ἰσόβιος, τόσον ὥστε μίαν φορὰν μόνον, ὅτε ἦλθε δέκατος τέταρτος, ἤτοι δεύτερος παραπληρωματικός, ὁ ἴσκιος του ἢ ἡ καλή του τύχη «ἐψωμόφαγε»* μετ᾽ ὀλίγας ἑβδομάδας δύο τῶν πρὸ αὐτοῦ πλειονοψηφησάντων, καὶ οὕτως εἰσῆλθεν εἰς τὸ Δημοτικὸν συμβούλιον ὡς ἐνεργὸν μέλος.
Ἦτο δὲ ἄνθρωπος μὲ ἐπιρροήν, διότι ἤξευρε νὰ κάμνῃ «εὐκολίας» εἰς χωρικούς. Μίαν ὀκὰν ἀχύρου ἔδιδε τὸν χειμῶνα ἐκ τῆς προμηθείας του, μίαν ὀκὰν κριθῆς ἐλάμβανε τὸ θέρος ἐκ τοῦ ἁλωνίου. Εἶχεν ὅλας τὰς ἀρετὰς τοῦ μύρμηκος καὶ ὑπερεῖχεν αὐτοῦ κατὰ μίαν, ὅτι ἦτο δανειστής. Μίαν ὀκὰν ἐλαίας ἔδιδε τὴν Μεγάλην Τεσσαρακοστὴν εἰς πτωχὴν χήραν, μίαν ὀκὰν ἔλαιον ἐλάμβανε τὸ φθινόπωρον εἰς τὴν ἀποθήκην, ὅπου εἶχεν ἀραδιασμένας περὶ τὰς δύο δωδεκάδας μεγάλους πίθους κτιστοὺς ἀσβεστωμένους καὶ χωμένους εἰς τὴν γῆν. Περίεργον δὲ ὅτι ἐνῷ τὰ σταθμὰ τοῦ μαγαζείου του ἦσαν ὄχι λιποβαρέστερα ἢ τὰ τῶν ἄλλων παντοπωλῶν, τὰ μέτρα τῆς ἀποθήκης του ἐφημίζοντο ὡς σωστὰ καὶ μάλιστα ὡς πρόσβαρα. Δι᾽ ὅλων αὐτῶν τῶν μέσων, ὡς καὶ διά τινων χρηματικῶν δανείων, τὰ ὁποῖα ἐδάνειζε τοὺς χωρικούς, «τὸ διάφορο κεφάλι»*, εἶχεν ἀποκτήσει οὐ μικρὰν περιουσίαν, δημοπρατήσας τὰς οἰκίας ἢ τὰς ἀμπέλους τινῶν χωρικῶν, οἵτινες οὐδ᾽ ἔλειψαν ἔκτοτε ἀπὸ πλησίον του, οὔτε ἔχθραν ἢ μνησικακίαν ἐφαίνοντο τρέφοντες πρὸς αὐτόν, ἀλλὰ τοὐναντίον μάλιστα ἐφαίνοντο ὡς νὰ τοῦ ἦσαν ὑπόχρεοι. Τοῦτο δέ, διότι εἰς τὰ χωρία καὶ εἰς τὰς μικρὰς πόλεις, οἱ πτωχοὶ ἄνθρωποι δὲν ἔχουσι κανὲν μέσον πῶς νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν μικρεμπόρων, τῶν μικροκεφαλαιούχων καὶ τῶν δικολάβων.
Αὐτοὶ οἱ τύραννοί των εἶναι καὶ οἱ προστάται των. Ὁ ἴδιος ὅστις ἐπώλησε χθὲς τὸν βοῦν ἢ τὸν ἀγρὸν τοῦ δεῖνος γεωργοῦ, ὁ ἴδιος θὰ δανείσῃ αὔριον τὸν αὐτὸν γεωργὸν ἢ θὰ τὸν πιστώσῃ, ἐπιφυλαττόμενος μετ᾽ οὐ πολὺ νὰ τοῦ πωλήσῃ τὴν οἰκίαν ἢ τὴν ἄμπελον. Καὶ μετά τινα χρόνον, ὅτε δὲν θὰ ἔχῃ πλέον οὔτε ἀγρόν, οὔτε βοῦν οὔτε ἄμπελον οὔτε οἰκίαν, αὐτὸς πάλιν ὁ τύραννος, αὐτὸς ὁ προστάτης, θὰ τὸν μισθώσῃ ὅπως καλλιεργῇ ἀντὶ εὐτελοῦς ἀμοιβῆς τὸν κατεσχημένον, τὸν πρῴην ἰδικόν του ἀγρὸν ἢ τὴν ἄμπελον. Καὶ οὕτω ἀληθεύει κοινή τις παροιμία λεγομένη περὶ τῆς λάσπης, εἰς τὴν ὁποίαν, ὅσον προσπαθεῖ ν᾽ ἀπαλλαγῇ τις, τόσον βαθύτερα χώνεται, ἢ περὶ τῆς ψώρας, ἥτις ὅσον μοχθεῖ νὰ τὴν ἐξαλείψῃ τις, τόσον πληθύνεται. Τὸ αὐτὸ καὶ χειρότερον συμβαίνει, ἂν ὁ χωρικὸς ἐδοκίμαζεν εἰς τὸ ἥμισυ τῆς ὁδοῦ, ν᾽ ἀπαλλαχθῇ τοῦ πρώτου καλοθελητοῦ, ὠρφανευμένος ἀπὸ τὸν βοῦν καὶ τὸν ἀγρόν, σώζων τὴν οἰκίαν καὶ τὴν ἄμπελον. Θ᾽ ἀντικαθίστα ἁπλῶς τὸν καλοθελητήν, θὰ ἤλλαζε προστάτην καὶ τύραννον, ἀλλὰ δὲν θὰ ἐγλύτωνεν οὔτε τὴν ἄμπελον οὔτε τὴν οἰκίαν. Ὁ νέος καλοθελητὴς θὰ ἐφήρμοζεν ἁπλῶς τὸ αὐτὸ σύστημα, μὲ τὴν ἐπὶ τὸ χεῖρον διαφοράν, πρὸς ζημίαν τοῦ χωρικοῦ, ὅτι θὰ ᾐσθάνετο ὀλιγώτερον πρὸς αὐτὸν οἶκτον. Τρίτος τρόπος θὰ ἦτο νὰ καταφύγῃ ἐγκαίρως ὁ χωρικὸς πρὸς τὸν δικολάβον. Ἀλλ᾽ ὁ δικολάβος εἶναι τὸ χείριστον κακόν. Θὰ ἐδίδασκε τὸν χωρικὸν τὴν στρεψοδικίαν καὶ τὸ ψεῦδος, θὰ τὸν ἔπειθε νὰ ψευδορκήσῃ, θὰ τοῦ μετέδιδε τὰ πρῶτα σπέρματα τῆς δικομανίας καὶ τῆς φυγοπονίας, καὶ θὰ τοῦ ἔτρωγεν ἐπίσης τὸν βοῦν, τὸν ἀγρὸν ἢ τὴν οἰκίαν καὶ τὴν ἄμπελον.
Εἰς τοῦτον λοιπὸν τὸν κὺρ Μανουῆλον τὸν Στεριωμένον εἶχαν δώσει πᾶσαν ἐμπιστοσύνην ὁ Ἀλικιάδης καὶ ὁ Καψιμαΐδης, παραγκωνίσαντες τὸν Λάμπρον Βατούλαν, ὅστις, πλὴν τοῦ πλεονεκτήματος τῶν πλησίον τοῦ Γιαννάκου τοῦ Χαρτουλαρίου ἐκδουλεύσεών του, ἐζήτησε νὰ παρηγορηθῇ κατ᾽ ἄλλον τρόπον καὶ ἐκ τοῦ μέρους τούτου. Τὴν ἡμέραν τῆς ἐκλογῆς, παρουσιαζόμενος κάθε τέταρτον, κάθε εἴκοσι λεπτὰ εἰς τὸ πρακτορεῖον, εἰσερχόμενος, ἐξερχόμενος, δρομαῖος, πολύφροντις, σπογγίζων ἐπὶ τοῦ μετώπου τὸν ἱδρῶτα μὲ λευκὸν λινομέταξον μανδήλιον, εἰσέβαλλεν ὀπίσω ἀπὸ τὰ κάγκελα, διέκοπτεν ἀποτόμως πᾶσαν συνεννόησιν ἢ διαπραγμάτευσιν τοῦ Στεριωμένου μετὰ ψηφοφόρων ἢ ψηφοθηρῶν, ἔκυπτεν εἰς τὸ οὖς του, τοῦ ὡμίλει, καὶ εἰς ἀπάντησιν ὁ κὺρ Μανουῆλος, πότε μορφάζων, πότε στενάζων, πάντοτε σκυθρωπός, τοῦ ἔθετεν εἰς τὴν παλάμην, ἄλλοτε ἕν, ἄλλοτε δύο δεκάρικα, δύο ἢ τρία φυσέκια χαλκίνων κερμάτων, καὶ ὁ Λάμπρος ἐπὶ ἀτμοῦ ἀμέσως ἔφευγεν, ἐτρέπετο δεξιὰ ἢ ἀριστερὰ πρὸς τὸν δρόμον τῆς συνοικίας, διὰ νὰ ἐπανέλθῃ καὶ πάλιν μετὰ εἴκοσι λεπτὰ ἢ μετὰ ἡμίσειαν ὥραν.
Ἰδοὺ τί συνέβαινεν. Ὁ Λάμπρος τὴν ἡμέραν ἐκείνην εἶχε βάλει εἰς πρᾶξιν τὴν μέθοδον «τῶν κρυφῶν ἐκλογέων». Διηγεῖτο ἑκάστοτε εἰς τὸν κὺρ Μανουῆλον τὸν Στεριωμένον ὅτι εἶχε δύο ἐκλογεῖς, δύο σίγουρους ψήφους, κρυφούς, οἱ ὁποῖοι, ὡς νοικοκυραῖοι ἄνθρωποι, βλέπεις, πτωχοὶ καὶ ὑπερήφανοι, ἐσυστέλλοντο νὰ παρουσιασθῶσι φανερὰ εἰς τὸ «πρακτορεῖον», διὰ νὰ πάρουν λεπτά. Ὁ κὺρ Μανουῆλος προσεποιεῖτο ὅτι τὸν ἐπίστευε, δὲν ἠδύνατο ν᾽ ἀρνηθῇ ἀπολύτως τὴν πληρωμήν, καθόσον δὲν εἶχεν ὁδηγίας νὰ φθάσῃ ἕως ἐκεῖ ἀπὸ τὸν Ἀλικιάδην καὶ ἀπὸ τὸν Καψιμαΐδην.
Ἐφρόντιζε μόνον ὡς καλὸς διαχειριστὴς καὶ ὡς καλύτερος ἔμπορος «νὰ κόφτῃ» κάτι τι ἀπὸ τὰς ἀπαιτήσεις τοῦ Λάμπρου. Ἐὰν ἐκεῖνος ἐζήτει εἰκοσιπεντάρικον, ὁ κὺρ Μανουῆλος ἔδιδεν ἓν δεκάρικον καὶ δύο φυσέκια τῶν τεσσάρων δραχμῶν, ἐὰν τοῦ ἐζήτει δύο δεκάρικα, ἔδιδε δύο πεντάρικα καὶ ἓν φυσέκιον μ᾽ ἑξῆντα πεντάρες. Ὁ Λάμπρος ἐγόγγυζεν ἑκάστοτε λέγων ὅτι «δὲν θὰ ταιριαστοῦν οἱ ἄνθρωποι μὲ τόσα», ὁ δὲ Μανουῆλος ἐμορμύριζεν ἐν σπουδῇ: «Κοίταξε νὰ τοὺς καταφέρῃς, δὲν ἔχουμε πολλὰ λεπτά». Καὶ ὁ Βατούλας ἐλάμβανε τὰ χρήματα κ᾽ ἐκινεῖτο νὰ ἐξέλθῃ.
Ὁ κὺρ Μανουῆλος ὁ Στεριωμένος τὸν ἐκράτει τότε καὶ ἀπῄτει νὰ τοῦ εἴπῃ τοὐλάχιστον τὰ ὀνόματα τῶν «κρυφῶν ἐκλογέων», διὰ νὰ τὰ σημειώσῃ εἰς τὸ κατάστιχον, ἀλλ᾽ ὁ Λάμπρος διεμαρτύρετο μὲ τόνους αἰσθηματικούς, πρόθυμος νὰ κοκκινίσῃ αὐτὸς διὰ νὰ παράσχῃ δεῖγμα τοῦ πῶς θὰ ἐκοκκίνιζαν οἱ πελάται του, κ᾽ ἔλεγε: «Δὲν κάνει νὰ ἐκθέσουμε τοὺς ἀνθρώπους· τότε, καλύτερα νὰ λείπῃ!» Κ᾽ ἐνῷ αἱ χεῖρες, αἱ κρατοῦσαι τὰ χαρτονομίσματα καὶ τὰς δεσμίδας τῶν κερμάτων ἐτείνοντο μακραὶ πρὸς στιγμὴν ὡς διὰ νὰ ἐπιστρέψωσι τὰ χρήματα εἰς τὸ γραφεῖον, τοῦ κὺρ Μανουήλου μὲ βλέμμα ἐναγωνίου προσδοκίας παρακολουθοῦντος τὴν κίνησιν, αἴφνης αἱ χεῖρες αὗται ἐχώνοντο βραχεῖαι εἰς τὰ θυλάκια τῆς ἰδίας περισκελίδος του, ἀποθέτουσαι τὰ χρήματα ἐκεῖ.
Τὸ πρακτορεῖον τοῦ ἄλλου κόμματος ἔκειτο ἐπίσης οὐχὶ μακρὰν τοῦ σχολείου, ἀλλ᾽ ὄπισθεν, εἰς ὀλιγώτερον κεντρικὸν μέρος, καὶ ἡ θύρα του δὲν ἀντίκρυζε τὸν τόπον τῆς ἐκλογῆς. Ὅθεν ἐπειδὴ ἦτο δύσκολον ἀπ᾽ αὐτοῦ τοῦ πρακτορείου νὰ ἐπιτηρῶσι τοὺς ψηφοφόρους, ὅσοι ἐξερχόμενοι μετέβαινον εἰς τὸν τόπον τῆς ἐκλογῆς ἵνα ψηφοφορήσωσιν, ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος ἔνευε συνήθως εἰς δύο ἢ τρεῖς τῶν στενωτέρων φίλων νὰ τοὺς συνοδεύωσιν, ἐνίοτε δὲ καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος τοὺς προέπεμπεν εἰς τὰς κάλπας. Ἦτο δὲ λεπτὸν καὶ ἀκανθῶδες τὸ πρᾶγμα. Ὁ συνοδεύων ὤφειλε νὰ μὴ δεικνύῃ ὅτι συνοδεύει. Ὤφειλε νὰ τοὺς ἐμβιβάζῃ μὲ τρόπον εἰς τὸν τόπον τῆς ἐκλογῆς, χωρὶς νὰ κάμνῃ ἐπίδειξιν ὅτι αὐτὸς τάχα τοὺς ὡδήγησε καὶ τοὺς παρέπεμψεν ὅπως ψηφοφορήσωσιν. Οἱ ἐντροπαλώτεροι τῶν ἐκλογέων, σχεδὸν ὅλοι, μὲ ὅλην τὴν μέθην ἣν εἶχόν τινες αὐτῶν, ἐστενοχωροῦντο καὶ διεμαρτύροντο λέγοντες ὅτι «τί, πρόβατα εἴμαστε νὰ μᾶς πᾶν ἔτσι;». Ἐν τοσούτῳ ἐνομίζετο ἐπάναγκες νὰ τοὺς ἐπιτηρῶσιν. Οἱ πονηρότεροι τῶν ψηφοφόρων, μὴ ἀπαξιοῦντες νὰ λάβωσι «βαμβακόσπορο»* καὶ ἀπὸ τὰ δύο κόμματα, ἔβαινον μετὰ τῆς ὑστεροβουλίας, ὅπως ἐπισκεφθῶσι καὶ τὸ ἄλλο πρακτορεῖον, τὸ ὁποῖον ἔκειτο κατέμπροσθεν τοῦ ἐκλογικοῦ τμήματος. Τινὲς δέ, καὶ ἂν δὲν τὸ ἐπεθύμουν χάριν τοῦ διπλοῦ χορηγήματος, ἀλλ᾽ ἐφοβοῦντο τὰ μίση καὶ τοὺς κατατρεγμούς, καὶ δὲν ἤθελον νά ἐκτεθῶσι καὶ ἀπέναντι τοῦ κόμματος τῶν Χαλασοχώρηδων. Ὀλίγοι μόνον ἐκλογεῖς ἐφόρουν φανερὰ τὸ σημεῖον τοῦ κόμματος, ἄσπρην κορδέλαν ὡς Χαλασοχώρηδες, ἢ κοκκίνην ὡς Ἀνδρογυνοχωρίστρες. Πολλοὶ δέ, ἂν καὶ ἐβιάζοντο ὑπὸ τῶν κομματαρχῶν τῶν δύο μερίδων νὰ φορέσωσιν εἰς ἀπόκεντρον μέρος τὸ λευκὸν ἢ ἐρυθρὸν σῆμα, εὐθὺς ὡς ἐπρόβαλλαν εἰς τὴν ἀγοράν, τὸ ἀπέσπων ἀπὸ τῆς κομβιοδόχης των καὶ τὸ ἔκρυπταν εἰς τὸ θυλάκιον.
Ὁ βαμβακόσπορος τὸν ὁποῖον ἔδιδαν τὰ δύο κόμματα εἰς τοὺς ψηφοφόρους ἀνεβοκατέβαινεν, ἀπὸ δύο φυσέκια ἕως τέσσαρα καὶ πέντε, ἢ ἀπὸ μίαν σιχνάτσα* ἕως τρεῖς καὶ τέσσαρας. Εἶχαν φέρει ἐπὶ κραβάτου καὶ τὸν γερο-Κώσταν τὸν Γιούλαρην, δυστυχῆ παραλυτικόν, ἵνα ψηφοφορήσῃ ὑπὲρ τῶν Χαλασοχώρηδων.
Ἀλλοκότως δὲ πένθιμον ἦτο τὸ θέαμα τοῦ ταλαιπώρου πρεσβύτου, βασταζομένου ἐπὶ φορείου, ὑπὸ τριῶν ρωμαλέων ἀνδρῶν, εἰσκομιζομένου εἰς τὸν τόπον τῆς ἐκλογῆς, περιαγομένου ἔμπροσθεν τῶν καλπῶν, μετὰ κόπου κινοῦντος τὸν βραχίονα καὶ ρίπτοντος εἰς τὸ «σκασμένον» στόμιον τὰ σφαιρίδια. Εἶχαν φέρει ἀπὸ τὰ Καλύβια καὶ τὸν μπαρμπα-Γιώργην τὸν Ξοπούλην, ἄγροικον, ὅστις ἀπὸ τριάκοντα ἐτῶν δὲν εἶχε καταβῆ εἰκοσάκις εἰς τὴν πόλιν, καὶ τοῦτο μόνον ἐν καιρῷ ἐκλογῶν. Τοῦ εἶχαν τάξει ζεῦγος τσαρουχίων καὶ μίαν τραγόκαπαν, καὶ οὕτως ἐπείσθη νὰ ἔλθῃ. Κατῆλθε περὶ μεσημβρίαν μὲ ὅλον τὸ αἰπόλιόν του, μὴ ἐμπιστευόμενος νὰ τὸ ἀφήσῃ πρὸς ὥραν εἰς τὴν φροντίδα ἄλλου βοσκοῦ. Ἔφερε τὰς αἶγάς του ἕως εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ Σχολείου, εἰσήχθη εἰς τὸ πρακτορεῖον τῶν Χαλασοχώρηδων, εἶτα εὐθὺς μετέβη εἰς τὸν τόπον τῆς ἐκλογῆς, κρατῶν καὶ τὴν πήραν του ἀνηρτημένην ὑπὸ τὴν ἀριστερὰν μασχάλην, μόλις πεισθεὶς ν᾽ ἀφήσῃ τὴν μαγκούραν του ἔξω τῆς θύρας. Εἰσῆλθεν, ἐχαιρέτισε τὴν ἐπιτροπὴν καὶ τοὺς παρεστῶτας εἰπὼν «Γειά σας!», ἐψηφοφόρησεν, ἐξῆλθεν ἀμέσως, καὶ συρίξας συνήγαγε τὸ αἰπόλιόν του, καὶ ἀπῆλθεν ἐν βοῇ καὶ κωδωνισμῷ.
Οἱ Ἀνδρογυνοχωρίστρες ἔδωκαν ἀντὶ χαρτονομίσματος ἐξώφυλλα σιγαροχάρτου ἐπίχρυσα καὶ κυανίζοντα εἰς τὸν Γιάννην τὸν Ψειροκόνιδαν, βλάκα ἐκ γενετῆς, ὃν ἀπὸ ἑβδομάδος δὲν ἔπαυσαν ἐμπράκτως νὰ διδάσκωσιν, ὅπως μάθῃ νὰ διακρίνῃ τὸ λευκὸν καὶ τὸ μέλαν τῆς κάλπης, ἀποστηθίσῃ δὲ καὶ τῶν ὑποψηφίων τὰ ὀνόματα. Ἔδωκαν προσέτι τρία παλαιὰ σβάντζικα* αὐστριακὰ εἰς τὸν μαστρο-Δημητρὸν τὸν Λογαριασμόν, ὅστις δὲν εἶχε μάθει ν᾽ ἀναγνωρίζῃ ἄλλο νόμισμα, ὅπως ψηφοφορήσῃ ὑπὲρ τῶν ἰδικῶν των. Εἶχε προσαχθῆ τὸ πρωί, φορῶν τὴν κοκκίνην σκούφιαν του, ἀποκαὴς* ἀκόμη ἀπὸ τὴν ἑσπερινὴν κραιπάλην, καὶ δὲν ἐχρειάσθη περισσότερον ἀπὸ δύο μαστίχας διὰ νὰ μεθύσῃ ἐντελῶς. Τὸν εἶχε προσαγάγει, μέγαν ἐπιδεικνύων ζῆλον, ὡς νεοφώτιστος, ὑπὲρ τοῦ κόμματος, ὁ Κωνσταντὴς ὁ Καλόβολος, καὶ ὁδηγῶν αὐτὸν τὸν ἐπαρουσίασεν εἰς τὸν Μανώλην. Δὲν ἐτύχομεν εὐκαιρίας νὰ εἴπωμεν ὅτι οἱ δύο ἐμπιστευμένοι φίλοι, ὁ Κωνσταντὴς ὁ Καλόβολος καὶ ὁ Γιάννης τῆς Χρυσάφους, τὰ εἶχαν γυρίσει ἐν τῷ μεταξὺ ἀμφότεροι. Τώρα ὁ Γιάννης ἦτο ὑπὲρ τῶν Χαλασοχώρηδων, διότι εἶχεν εὕρει ἐκεῖ, φαίνεται, τὸ συμφέρον του, ὁ δὲ Κωνσταντὴς εἶχε μεταστῆ πρὸς τὶς Ἀνδρογυνοχωρίστρες ἁπλῶς διότι τὰ εἶχε γυρίσει ὁ Γιάννης. Οὕτω καθίστατο προβληματικὸν τοῦ λοιποῦ καὶ τὸ σπουδαῖον στοίχημα, τὸ ὁποῖον τοὺς ἠνάγκασε νὰ στοιχηματίσωσιν ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, καθ᾽ ἃ ἱστορήσαμεν ἐν τῇ εἰσαγωγῇ τῆς παρούσης πραγματείας.
Περὶ τὴν μεσημβρίαν δὲ ἦλθεν ὁ μπαρμπα-Στεφανὴς ὁ Μόσκοβος, παλαιὸς ναυτικός, μικρόσωμος, ταχέως καὶ δυσκρινῶς ὁμιλῶν, ψημένος ἀπὸ τὴν θαλασσίαν ἅλμην, μελαψοκοκκινισμένος ἀπὸ τὰς τρικυμίας τοῦ πελάγους, φέρων δύο τολύπας πυρρόφαια μαλλία περὶ τοὺς κροτάφους καὶ δύο στοιβὰς χονδρῶν καὶ ἀκανθωδῶν τριχῶν περὶ τὰς γνάθους. Ἐξελθόντα τοῦ πρακτορείου, ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος ἔκαμεν ἀπόπειραν νὰ τὸν συνοδεύσῃ μέχρι τοῦ τόπου τῆς ἐκλογῆς, προσπαθῶν ν᾽ ἀρχίσῃ μετ᾽ αὐτοῦ ὁμιλίαν ἐπὶ τετριμμένου θέματος.
―Ἔ! πῶς τὰ βλέπεις τὰ πράματα, μπαρμπα-Στεφανή;
― Πῶς θέλεις νὰ τὰ βλέπω; ἐμορμύρισε δυσφορῶν ὁ παλαιὸς θαλασσινός.
― Ἀπ᾽ τὸ ἄλλο κόμμα σκύλιασαν… Δὲν εἶδες τί πηλάλα τὴν ἔχουν;…
― Ἂς πὰ νὰ σκυλιάσουν ὅλοι, ἔγρυξεν ὁ μπαρμπα-Στεφανής.
―Ἐγὼ λέω, θὰ τοὺς ρίξουμε κάτω, ἐπανέλαβε, κατὰ βῆμα παρακολουθῶν αὐτὸν βαδίζοντα ὁ Μανώλης.
Αἴφνης στραφεὶς πρὸς αὐτὸν ὁ μπαρμπα-Στεφανής:
― Γιά νὰ σοῦ πῶ, κὺρ Μανώλη, τοῦ εἶπε μὲ τὴν ραγδαίαν καὶ ὄχι πολὺ καθαρεύουσαν προφοράν του· μὴ θαρρῇς πὼς εἶμαι βολικὸ πρᾶμα γιὰ νὰ μὲ μπαρκάρῃς ἐσὺ στὸ σκολειὸ μέσα;… Ἐμένα εὔκολα δὲ μὲ τσουρμάρεις… οἱ ἀθρῶποι δὲν εἶναι μπαοῦλα γιὰ νὰ τοὺς μπατάρετε* σεῖς ὅπως θέλετε, μπάτει* ἀπὸ δῶ, μπάτει ἀπὸ κεῖ… μὴ σᾶς χρειάζεται ἀκόμα καὶ κανένας κάβος, καμμιὰ γούμενα* γιὰ νὰ μᾶς δέσετε, μὴ-μπὰς καὶ σᾶς σκαπουλάρουμε;… τίποτες ἀμπάσες μοῦδες* μὴ θέλετε γιὰ νὰ μᾶς ἀρμενίζετε πρύμα; Καλούμα* ἀπὸ δῶ, ὄρτσα* ἀπὸ κεῖ, φούντα* ἐκεῖ! Ἐμένα, γιὰ νὰ σοῦ πῶ, εὔκολα-εὔκολα δὲν μπορεῖς νὰ μὲ σκαντζάρῃς* μὲ τὸ μυαλὸ τὸ δικό σου. Ἴσα* τρίγκο*, ἴσα παρουκέτο*, μάινα* μπαμπαφίγκο*! Γιὰ καμμιὰ τσομπανοφλοέρα, μ᾽ ἐπῆρες καὶ μοῦ κόλλησες στὰ νερά*, σὰν νὰ σοῦ κατέβηκε νὰ σὲ τραβήξω γιουντέκι* ἢ ν᾽ ἀρμενίσουμε κουσέρβα*; Ἀβάρα*! Σία*! Ἀνοιχτά*!
Ὁ Μανώλης δὲν ἠδυνήθη νὰ μὴ γελάσῃ, κ᾽ ἔσπευσε ν᾽ ἀπαλλάξῃ τὸν μπαρμπα-Στεφανὴ τῆς φορτικῆς συνοδίας του.
Ι´
Ἦτο δειλινὸν ἤδη, καὶ τὸ πολὺ τῶν ἐπιδημούντων ἐκλογέων εἶχε ψηφοφορήσει ἀπὸ πρωίας ἀγεληδόν. Εἰς τὸν μέγαν κῆπον τοῦ κὺρ Χαράλαμπου τοῦ Νιανιοῦ, παρὰ τὴν κεντρικὴν στέρναν καὶ τὸ μαγγανοπήγαδον, ὑπὸ τρία μὲ συμπεπλεγμένους τοὺς κλώνους μεγάλα δένδρα, βερυκοκιὰν καὶ συκῆν καὶ ἀπιδέαν, εἶχον στρωθῆ ἀπὸ τῆς μεσημβρίας ὁ Γιαννιὸς ὁ Κάβουρας, ὁ Δημήτρης ὁ Ζάβαλος, ὁ μπαρμπα-Γιώργης ὁ Ἀπίκρατος, ὁ γερο-Λευθέρης ὁ Κουσερὴς καὶ ὁ Κώστας ὁ Ἀγγουροκομμένος. Καίτοι διαφόρων ἡλικιῶν κ᾽ ἐπαγγελμάτων, ἦσαν καὶ οἱ πέντε μερακλῆδες, καὶ τὸ εἶχαν στρώσει ἐκεῖ, οὐδ᾽ εἶχαν σκοπὸν νὰ ὑπάγουν νὰ ψηφοφορήσωσιν. Ἤθελαν νὰ ἐπιβάλουν τοὺς ὅρους των καὶ εἰς τὰ δύο διαμαχόμενα μέρη. Ὁ κῆπος ἦτο ὡς ἀδέσποτος τὴν ἡμέραν ἐκείνην, ἡ δὲ γραῖα Νιανίτσα, ἡ σύζυγος τοῦ ἰδιοκτήτου, περιφερομένη ἀπὸ αὐλακιᾶς εἰς αὐλακιάν, μύωψ οὖσα, ἔκοπτε κολόκυνθον ἀντὶ σικυοῦ καὶ μελιτζάναν ἀντὶ ντομάτας. Ὁ κηπουρός, ὁ μπαρμπα-Νικόλας ὁ Χλώρης, ἀπὸ τεσσαρακονταετίας δὲν εἶχε παύσει νὰ καλλιεργῇ τὸν κῆπον, ἀλλ᾽ ἐνῷ ὅλον τὸν ἄλλον καιρὸν τὰ εἶχε καλὰ μὲ τὸν ἰδιοκτήτην, τὸν κὺρ Χαράλαμπον, εἰς τὰς παραμονὰς πάσης ἐκλογῆς ἐμάλωναν κ᾽ ἐγίνοντο ἀπὸ δυὸ χωριά. Εἰς τὰ πολιτικὰ ὁ κὺρ Χαράλαμπος ἐχώνετο ἕως τὶς μασχάλες, ὁ μπαρμπα-Νικόλας ἕως τὸν λαιμόν. Ἀλλ᾽ ἀπὸ τεσσαράκοντα ἐτῶν δὲν συνέπεσε ποτὲ νὰ εἶναι οἱ δύο μὲ τὸ αὐτὸ κόμμα. Περὶ τοῦ κὺρ Χαράλαμπου ὑπῆρχε παλαιὸν δημῶδες δίστιχον τὸ ἑξῆς:
Σκόρδα, πράσα καὶ ρεπάνια καὶ ἀκόμα κάτι τι,
ὁ Νιανιὸς θὰ θυσιάσῃ γιὰ νὰ βγάλῃ βουλευτή.
Εἰς τὰς παραμονὰς δὲ ἑκάστης ἐκλογῆς, ἐὰν ὁ ἰδιοκτήτης ἠρώτα ἁπλῶς τὸν μπαρμπα-Νικόλαν, ἂν τὴν φορὰν ταύτην θὰ εἶναι μὲ τὸ αὐτὸ κόμμα, ὁ γέρων κηπουρὸς ἐφουρκίζετο τόσον, ὥστε ἄφηνε τὸν κῆπον ἔρημον καὶ ἔφευγεν, ἑωσοῦ μετὰ τὰς ἐκλογὰς ἐπήρχετο ἡ συνδιαλλαγὴ καὶ ἡ ἐπάνοδος εἰς τὸν κῆπον. Δὶς ἢ τρὶς ὁ κὺρ Χαράλαμπος εἶχεν ἀποπειραθῆ ν᾽ ἀντικαταστήσῃ τὸν κηπουρόν, ἀλλὰ μόνον διὰ ν᾽ ἀποδειχθῇ ὅτι οὔτε αὐτὸς καὶ ὁ κῆπός του ἠμποροῦσαν νὰ κάμουν χωρὶς τὸν μπαρμπα-Νικολὸν οὔτε οὗτος χωρὶς τὸν κὺρ Χαράλαμπον καὶ τὸν κῆπόν του.
Τὴν ἐξαιρετικὴν ταύτην κατάστασιν ἐπωφελούμενοι οἱ πέντε ἐγκαρδιακοὶ φίλοι ἔκοπτον μόνοι των, χωρὶς νὰ κρατῶσι λογαριασμόν, ὅσα ἀγγούρια ἤθελαν, εἶχαν δὲ ἀδειάσει ἤδη ὁλόκληρον δαμιτζάναν τοῦ ἀντικρινοῦ καπηλείου, ὡς μόνον πρόγευμα ἔχοντες χλωρὲς πιπεριὲς καὶ τομάτες μὲ ἅλας. Μικρὸν μετὰ τὴν μεσημβρίαν ἔφθασε μέγα πήλινον γιουβέτσι μὲ χασάπικους μεζέδες, σπληνάντερο καὶ κοιλίτσες καὶ καρδιές, μετὰ παχείας βορβορόχρου σάλτσας. Ἐκ τῆς ἀφορμῆς ταύτης ἀπεδείχθη ὅτι καλῶς εἶχε προβλέψει ὁ κάπηλος, φροντίσας νὰ γεμίσῃ ἐκ νέου τὴν κενωθεῖσαν δαμιτζάναν. Ὁ γερο-Λευθέρης ὁ Κουσερὴς ἦτο ἐν εὐθυμίᾳ, καὶ μετὰ μικρὸν ἤρχισε νὰ τραγουδῇ τὰ οἰκεῖα αὐτῷ παλαιὰ μερακλίδικα τραγούδια.
Ἀπ᾽ τὰ πολλά μου βάσανα κι ἀπ᾽ τὰ πολλά μου πάθη,
σ᾽ ἕνα δενδρὶ ἀκούμβησα, κι ἐκεῖνο ἐμαράθη.
καὶ πάλιν·
Ὅλοι κακὸ μοῦ θέλουνε, οἱ πέτρες καὶ τὰ ξύλα,
σὰν ἀκουμβήσω σὲ δενδρὶ μαραίνονται τὰ φύλλα.
Οἱ ἄλλοι συνωμίλουν μὲ σχήματα καὶ μεταφοράς, ὅπως συνήθιζαν, μὲ κολοβὰς φράσεις, μὲ ἀτελεῖς προτάσεις. Ἐν τῇ συνδιαλέξει των διεκρίνοντο ὀλίγαι τινὲς οἱονεὶ συνθηματικαὶ λέξεις, ὑπὸ ἐκφραστικῶν χειρονομιῶν συνοδευόμεναι, πάντοτε ποικίλλουσαι, καὶ πάντοτε αἱ αὐταί.
― Ψιλούρα*, ἔ, Γιαννιό;
― Βαμβακόσπορον* ἂν ἀγαπᾶτε.
― Χωρὶς πεκούνια* δὲν κάνουμε τίποτε.
― Ἂς φέξῃ*!
― Χρειάζεται καὶ λιγάκι βοτάνι*.
― Τραβοῦμε, τραβοῦμε σφλόμο, μὰ λιανὰ* τίποτα.
― Τί λὲς καὶ σύ, Ἄγγουρε;… ποὺ νὰ †ρεμάσῃ† τὸ κεφάλι σου!
― Χωρὶς ρηγάλα* δὲν κάνουμε τίποτα.
― Θέλουμε καὶ τὸ προικιό.
― Τὸ τράχωμα*, ποὺ λένε.
―Ἡμεῖς καλαμαράδες δὲν εἴμαστε, νὰ παίρνουμε λουφέ… Κανένα μεγάλο συφέρο δὲν ἔχουμε. Ἂς βγάλουν τὶς μαῦρες…
― Μὴ μπὰς καὶ θὰ μὲ διορίσῃ ἐμένα σὲ θέση, ὁ Καψιμαΐδης, πῶς τὸν λένε, κι ὁ Ἀλικιάδης τους;
―Ἢ ὁ Ἀβαρίδης κι ὁ Γεροντιάδης;
Ἕως ἐδῶ ἦτο ἡ συνομιλία τῶν πέντε ἐγκαρδιακῶν φίλων, ὅταν εἰσῆλθε, διὰ τρίτην φορὰν ἤδη, ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος. Ἐχαιρέτισε τὴν παρέαν, ἐστάθη ὀλίγον παράμερα, ὑπὸ τὴν σκιὰν δένδρου, καὶ καλέσας διὰ νευμάτων τὸν μπαρμπα-Γιώργην τὸν Ἀπίκρατον καὶ τὸν Γιαννιὸν τὸν Κάβουραν, ἤρχισε νὰ ὁμιλῇ διὰ μακρῶν, ζωηρῶς καὶ μὲ πολλὰς χειρονομίας, πρὸς αὐτούς. Ἐκεῖνοι ἐπανειλημμένως ἀνένευον. Ὁ Μανώλης ἔσεισε τὴν κεφαλήν, καὶ ἀπεμακρύνθη βραδέως, ὑποσχόμενος ὅτι θὰ ἐπανέλθῃ.
Μόλις εἶχεν ἐξέλθει οὗτος, κ᾽ ἐπαρουσιάσθη ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας. Ἐκάλεσε καὶ οὗτος τὸν μπαρμπα-Γιώργην τὸν Ἀπίκρατον καὶ τὸν Δημήτρην τὸν Ζάβαλον, καὶ ἤρχισε νὰ τοὺς ὁμιλῇ. Ἀλλὰ μετὰ πολλὰς προσπαθείας ἀπῆλθεν ἄπρακτος.
Ὁ μπαρμπα-Γιώργης ἐπανελθὼν πρὸς τοὺς ἰδικούς του, ἀνεκοίνωσεν αὐτοῖς τὰς προτάσεις ἀμφοτέρων τῶν ψηφοκαπήλων. Ἐκεῖνοι ἐπεδοκίμασαν τὴν ἀπάντησιν, ἣν εἶχε δώσει ὁ γερο-Ἀπίκρατος.
―Ὅ,τ᾽ κάμ᾽ς, μπαρμπα-Γιώργη, καλὰ καμωμένα, εἶπε καὶ ὁ Κώστας ὁ Ἄγγουρος.
Ὅσον διὰ τὸν γερο-Λευθέρην τὸν Κουσερήν, οὗτος δὲν ἔπαυσε νὰ τραγουδῇ τὰ παλαιὰ μερακλίδικα τραγούδια του.
Ἰδοὺ ἐν ὀλίγοις περὶ τίνος ἐπρόκειτο. Ἡ πεντακέφαλος εὔθυμος παρέα ἐπείθετο νὰ ψηφοφορήσῃ μονοκούκκι ὑπὲρ τοῦ ἑνὸς κόμματος ἢ ὑπὲρ τοῦ ἄλλου, ἀντὶ προκαταβολῆς 210 δραχμῶν εἰς μετρητά, ἑνὸς γιουβετσίου, δύο γαλονίων οἴνου κ᾽ ἑνὸς παγουρίου ρακῆς, ὡς καὶ ζεύγους τσαρουχίων περιπλέον διὰ τὸν Κώσταν τὸν Ἄγγουρον, ὅστις εἶχε λυώσει πολλὰ ζευγάρια τσαρούχια νὰ τρέχῃ πότε γιὰ τὸν ἕνα, πότε γιὰ τὸν ἄλλον, καθὼς ἐκαυχᾶτο ὁ ἴδιος.
Τὰς 210 ταύτας δραχμὰς θὰ διεμοιράζοντο ὡς ἑξῆς: Θὰ ἐλάμβανον ἀνὰ 50 δραχμὰς οἱ τέσσαρες, καὶ θὰ ἔδιδαν τὰς λοιπὰς δέκα ὡς καὶ τὰ τσαρούχια εἰς τὸν Κώσταν τὸν Ἄγγουρον. «Τόσα ἄξιζε, δὲν ἄξιζε παραπάνω», ἐβεβαίου ὁ μπαρμπα-Γιώργης.
Τὴν ἀπαίτησιν ταύτην διεβίβασεν ἀπὸ τῆς πρωίας ὁ γερο-Ἀπίκρατος καὶ εἰς τὰ δύο κόμματα. Κατόπιν ὅμως, μέχρι τῆς μεσημβρίας, μετὰ πολλὰς διαπραγματεύσεις, εἶχαν καταβῆ εἰς δραχμὰς 170 μετρητάς, ἓν γιουβέτσιον, δύο γαλόνια οἴνου, καὶ ζεῦγος τσαρουχίων διὰ τὸν Ἄγγουρον, παραιτηθέντες τοῦ παγουρίου τῆς ρακῆς.
Βραδύτερον περὶ τὴν δείλην, κατέβησαν ἀκόμη εἰς δραχμὰς 150 καὶ ζεῦγος τσαρουχίων παραιτηθέντες τοῦ γιουβετσίου καὶ τοῦ οἴνου. Θὰ ἐλάμβανον ἀνὰ 35 δραχμὰς οἱ τέσσαρες, καὶ δέκα δραχμὰς πάντοτε ὁ Κώστας ὁ Ἀγγουροκομμένος, πλέον τοῦ ζεύγους τῶν τσαρουχίων.
Ἐπὶ παρουσίᾳ τοῦ Κώστα, οἱ τέσσαρες ἑταῖροι ἐφυλάττοντο καλῶς ν᾽ ἀναφέρωσι τὸ ποσόν.
Οὗτος, καμαρώνων ἤδη νοερῶς τὰ καινουργῆ τσαρούχια, ὑπέθετεν ὅτι ἐζήτουν ἁπλῶς δύο εἰκοσιπεντάδραχμα, ὅπως πεισθῶσι νὰ δώσωσι ψῆφον.
Ἑκατὸν δέκα δραχμὰς τοὺς εἶχε προτείνει ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, ἑκατὸν εἴκοσιν ὁ Λάμπρος Βατούλας. Ἀλλὰ δὲν ἐνόουν νὰ καταβοῦν παρακάτω ἀπὸ τὰς 150.
Ἐν τούτοις ἡ ὥρα παρήρχετο, ἦτο ἤδη ὀψία δείλη. Ὁ ἥλιος ἐχαμήλωνεν.
Ἀπὸ μιᾶς ὥρας δὲν εἶχε παρουσιασθῆ εἰς τὴν θύραν τοῦ περιβόλου κανεὶς ἀπεσταλμένος οὔτε τοῦ ἑνὸς οὔτε τοῦ ἄλλου κόμματος. Οἱονεὶ διὰ σιωπηλῆς συμφωνίας τοὺς ἄφησαν νὰ παραδοθῶσι διὰ τῆς ὀλιγωρίας καὶ δι᾽ ἀναγκαστικῆς ἀπραξίας.
Τέλος, περὶ ἕκτην ὥραν, ὅταν ὁ ἥλιος ἔκλινε πρὸς τὴν δύσιν, ἐφάνη εἰσελθὼν καὶ βαίνων δρομαίως πρὸς τὴν στέρναν, ἐγγὺς τῆς ὁποίας τὸ εἶχαν στρωμένον οἱ πέντε φίλοι, ἐξ ὧν ὁ γερο-Λευθέρης ὁ Κουσερὴς καὶ ὁ Κώστας ὁ Ἄγγουρος εἶχαν ἀποκοιμηθῆ ἐπὶ τῆς παχείας φυλλάδος, ἥτις τοὺς εἶχε χρησιμεύσει ὡς τάπης καὶ ὡς τράπεζα, ἐνῷ οἱ λοιποὶ τρεῖς ἠσχολοῦντο περιτρώγοντες τὰ τελευταῖα λείψανα τοῦ συμποσίου καὶ παρηγορούμενοι διὰ τῆς φλάσκας, τῆς ἑπτάκις γεμισθείσης ἤδη ἀπὸ τῆς δαμιτζάνας τοῦ γείτονος καπήλου, ἐφάνη, λέγω, βαίνων πρὸς τὴν στέρναν, ὁ κὺρ Μανουῆλος ὁ Στεριωμένος, αὐτοπροσώπως.
Φαίνεται ὅτι, μετὰ τὰς πολλὰς ἀνωφελεῖς ἀποπείρας, τὰς γενομένας διὰ τοῦ Λάμπρου τοῦ Βατούλα, ἠθέλησεν ὁ ἴδιος νὰ διαπραγματευθῇ πρὸς τοὺς πέντε συνωμότας. Ἐπλησίασεν. Ὁ μπαρμπα-Γιώργης ὁ Ἀπίκρατος καὶ ὁ Δημήτρης ὁ Ζάβαλος ἐσηκώθησαν καὶ μετέβησαν ὄπισθεν τοῦ μαγγανοπηγάδου, ὅπου τοὺς ἔνευσε νὰ τὸν ἀκολουθήσωσι.
Κατόπιν τούτων, ἀπρόσκλητος, ἠκολούθησε καὶ ὁ Γιαννιὸς ὁ Κάβουρας. Ὅσον διὰ τὸν γερο-Κουσερὴν καὶ τὸν Ἄγγουρον, οὗτοι ἐξηκολούθησαν νὰ κοιμῶνται πλησίον ἀλλήλων, ἐναμίλλως ρέγχοντες.
Τὴν ἰδίαν στιγμήν, εἰς ἑκατὸν πεντήκοντα βημάτων ἀπόστασιν, ἔξω τοῦ κήπου, ὄπισθεν τῆς λιθίνης αἱμασιᾶς καὶ τοῦ ἐπιστέφοντος αὐτὴν ἀπὸ τρικοκκιὲς φράκτου, ἐφάνη προκύψασα ἡ κεφαλὴ τοῦ Μανώλη τοῦ Πολύχρονου.
Ὁ κὺρ Μανουῆλος ὁ Στεριωμένος ὡμίλει ταπεινῇ τῇ φωνῇ καὶ μετὰ χειρονομιῶν πρὸς τοὺς τρεῖς φίλους. Ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, μετὰ συντόνου προσοχῆς κατασκοπεύων ὄπισθεν τοῦ φράκτου, ἀδύνατον ἦτο ν᾽ ἀκούσῃ λέξιν, ἀλλ᾽ ἐνόει πολὺ καλὰ τί ἐλέγετο ἐκεῖ, παρὰ τὸ μαγγανοπήγαδον.
Ὁ γερο-Ἀπίκρατος ἀπήντα ἑκάστοτε εἰς τὰς προτάσεις τοῦ κὺρ Μανουήλου, τείνων λίαν ἐκφραστικῶς τὰς χεῖρας. Οἱ δύο ἄλλοι ἔσειον τοὺς ὤμους.
Ὁ κὺρ Μανουῆλος ἐφαίνετο ἀνυπόμονος καὶ ὁμιλῶν ἅμα ἔκαμνε βραχεῖς περιπάτους περὶ τὸ μαγγανοπήγαδον. Δύο ἢ τρεῖς φορὰς ἔβγαλεν ἀπὸ τὴν τσέπην τοῦ γελέκου τὸ ὡρολόγιόν του, τὸ ἐκοίταξε, κ᾽ ἐφαίνετο λέγων πρὸς τοὺς τρεῖς ἑταίρους ὅτι ἡ ὥρα περνᾷ καὶ ὅτι ἔπρεπε νὰ σπεύσωσι.
Τέλος, ἀφοῦ περιέφερε βλέμμα εἰς τοὺς τέσσαρας φράκτας καὶ εἰς τὰς τέσσαρας γωνίας τοῦ κήπου, ἐστράφη πρὸς τὸ μαγγανοπήγαδον, ἔβγαλεν ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴν τσέπην τοῦ ἐπενδύτου μικρὸν φάκελον καὶ τὸν ἐνεχείρισεν εἰς τὸν μπαρμπα-Γιώργην τὸν Ἀπίκρατον.
Ὁ μπαρμπα-Γιώργης ἔλαβε τὸν μικρὸν φάκελον καὶ στραφεὶς πρὸς τοὺς δύο συντρόφους του, ἤρχισε νὰ διερευνᾷ τὸ περιεχόμενον.
Ὁ κὺρ Μανουῆλος, ἀφοῦ εἶπεν ὀλίγας τελευταίας λέξεις, ἐστάθη ὀλίγον τι παράμερα κ᾽ ἐφαίνετο περιμένων. Ὁ Ζάβαλος καὶ ὁ Κάβουρας, ἀφοῦ ἐξήλεγξαν τὸ περιεχόμενον τοῦ φακέλου, ἔτρεξαν πρὸς τὴν στέρναν, ὑπὸ τὰ μεγάλα δένδρα, ὅπου ἐκοιμῶντο οἱ δύο σύντροφοί των.
Ἔκυψαν, ἔσεισαν τοὺς ὤμους των καὶ τοὺς ἐξύπνισαν.
Ὁ Κώστας ὁ Ἄγγουρος, μόλις ἐξυπνήσας, ἔτριψε τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ δὲν ἀνεσηκώθη, ἀλλ᾽ ἐσήκωσε τὸν πόδα διὰ νὰ ἰδῇ ἂν ἐφόρει τὰ τσαρούχια, τὰ ὁποῖα ὠνειρεύετο.
Ὁ γερο-Λευθέρης ὁ Κουσερὴς ἐξύπνησε μετὰ ψιθυρισμοῦ ἀτελῶς διασκεδασθείσης μέθης, καὶ ἤρχισε νὰ τραγουδῇ τὸ προσφιλὲς αὐτῷ ᾆσμα:
Σ᾽ ἕνα δενδρί, ἀκούμβησα, κ᾽ ἐκεῖνο ἐμαράθη…
Ὁ κὺρ Μανουῆλος ὁ Στεριωμένος ἐξηκολούθει νὰ περιμένῃ ὀλίγα βήματα ἀπωτέρω.
Οἱ δύο ὑπνηλοὶ ἐσηκώθησαν, ἐτινάχθησαν, καὶ οἱ σύντροφοί των τοὺς ἔβρεξαν τὰ πρόσωπα μὲ νερὸν ἀπὸ τὴν στέρναν.
Οἱ πέντε ἄνδρες ἡτοιμάσθησαν, ἐτίναξαν τὰ ἐνδύματά των, ἐφόρεσεν ἕκαστος τὸ ἓν μανίκι τῆς τσάκας* του ἢ τῆς σουρτούκας* του.
Ὁ κὺρ Μανουῆλος εἶπε: Πᾶμε! κ᾽ ἐστράφη πρὸς τὴν θύραν. Οἱ πέντε φίλοι τὸν ἠκολούθησαν.
Συγχρόνως ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, ὅστις δὲν ἔπαυσε νὰ κατασκοπεύῃ μετὰ συντόνου προσοχῆς τὰ συμβαίνοντα, ὅπισθεν τοῦ φράκτου, ἐστράφη τρέχων πρὸς τὴν πρώτην καμπὴν τῆς ὁδοῦ κ᾽ ἔγινεν ἄφαντος.
ΙΑ´
… Τώρα, δὲν τοὺς βλέπεις, καὶ τὰ δύο τὰ κόμματα, διὰ ποίων μέσων προσπαθοῦν νὰ κερδήσουν τὴν ἐκλογήν; Δὲν βλέπεις τὰ δύο πρακτορεῖά των ἀνοικτά, φανερῶς ἐνεργοῦντα, δὲν ἀκούεις κρυφομιλήματα ὄπισθεν πάσης θύρας καὶ πάσης γωνίας τῆς ὁδοῦ, δὲν βλέπεις τὰ τρεξίματα καὶ τοὺς ἱδρῶτας τῶν ὀργάνων των, δὲν ἀκούεις τὸν κρότον τῶν χαλκίνων κερμάτων ὄπισθεν τῶν λογιστηρίων; Δὲν βλέπεις ἁπλοϊκοὺς ἐκλογεῖς νὰ βαδίζουν καὶ νὰ κοντοστέκωνται, νὰ ἐξάγουν τὴν χεῖρα ἀπὸ τὴν τσέπην καὶ νὰ μετροῦν δεκάρες;
Καὶ ὁ λαλῶν ἔδειξεν εἰς τὸν ἀκροατήν του γέροντα χωρικόν, ὅστις ἐξελθὼν τοῦ πρακτορείου τῶν Χαλασοχώρηδων, εἶχε σταθῆ ἐνώπιόν των κρατῶν φυσέκιον τεσσάρων δραχμῶν, τὸ ὁποῖον ἔσχισε κ᾽ ἐμέτρει διὰ νὰ ἰδῇ ἂν ἦσαν σωστὲς οἱ δεκάρες. Ἐφαίνετο οἰνοβαρὴς καὶ ἠκούετο ὁ μονόλογος καὶ οἱ ψιθυρισμοί του: «Τέσσερες δραχμὲς βάσταξ᾽ ἡ ψυχή του;… τέσσερες, ὄχι παραπάνω… Ἔχουμε καὶ λέμε, μία, δυό, τρεῖς, τέσσερες, πέντε, ἕξ, ἑφτά, ὀχτώ… ἑφτά, ὀχτώ, ἐννιά… μία δραχμή… Ἔχουμε καὶ λέμε…» Κ᾽ ἐπειδὴ εὐκόλως ἔχανε τὸν λογαριασμόν, ἤρχιζεν ἐξ ἀρχῆς πάλιν.
― Τοὺς βλέπεις ἢ ὄχι; ἐπανέλαβεν ὁ λαλῶν.
― Τοὺς βλέπω, ἀπήντησεν ὁ ὁμιλητής του.
― Λοιπόν, αὔριο, νὰ ἔχῃς ὄρεξιν ν᾽ ἀκούῃς τὰ παράπονα τῶν ἡττημένων. Ὅσοι θὰ εἶναι ἐν ἀποτυχία, θὰ χαλάσουν τὸν κόσμον μὲ τὲς φωνές, θὰ κατηγοροῦν τοὺς νικητὰς ἐπὶ χρήσει αἰσχρῶν μέσων, θὰ ὑποβάλουν φοβερὰς ἐνστάσεις, θὰ προσβάλουν τὸ κῦρος τῆς ἐκλογῆς λόγῳ ὅτι τὸ ἀποτέλεσμα ἐπετεύχθη διὰ δωροδοκίας. Οὔτε θὰ τοὺς τύπτῃ ἡ συνείδησις ἐπὶ τῷ ὅτι καὶ αὐτοὶ μετῆλθον τὸ αὐτὸ μέσον. Οὐδὲ φοβοῦνται τὸν Θεὸν ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ κρίματί εἰσι.
― Δι᾽ αὐτὸ λοιπὸν σὺ δὲν πηγαίνεις νὰ ψηφοφορήσῃς; ἠρώτησεν ὁ ἄλλος.
Ὁ οὕτως ἐρωτήσας ἦτο ξένος παρεπιδημῶν πρὸς καιρὸν ἐν τῇ νήσῳ. Ὁ δ᾽ ἐξαρχῆς ὁμιλῶν ἐκαλεῖτο Λέανδρος Παπαδημούλης, καὶ κατήγετο ἐκ τοῦ τόπου. Εἶχε κατέλθει μετὰ πολλὰ ἔτη, νοσταλγὸς ἐξ Ἀθηνῶν, ὅπου συνήθως διέτριβεν ἀσχολούμενος εἰς ἔργα οὐχὶ παραδεδεγμένης χρησιμότητος. Ἦτο ὑψηλός, ὑπερτριακοντούτης, μὲ μαύρην κόμην καὶ γένειον, μελαψός, μὲ ἁδροὺς χαρακτῆρας, πενιχρὸς τὴν ἀναβολήν, πτωχαλαζών, τρέφων ἀλλοκότους ἰδέας. Περὶ τὸ δειλινόν, ὁ ξένος φίλος του, περίεργος ὡς πᾶς ἄνθρωπος, τὸν εἶχε παρακαλέσει καὶ μετέβησαν ὁμοῦ ἀντικρὺ τοῦ σχολείου, ὅπου σταθέντες παρά τινα γωνίαν ἐθεῶντο τὴν ἐκλογικὴν κίνησιν.
―Ὄχι δι᾽ αὐτό, ἀνένευσεν ἐντόνως ὁ Λέανδρος Παπαδημούλης. Αἱ ἀτομικαὶ ἰδέαι μου, φίλε, δὲν φαίνονται νὰ ἔχωσι τίποτε τὸ πρακτικόν, καὶ διὰ τοῦτο δὲν ἀγαπῶ νὰ τὰς ἐκθέτω. Σέβομαι ἄλλως τοὺς νόμους καὶ τὸ πολίτευμα τῆς πατρίδος μου, καὶ δὲν θέλω νὰ ὁμολογήσω ὅτι εἶμαι ἀπολυταρχικὸς καὶ ὅτι δὲν πρεσβεύω τὴν καθολικὴν ψηφοφορίαν. Ἀλλὰ καὶ ἂν σοῦ ἔλεγα τοιοῦτόν τι, θὰ ἐχρειάζετο νὰ σοῦ ἀναπτύξω διὰ μακρῶν τὸ θέμα, νὰ δαπανήσω μάτην πολλὰς λέξεις, νὰ σοῦ κλέψω τὸν πολύτιμον καιρόν σου, χωρὶς ἐλπίδα ὄχι νὰ πεισθῇς, ἀλλ᾽ οὐδὲ νὰ μ᾽ ἐννοήσῃς καὶ μοῦ ἀποδώσῃς ἐν μέρει δίκαιον, τοὐλάχιστον. Ἁπλῶς σοῦ λέγω, ὅτι παραιτοῦμαι δικαιώματος, τὸ ὁποῖον δὲν μὲ ὠφελεῖ, οὔτ᾽ ἐμὲ οὔτε τοὺς ἄλλους.
Ὅσον ἀφορᾷ τὴν δωροδοκίαν, μὴ πιστεύῃς ὅτι τὴν βδελύττομαι τόσον, ὅσον φαίνομαι. Εἶναι ἄλλαι πολὺ χειρότεραι ἐκλογικαὶ διαφθοραί. Τὸ κατ᾽ ἐμέ, φρονῶ ὅτι ἡ δωροδοκία εἶναι τὸ μικρότερον κακόν.
― Τὸ μικρότερον κακόν; ἐπανέλαβεν ἔκπληκτος ὁ ξένος.
― Ναί, φρονῶ, εἶπεν, ὅτι ἡ δωροδοκία εἶναι τὸ μικρότερον κακόν. Μὴν ἀκούῃς μερικοὺς φαρισαίους, οἵτινες σχίζουν διὰ κάθε τι τὰ ἱμάτιά των, μήτε μερικοὺς ἄλλους ψιττακοὺς ἠθικολόγους τῶν ἐφημερίδων, οἵτινες ρηγνύουν ὑπερβολικὰς φωνὰς μὲ τόσην ἀφέλειαν καὶ ἀγαθοπιστίαν δι᾽ ὅλα τὰ πράγματα. Οἱ πρῶτοι ὁμοιάζουσι τοὺς ἡττημένους τῆς αὔριον, οἵτινες θὰ ζητήσουν τὴν ἀκύρωσιν τῆς παρούσης ἐκλογῆς ὡς διεξαχθείσης τῇ βοηθείᾳ τῆς δωροδοκίας. Οἱ δεύτεροι οὐδόλως ἐνεβάθυναν εἰς τὰ πράγματα καὶ δὲν ἀντελήφθησαν τὴν ἔννοιαν ἥτις εἶναι παντὸς ζητήματος ὁ πυρήν. Πετῶντες ἀπὸ γενικότητος εἰς γενικότητα, περιέδρεψαν συλλογήν τινα ἠθικῶν ἀξιωμάτων, τὴν ὁποίαν νομίζουσιν ἀλάνθαστον πανάκειαν πρὸς θεραπείαν πάσης πολιτικῆς καὶ κοινωνικῆς νόσου. Ὅπου γενικότης, ἐκεῖ καὶ ἐπιπολαιότης. Διὰ νὰ εἶναί τις ἐμβριθής, πρέπει νὰ ἐγκύπτῃ εἰς βαθεῖαν τῶν πραγμάτων μελέτην.
Διατί δέ, καί τινες τῶν νεαρῶν πολιτευομένων ἐν Ἑλλάδι, δι᾽ οὓς φαίνεται ὅτι πληροῦται, δευτέραν φοράν, εἰς βάρος μας, ἡ κατάρα τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς κατηράσθη διὰ τοῦ προφήτου Ἡσαΐου τὸν Ἰσραήλ, λέγων: Καὶ οἱ νεανίσκοι ἄρξουσιν ὑμῶν· ― διατί, λέγω, τόσον κακοζήλως, ἂν ὄχι καὶ κακοπίστως, κραυγάζουσι κατὰ τῆς πλουτοκρατίας; Τί τοὺς κακοφαίνεται; qui veut la fin, veut les moyens*. Ἡ ἠθικὴ δὲν εἶναι ἐπάγγελμα, καὶ ὅστις ὡς ἐπάγγελμα θέλει νὰ τὴν μετέλθῃ, πλανᾶται οἰκτρῶς καὶ γίνεται γελοῖος. Ὅστις πράγματι φιλοσοφῇ, καὶ ἀληθῶς πονῇ τὸν τόπον του, καὶ ἔχει τὴν ἠθικὴν ὄχι εἰς τὴν ἄκραν τῆς γλώσσης ἢ εἰς τὴν ἀκωκὴν τῆς γραφίδος, ἀλλ᾽ εἰς τὰ ἐνδόμυχα αὐτὰ τῆς ψυχῆς, βλέπει πολὺ καλὰ ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ πολιτευθῇ. Κυάμων ἀπέχεσθαι.
Ὁ Χριστὸς εἶπεν:
Οὐ δύνασθε Θεῷ λατρεύειν καὶ Μαμωνᾷ. Διατί δὲν ἔλαβεν ὡς ὅρον ἀντιθέσεως ἄλλο τι βαρβαρικὸν εἴδωλον; Διατί δὲν εἶπε Θεῷ καὶ Μολὼχ ἢ Θεῷ καὶ Ἀσταρὼθ ἢ Θεῶ καὶ Βάαλ; Διότι ὁ Μαμωνᾶς εἶναι ὁ ἰσχυρός, ὁ κραταιότερος, ὅστις ὑποτάσσει πᾶν ἄλλο εἴδωλον, καὶ τὸν Μολὼχ καὶ τὸν Ἀσταρὼθ καὶ τὸν Βάαλ. Ἡ πλουτοκρατία ἦτο, εἶναι καὶ θὰ εἶναι ὁ μόνιμος ἄρχων τοῦ κόσμου, ὁ διαρκὴς ἀντίχριστος. Αὕτη γεννᾷ τὴν ἀδικίαν, αὕτη τρέφει τὴν κακουργίαν, αὕτη φθείρει σώματα καὶ ψυχάς. Αὕτη παράγει τὴν κοινωνικὴν σηπεδόνα. Αὕτη καταστρέφει κοινωνίας νεοπαγεῖς.
― Καὶ ὕστερον λέγεις ὅτι ἡ δωροδοκία εἰς τὰς ἐκλογὰς εἶναι μικρὸν κακόν; παρετήρησεν ὁ ξένος.
― Ναί, διότι κινδυνεύω νὰ πάθω τὸ αὐτὸ πάθημα ἐφ᾽ ᾧ κατέκρινα τοὺς εὐθηνοὺς ἠθικολόγους τῶν ἡμερῶν μας, ἀπήντησεν ὁ Λέανδρος Παπαδημούλης. Νὰ πέσω δηλαδὴ εἰς τὸ ἐσπαρμένον σκοπέλους πέλαγος τῶν γενικοτήτων. Ἀλλ᾽ ἰδοὺ ἐπανέρχομαι εἰς τὸ προκείμενον. Ὁ λόγος δι᾽ ὃν θεωρῶ τὴν δωροδοκίαν ὡς τὸ μικρότερον κακὸν εἶναι ὅτι, ὡς εἶδος ἐκλογικῆς διαφθορᾶς, τὴν ὑπάγω εἰς τὸ γένος τῆς συναλλαγῆς. Συναλλαγὴ εἶναι ἡ ἐν πρυτανείῳ σίτησις, αἱ ἐκ τοῦ δημοσίου ταμείου παροχαί, τὰ ρουσφέτια. Συναλλαγὴ εἶναι καὶ ἡ εἰς παρανόμους δίκας προστασία. Συναλλαγὴ εἶναι καὶ ἡ πρὸς παραγραφὴν ὀφειλομένων φόρων συνδρομὴ καὶ ἡ παράνομος ἐξαίρεσις κληρωτῶν. Συναλλαγὴ εἶναι καὶ ἡ δωροδοκία. Τώρα, ποῖος προστάτης, ποῖος πολιτευόμενος, ποῖος βουλευτὴς, εἶναι ἱπποτικώτερος; Ἐκεῖνος ὅστις ἐκ τοῦ ἰδίου ταμείου ἀγοράζει τὰς ψήφους τῶν ἐκλογέων, ἢ ἐκεῖνος ὅστις τὰς ἀγοράζει ἐκ τοῦ δημοσίου θησαυροῦ; Ἐκεῖνος ὅστις πληρώνει ἐκ τοῦ θυλακίου του ἢ ἐκεῖνος ὅστις πληρώνει ἐκ τῶν χρημάτων τοῦ ἔθνους, χρημάτων ξένων, τὰ ὁποῖα εἰς τὴν Ἑλλάδα μάλιστα ἐσυνηθίσαμεν ὅλοι νὰ θεωροῦμεν ἔρμα καὶ σκοτεινά; Ποῖος εἶναι πλέον γαλαντόμος;
― Βεβαίως, ἐκεῖνος ποὺ πληρώνει ἀπὸ τὴν τσέπη του, ἀπήντησεν ἀδιστάκτως ὁ ξένος.
― Βλέπεις; Ἰδοὺ διατὶ μισῶ τὰς γενικότητας κ᾽ ἐπιθυμῶ νὰ εἰδικεύω. Ὁμιλῶ σχετικῶς καὶ ὄχι ἀπολύτως. Δὲν λέγω ὅτι ἡ δωροδοκία εἶναι καλόν τι, λέγω ὅτι εἶναι τὸ ὀλιγώτερον κακόν. Καὶ σημείωσαι ὅτι οὐδεὶς ποτὲ ἐκλέγεται βουλευτὴς διὰ τῆς δωροδοκίας. Ὅλοι ἐκλέγονται τῇ βοηθείᾳ τῆς δωροδοκίας. Ἀπάνθρωπος τοκογλύφος, ὅσας καὶ ἂν ἀγοράσῃ ψήφους, ποτὲ δὲν θὰ ἐκλεχθῇ. Πρὶν κατέλθῃ εἰς τὸν ἀγῶνα, θὰ ὑποδυθῇ τὴν φιλανθρωπίαν, ὡς προσωπεῖον, θὰ φορέσῃ τὴν δημοτικότητα, ὡς κόθορνον. Θὰ φροντίσῃ ν᾽ ἀποδώσῃ μέρος τῶν ὅσα ἥρπασεν εἰς τοὺς ἐκλογεῖς. Καὶ μεταξὺ δύο ἀντιπάλων, μετερχομένων τὴν αὐτὴν διαφθοράν, θὰ ἐπιτύχῃ ἐκεῖνος ὅστις εὐπρεπέστερον φορεῖ τὸ προσωπεῖον κ᾽ ἐπιδεξιώτερον τὸν κόθορνον.
Ἂς ἐξετάσωμεν τώρα, ἐξηκολούθησεν ὁ Λέανδρος Παπαδημούλης, πόθεν καὶ πῶς, ἀφοῦ ἡ πλουτοκρατία εἶναι δεδομένον τι καὶ ἀναπόδραστον κακόν, ἂς ἐξετάσωμεν πῶς ἐγεννήθη, πῶς γεννᾶται φυσικῶς, ἡ δωροδοκία.
Ὑπόθεσε, φίλε, ὅτι σ᾽ ἐκυρίευσε καὶ σὲ ἔξαφνα ἡ φιλοδοξία τοῦ Γιαννάκου τοῦ Χαρτουλαρίου, ὅτι ἐπεθύμησες νὰ γίνῃς βουλευτής, διὰ νὰ ὑπηρετήσῃς τὸ ἔθνος. Διὰ νὰ ἐπιθυμήσῃς τοῦτο, σημείωσαι, πρέπει νὰ εἶσαι χορτᾶτος. Ἡ φιλοδοξία εἶναι ἡ νόσος τῶν χορτάτων, ἡ λαιμαργία εἶναι τῶν πεινασμένων τὸ νόσημα. Ἐξέρχεσαι εἰς τὴν ἀγοράν, βγάζεις λόγον, καὶ παρακαλεῖς τοὺς προσφιλεῖς συμπολίτας νὰ σὲ τιμήσωσι διὰ τῆς ψήφου των. Ἀλλ᾽ εἶσαι ἆρα εἰς θέσιν νὰ ἠξεύρῃς πόσοι ἐκ τῶν προσφιλῶν συμπολιτῶν σου εἶναι χορτᾶτοι, καὶ πόσοι δὲν εἶναι; Μὴν ἀμφιβάλλῃς ὅτι οἱ πλεῖστοι εἶναι πεινασμένοι, διότι ἂν δὲν ἦσαν, ὅλοι θὰ ἔβγαζαν κάλπας διὰ νὰ γίνουν βουλευταί! Ἀλλὰ μεταξὺ τῶν ἀκροατῶν σου, μεταξὺ τῶν προσφιλῶν σου συμπολιτῶν, δυνατόν, πιθανόν, βέβαιον μάλιστα ὅτι εὑρίσκονταί τινες, εἷς, δύο, τρεῖς, πέντε, δέκα, κατὰ γράμμα πεινασμένοι. Τώρα, τὴν ἡμέραν τῆς ἐκλογῆς, πῶς ἀπαιτεῖς νὰ ὑπάγῃ ἄνθρωπος πεινασμένος, ἄνθρωπος ὅστις θὰ ψαύῃ τὴν κοιλίαν του ὡς ἔγχορδον ὄργανον, ἄνθρωπος ὅστις δὲν θὰ ἔχῃ τὴν δύναμιν νὰ ἵσταται καὶ νὰ βαδίζῃ, πῶς ἀπαιτεῖς τοιοῦτος ἄνθρωπος νὰ ὑπάγῃ νὰ ψηφοφορήσῃ εἰς τὴν κάλπην σου, καὶ νὰ σοῦ δώσῃ μάλιστα λευκὴν ψῆφον; Φυσικὸν εἶναι, ἀφοῦ θὰ λάβῃ τὸν κόπον πρὸς χάριν σου, νὰ τοῦ δώσῃς τοὐλάχιστον νὰ φάγῃ, δι᾽ ἐκείνην τὴν ἡμέραν.
Ἐὰν δὲν τοῦ δώσῃς χρήματα, θὰ τοῦ προσφέρῃς γεῦμα. Καὶ τοῦτο δωροδοκία δὲν εἶναι; Ἢ θὰ τοῦ στείλῃς κατ᾽ οἶκον βακαλιάρον καὶ σαρδέλες καὶ οἶνον; Δωροδοκία καὶ τοῦτο. Ἐὰν δὲν σπεύσῃς ἐγκαίρως σύ, θὰ σὲ προλάβῃ ὁ ἀντίπαλός σου, ὅστις θὰ φορῇ τὸν κόθορνον τῆς φιλανθρωπίας ἀμφιδεξιώτερον.
Ἰδοὺ πόθεν ἐγεννήθη ἡ δωροδοκία. Πῶς θέλεις νὰ ἐνδιαφέρηται ὁ ἀγρότης, ὁ βοσκός, ὁ πορθμεύς, ὁ ναύτης, ὁ ἐργάτης, ὁ ἀχθοφόρος, πῶς θέλεις νὰ ἐνδιαφέρωνται διὰ τὸν Καψιμαΐδην καὶ Γεροντιάδην, ἂν θὰ γίνωσι βουλευταὶ ἢ ὄχι; Ἐκεῖνοι εἶναι χορτᾶτοι καὶ τρέφουσιν ὄνειρα φιλοδοξίας, οὗτοι πεινῶσι καὶ θέλουν νὰ φάγωσι. Δὲν ἔχουσιν οἱ πτωχοὶ μεγάλας ἀξιώσεις. Δὲν περιμένουν διορισμοὺς καὶ παχέα ρουσφέτια ἀπὸ τὴν Κυβέρνησιν. Ἀλλ᾽ ἀφοῦ θητεύουσιν ἐπιπόνως καὶ δὲν ἐπαρκοῦν νὰ τραφῶσιν ἐκ τοῦ ἱδρῶτός των, ἀφοῦ οἱ λεγόμενοι ἀντιπρόσωποί των δὲν παύουν νὰ ψηφίζωσιν ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ φόρους καὶ φόρους καὶ πάλιν φόρους, ἂς τοὺς θρέψωσιν ἐπὶ μίαν ἡμέραν ἐκ τοῦ βαλαντίου των.
Ἀνέκαθεν τὰ ἀξιώματα ἦσαν ἀγοραστά! Καὶ ἀφοῦ ἡ ἐπάρατος πλουτοκρατία εἶναι ἄφευκτον κακόν, κατὰ ποῖον ἄλλον τρόπον θ᾽ ἀποκτῶνται τὰ ἀξιώματα; Πρᾶγμα, τὸ ὁποῖον ἔχασε πρὸ πολλοῦ πᾶσαν ἠθικὴν ἀξίαν, μόνον διὰ χρημάτων εἶναι κτητόν. Καὶ οὕτως ἑπόμενον ἦτο νὰ καταντήσουν τὰ πράγματα. Οὐδὲν κακὸν ἄμεικτον καλοῦ! Εὐτύχημα μάλιστα νομίζω ὅτι δὲν ἀνεφάνη ἐπιφανής τις πολιτευτὴς εἰς τὰ μέρη ταῦτα.
― Πῶς εἶπες; ἠρώτησεν ἀπορήσας ὁ ξένος.
― Λέγω ὅτι λογίζομαι ὡς εὐτύχημα τὸ ὅτι δὲν ἀνεφάνη τις ἐκ τῶν λεγομένων ἐπιφανῶν πολιτευτῶν εἰς τὰς νήσους ταύτας. Ἐνθυμοῦμαι τί συνέβη πρὸ πολλῶν ἐτῶν, ὅταν εἶχε γίνει τις ὑπουργὸς βουλευτὴς γείτονος ἐπαρχίας. Οἱ κουρεῖς ἔκλεισαν τὰ κουρεῖά των, οἱ καφεπῶλαι τὰ καφενεῖά των, οἱ ὑποδηματοποιοὶ ἐπώλησαν τὰ καλαπόδια των. Δὲν ὑπῆρξε βοσκὸς ὅστις νὰ μὴ διωρίσθη τελωνοφύλαξ, οὔτε ἀγρότης ὅστις νὰ μὴ προχειρισθῇ εἰς ὑγειονομοσταθμάρχην. Τότε εἴδομεν πρώτην φορὰν κ᾽ ἐδῶ εἰς τὴν νῆσον λιμενάρχην φουστανελάν. Ὁ ἐκ τῆς γείτονος ἐπαρχίας ὑπουργὸς μᾶς τὸν εἶχε στείλει ὡς δεῖγμα περίεργον ὑπαλλήλου. Ὁ Θεὸς μᾶς ἐλυπήθη καὶ δὲν παρεχώρησε νὰ γεννηθῇ ἐπιφανής τις ἐδῶ, ἐσκλήρυνε δὲ τὴν καρδίαν μας καὶ δὲν ἐδέχθημεν εἰσβολὴν ξένου ὑποψηφίου. Ἰλιγγιῶ νὰ φαντασθῶ τί θὰ ἐγίνετο. Ὅλοι οἱ πορθμεῖς θὰ ἐγκατέλειπον τὰς λέμβους των, οἱ κυβερνῆται θὰ ἔρριπτον ἔξω τὰ πλοῖά των, οἱ ναυπηγοὶ θὰ ἐπετοῦσαν τὰ ἐργαλεῖά των καὶ θὰ ἐζήτουν δημοσίας θέσεις. Διότι μὴ νομίσῃς ὅτι ἡ θεσιθηρία γεννᾶται μόνη της. Τὰ δύο κακὰ ἀλληλεπιδρῶσιν. Ἡ ἀκαθαρσία παράγει τὸν φθεῖρα καὶ ὁ φθεὶρ παράγει τὴν ἀκαθαρσίαν. Τὸ τέρας τὸ καλούμενον ἐπιφανὴς τρέφει τὴν φυγοπονίαν, τὴν θεσιθηρίαν, τὸν τραμπουκισμόν, τὸν κουτσαβακισμόν, τὴν εἰς τοὺς νόμους ἀπείθειαν. Πλάττει αὐλὴν ἐξ ἀχρήστων ἀνθρώπων, στοιχείων φθοροποιῶν, τὰ ὁποῖα τὸν περιστοιχίζουσι, παρασίτων τὰ ὁποῖα ἀποζῶσιν ἐξ αὐτοῦ παχυνόμενα ἐπιβλαβῶς, σηπόμενα, ζῳύφια βλαβερά, ὕδατα λιμνάζοντα, παράγοντα ἀναθυμιάσεις νοσηράς, πληθύνοντα τὴν ἀκαθαρσίαν. Εὐτυχῶς δὲν ὑπῆρξεν ἐνταῦθα ἔδαφος κατάλληλον διὰ νὰ γεννηθῇ τὸ θρέμμα τὸ καλούμενον ἐπιφανής, καὶ οὕτως ἀπηλλάγημεν τῆς τοιαύτης ἀθλιότητος μέχρι τῆς ὥρας. Ἡ δωροδοκία δέ, τὴν ὁποίαν βλέπεις τόσον γενικευμένην ὡς ἐκλογικὸν ὅπλον, εἶναι κατ᾽ ἐμὲ τὸ μικρότερον κακόν. Ὅστις ὅμως δυσφορῇ ἐπὶ ταύτῃ, ἂς μὴ μετέχῃ τοῦ ἐκλογικοῦ ἀγῶνος, μήτε ὡς ἐκλογεύς, μήτε ὡς ἐκλέξιμος. Κυάμων ἀπέχεσθαι…
ΙΒ´
Οἱ πέντε ἐγκαρδιακοὶ φίλοι, ὁ γερο-Λευθέρης ὁ Κουσερής, ὁ μπαρμπα-Γιώργης ὁ Ἀπίκρατος, ὁ Δημήτρης ὁ Ζάβαλος, ὁ Γιαννιὸς ὁ Κάβουρας καὶ ὁ Κώστας ὁ Ἀγγουροκομμένος, εἶχον ἐκκινήσει, ὡς εἴπομεν, ἐκ τοῦ κήπου, ὅπου εἶχον συμποσιάσει καὶ εὐθυμήσει ἐπὶ πολλὰς ὥρας, καὶ κατήρχοντο ἐν πομπῇ εἰς τὸν τόπον τῆς ἐκλογῆς διὰ νὰ ψηφοφορήσωσιν, ἡγουμένου τοῦ κὺρ Μανουήλου τοῦ Στεριωμένου, ὅστις καίτοι μὴ βλέπων αὐτούς, ὄπισθεν ἀκολουθοῦντας, ἔβλεπεν ὅμως τοὺς ἴσκιους των μηκυνομένους, ὑπὸ τὰς τελευταίας ἀκτῖνας τοῦ δύοντος ἡλίου, πρὸς ἀνατολάς, ὅπου ἐβάδιζον, καὶ τοὺς ἐμέτρει ἐπιμελῶς, καὶ τοὺς εὕρισκε πέντε. Ἐνίοτε, ὅμως, βαίνοντος τοῦ ἑνὸς τῶν ἑταίρων ὄπισθεν τοῦ ἄλλου, οἱ ἴσκιοι των συνεχωνεύοντο εἰς δύο ἢ τρεῖς, καὶ τότε ἀνησύχει κ᾽ ἐστρέφετο ἀποτόμως νὰ ἴδῃ. Ἀλλ᾽ ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, τὸν ὁποῖον κανεὶς ἐξ ὅλων δὲν εἶχεν ἰδεῖ κατασκοπεύοντα ὄπισθεν τοῦ φράκτου, εἶχε προπορευθῆ αὐτῶν κατὰ πολύ, καὶ εἶχε φθάσει ἔξωθεν τοῦ δημοτικοῦ σχολείου. Ἐκεῖ ἐκάλεσεν εἰς τὴν θύραν τὸν κὺρ Ἀνδρέαν τὸν Ἀπίκον, ἓν τῶν μελῶν τῆς ἐπιτροπῆς, καὶ τοῦ ἐσύριξεν ὀλίγας λέξεις εἰς τὸ οὖς.
Ὁ κὺρ Ἀνδρέας ὁ Ἀπίκος καὶ δύο ἄλλα μέλη ἀπετέλουν τὴν πλειονοψηφίαν τῆς ἐπιτροπῆς καὶ ἦσαν ἀφωσιωμένοι εἰς τὲς Ἀνδρογυνοχωρίστρες. Εὐθὺς ὡς ἤκουσε τὴν ἀνακοίνωσιν τοῦ Μανώλη, ὁ κὺρ Ἀνδρέας ἔσυρε τὸ ὡρολόγιον ἐκ τῆς μικρᾶς τσέπης τοῦ περιστηθίου του, καὶ κρατῶν αὐτὸ εἰς τὴν παλάμην ἐπανῆλθε πρὸς τοὺς συναδέλφους του, καθημένους περὶ τὴν τράπεζαν, μὲ τὸν κὺρ Ἀγγελὴν τὸν Μαλλίνην ἐν τῷ μέσῳ, ὅστις μὲ τὴν πένναν εἰς τὴν χεῖρα, ἐσημείωνεν ἓν ὄνομα ἐκλογέως κάθε τέταρτον τῆς ὥρας, καὶ ἐν τῷ μεταξὺ ἐφλυάρει κ᾽ ἐκάπνιζεν ὀγκωδέστατα τσιγάρα, τὰ ὁποῖα ἐλάμβανεν αὐτοδικαίως ἀπὸ τοὺς ἀντιπροσώπους καὶ ἀναπληρωτὰς τῶν ὑποψηφίων.
― Κύριοι, εἶπεν ὁ κὺρ Ἀνδρέας ὁ Ἀπίκος, ἡ ὥρα εἶναι ἑπτὰ καὶ πέντε. Καιρὸς νὰ κηρύξωμεν τὴν λῆξιν τῆς ψηφοφορίας, νὰ κλείσωμεν τὸ κιβώτιον τῶν καλπῶν, νὰ συντάξωμεν τὸ πρακτικὸν καὶ νὰ ἑτοιμασθῶμεν διὰ τὴν διαλογήν.
Ἔσυραν ὅλοι τὰ ὡρολόγιά των. Τὰ ὡρολόγια τῶν δύο ἄλλων μελῶν τῆς πλειονοψηφίας ἐδείκνυον, τοῦ ἑνὸς ἑπτὰ παρὰ τρία, τοῦ ἑτέρου ἑπτὰ παρὰ ἐννέα. Τὸ ὡρολόγιον τοῦ προέδρου, κυρίου Νιαουστέως, ἐδείκνυεν ἑπτὰ παρὰ εἴκοσι. Τέλος τὸ ὡρολόγιον τοῦ ἑλληνοδιδασκάλου, κ. Μυροκλείδου, ἐδείκνυεν ἓξ καὶ δεκαοκτὼ λεπτά.
Πρὸ τριῶν ἐτῶν τὸ δημοτικὸν συμβούλιον εἶχε φιλοτίμως ψηφίσει, ὁ κ. Νομάρχης εἶχεν εὐαρεστηθῆ νὰ ἐγκρίνῃ καὶ ὁ κ. Δήμαρχος εἶχεν ἐπιμεληθῆ δραστηρίως νὰ κατασκευασθῇ μαρμαρίνη μεριδιάνα* ὑψηλὰ ἐπὶ τοῦ τοίχου τοῦ Ἑλληνικοῦ Σχολείου τοῦ βλέποντος πρὸς μεσημβρίαν ἀκριβῶς. Τῇ βοηθείᾳ τῆς μεριδιάνας ἐκείνης ἐκανόνιζεν ἔκτοτε ὁ ἑλληνοδιδάσκαλος τὸ ὡρολόγιόν του. Ἀλλ᾽ αἱ μάγκαι τοῦ σχολείου, πρὶν ἀρχίσῃ τὸ μάθημα ἢ εὐθὺς ὡς ἤθελον σχολάσει, εἶχον εὕρει τερπνὴν ἐνασχόλησιν τὸ νὰ ρίπτωσι λίθους ἐκεῖ ὑψηλὰ εἰς τὸ λευκὸν καὶ χαρακωμένον μὲ πολλὰς μαύρας γραμμὰς μάρμαρον, καὶ εἶχον καταστήσει σκοπὸν τῶν πετροβολημάτων των τὸ λεπτὸν σιδηροῦν πέταλον, τὸ χρησιμεῦον ὡς δείκτης τῆς μεριδιάνας. Ὅθεν δὲν εἶχον παρέλθει ὀλίγαι ἑβδομάδες καὶ τὸ λεπτὸν σιδηροῦν πέταλον ἐστράβωσεν ἐλεεινά, καὶ ἀντὶ νὰ δεικνύῃ μεσημβρίαν ἐδείκνυε μίαν καὶ ἡμίσειαν ὥραν, κανεὶς δὲ δὲν εἶχε φροντίσει ἐν τῷ μεταξὺ νὰ τὸ διορθώσῃ ἢ τὸ ἀντικαταστήσῃ. Ὁ ἑλληνοδιδάσκαλος ἐν τούτοις προσεπάθει τοῦ λοιποῦ νὰ κανονίζῃ τὸ ὡρολόγιόν του μᾶλλον κατὰ συμπερασμόν, καὶ δὲν ἐβασίζετο πολὺ εἰς τὴν μεριδιάναν, ἥτις ἵστατο ἐκεῖ ὑψηλὰ ἀρχίσασα νὰ μαυρίζῃ ἐν μέρει ἀπὸ τὴν βροχὴν καὶ τὴν ὑγρασίαν, πολλῷ δὲ μᾶλλον ἀπὸ τὰς κηλῖδας τῶν βωλοκοπημάτων τῶν μαθητῶν, ὁμοία μ᾽ ἐκλογικὸν πρόγραμμα τὸ ὁποῖον ἐκόλλησαν ὑψηλὰ διὰ νὰ τὸ σώσουν ἀπὸ τὰ λασποβολήματα τῶν διαβατῶν.
Διὰ νὰ μὴ μᾶς μεμφθῶσι δὲ ὅτι κάμνομεν κατάχρησιν τῆς ἐλευθερίας τῶν παρομοιώσεων, θὰ προσθέσωμεν ὅτι ὀλιγώτερον τολμηρὸν θὰ ἦτο νὰ παραβάλῃ τις τὸ ἄτυχον ἐκεῖνο ἡλιακὸν ὡρολόγιον μὲ πρόσωπον ὑποψηφίου βουλευτοῦ, ὠχρὸν κ᾽ ἐλεεινὸν ἐκ τῆς ἀυπνίας ἢ ἐκ τοῦ φόβου τῆς ἀποτυχίας, ὑποψηφίου κολλημένου σύρριζα εἰς τὸν τοῖχον, στριμωμένου ὄπισθεν τοῦ ἀνοικτοῦ καλύμματος τοῦ κιβωτίου τῶν καλπῶν, ἐπαιτοῦντος ἐν συντριβῇ καρδίας τὰς ψήφους τῶν ἐκλογέων, μὲ ὀρθὴν ἢ λοξὴν τὴν ρῖνα καὶ μὲ χάσκον τὸ στόμα δεικνύοντος κατὰ τὸ Τραϊάνειον ἐπίγραμμα, τὰς ὥρας εἰς τοὺς πρὸ τῶν καλπῶν διαβαίνοντας, τοὺς ψηφοφόρους2.
Ἀλλ᾽ ἰδοὺ ἤγγιζεν ἤδη τὸ πέρας τῆς ἀγωνίας τῶν ὑποψηφίων, τῆς ἀνησυχίας τῶν κομματαρχῶν καὶ ψηφοθηρῶν καὶ τῆς ἐνοχλήσεως τόσου κόσμου, καὶ ὁ κὺρ Ἀνδρέας ὁ Ἀπίκος φιλανθρώπως λίαν ἀπῄτει νὰ προβῶσιν εἰς τὴν διαλογὴν μίαν ὥραν ἀρχύτερα.
Τὸ πρᾶγμα δὲν ἤρεσεν εἰς τὸν πρόεδρον τὸν γερο-Νιαουστέα, ὅστις ὀλίγην εὐχαρίστησιν εἶχεν αἰσθανθῆ ἐκ τῆς προεδρίας του καθ᾽ ὅλην τὴν ἡμέραν. Διότι δὲν ἦτο ἀληθῶς πρόεδρος εἰμὴ τῆς μειονοψηφίας τῆς ἐπιτροπῆς, ἤτοι τοῦ ἑλληνοδιδασκάλου κ. Μυροκλείδου. Ἡ πλειονοψηφία, ἀπειθής, ἀχαλίνωτος, τὸν ἀντέπραττεν, ἔκαμνε «τοῦ κεφαλιοῦ της», ὡς νὰ μὴν ἦτο αὐτὸς πρόεδρος.
― Δὲν εἶναι ἀκόμα ὥρα, κὺρ Ἀνδρέα, εἶπεν ὁ κ. Νιαουστεύς. Ἀπὸ τώρα νὰ κλείσουμε;
― Εἶναι ἑπτὰ καὶ πέντε, ἀντέλεξεν ὁ Ἀπίκος.
― Εἶναι ἑπτὰ παρὰ εἴκοσι, ἐπέμεινεν ὁ πρόεδρος.
― Κ᾽ ἐγὼ ἔχω ἑπτὰ παρὰ τρία, εἶπε τὸ ἄλλο μέλος τῆς ἐπιτροπῆς.
― Κ᾽ ἐγὼ ἑπτὰ παρὰ δέκα.
― Κ᾽ ἐγὼ ἔχω ἓξ καὶ δεκαοκτώ, εἶπεν ὁ ἑλληνοδιδάσκαλος.
― Εἶναι ἑπτὰ ἡ ὥρα, ἐπέμεινεν ὁ κὺρ Ἀνδρέας ὁ Ἀπίκος. Δὲν βλέπετε ποὺ ὁ ἥλιος ἐβασίλεψε! Εἰς τὰς ἑπτὰ γράφει καὶ τὸ πρόγραμμα.
― Γράφει εἰς τὰς ἑπτὰ καὶ εἴκοσι δύο λεπτά, εἶπεν ὁ ἑλληνοδιδάσκαλος.
―Ὣς ποὺ νὰ κλείσουμε τὲς κάλπες καὶ νὰ ὑπογράψουμε τὸ πρακτικό, θὰ πάῃ ἑφτάμιση.
―Ἐγὼ εἶμαι ὁ πρόεδρος, εἶπεν ἀγερώχως ὁ κ. Νιαουστεύς.
―Ἡμεῖς εἴμαστε ἡ πλειονοψηφία.
Ὁ κὺρ Ἀνδρέας ἔσπευδε, καὶ δὲν ἤθελε πολλὰ λόγια. Ἔστρεφεν ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν βλέμμα πρὸς τὴν θύραν, ὡς νὰ ἐπερίμενε δυσάρεστόν τι ἐκεῖθεν. Φαίνεται ὅτι ἡ ἀνακοίνωσις τοῦ Μανώλη τοῦ Πολύχρονου ἀπέβλεπε τοὺς πέντε ἐμπιστευμένους φίλους, τοὺς ὁποίους ὡδήγει ὅπως ψηφίσωσιν ὑπὲρ τοῦ ἀντιθέτου κόμματος ὁ κὺρ Μανουῆλος ὁ Στεριωμένος.
― Δὲν μὲ μέλει τόσο γιὰ τὴ διαλογὴ ἂν θ᾽ ἀργήσῃ, εἶπεν μὲ τόνον εἰλικρινείας ὁ κὺρ Ἀνδρέας ὁ Ἀπίκος· ἀρκεῖ νὰ κλείσουν οἱ κάλπες γιὰ νὰ ἡσυχάσουμε.
― Εἶναι καὶ ἄλλοι νὰ ψηφοφορήσουν, εἶπεν ὁ ἑλληνοδιδάσκαλος, ὅστις ἐνῷ τὸ πρωὶ ἐπεδείκνυεν ἀμεροληψίαν, ἕως τὴν ἑσπέραν εἶχε καταντήσει βαθμηδὸν νὰ φανατισθῇ ὑπὲρ τῶν Χαλασοχώρηδων.
― Δὲν εἶναι ἄλλοι, εἶπεν ὁ κὺρ Ἀνδρέας. Ἀλλὰ καὶ ἂν εἶναι, ὁ κύριος πρόεδρος ἂς κάμῃ τὸ χρέος του, καὶ ἂς διατάξῃ τὸν τελάλη νὰ φωνάξῃ τρεῖς φορές, πρὶν κλείσωμε τὶς κασσέλες. Ὁρίστε, κύριε πρόεδρε. Ἀλλοιῶς, θὰ διατάξῃ ἡ πλειονοψηφία.
― Θὰ διατάξετε τὸν πρόεδρον;
― Θὰ διατάξουμε τὸν τελάλη…
― Καὶ ποῦ ἠκούσθη αὐτὸ νὰ προστάττῃ ἡ πλειονοψηφία τὸν πρόεδρον; ἤρχισε ν᾽ ἀπαγγέλλῃ ἐν εἴδει λογυδρίου ὁ ἑλληνοδιδάσκαλος. Σφετερίζεσθε ἀλλότρια δικαιώματα. Φατριάζετε. Δὲν σέβεσθε τοὺς γεροντοτέρους σας. Ὁ κύριος πρόεδρος… ὁ κύριος πρόεδρος, κύριοι, εἶναι…
― Κήρυξ! ἐφώναξε πρὸς τὴν θύραν στραφεὶς ὁ κὺρ Ἀνδρέας ὁ Ἀπίκος, βλέπων ὅτι ἡ ὥρα παρήρχετο.
Ὁ κήρυξ, ὅστις ἀνῆκε, φαίνεται, εἰς τὶς Ἀνδρογυνοχωρίστρες, μυρισθεὶς ὅτι κάτι τὸν ἤθελαν, εἶχε πλησιάσει εἰς τὴν θύραν.
― Κήρυξ! ἐπανέλαβεν ὁ κὺρ Ἀνδρέας, φώναξε δυνατὰ τρεῖς φορές, ὅποιος εἶναι γιὰ νὰ ψηφοφορήσῃ, νὰ ᾽ρθῇ, γιατὶ θὰ κλείσουμε τὶς κάλπες.
Ὁ κήρυξ ἐπανέλαβε διὰ τὸν τύπον τρίς, χῦμα καὶ μὲ νυστασμένην φωνήν· «Ὅποιος δὲν ἐψηφοφόρησε, νὰ τρέξῃ ἀμέσως, γιατὶ θὰ κλείσουν οἱ κάλπες…».
Συγχρόνως τὰ τρία μέλη τῆς πλειονοψηφίας, χωρὶς νὰ περιμένωσιν ὅπως παρέλθωσιν ὀλίγα λεπτά, ἄνευ τῶν ὁποίων οὐδεμίαν εἶχεν ἔννοιαν ἡ κλῆσις τοῦ κήρυκος, προέβησαν ἐν σπουδῇ, παρὰ τὰς διαμαρτυρίας τοῦ προέδρου καὶ τοῦ ἑλληνοδιδασκάλου, εἰς τὸ κλείσιμον τῶν δύο κιβωτίων.
― Κήρυξ! ἔκραξεν ὁ κὺρ Ἀνδρέας· φώναξε ὅτι ἡ ψηφοφορία ἐτελείωσε καὶ ὅτι ἀρχίζει ἡ διαλογή.
Ὁ κήρυξ ἤνοιξε τὸ στόμα, ὅπως ἐκτελέσῃ τὴν διαταγὴν ταύτην, ὅταν εἰς τὴν θύραν τοῦ σχολείου ἐφάνη ὁ κὺρ Μανουῆλος ὁ Στεριωμένος, ἀκολουθούμενος ὑπὸ τῶν πέντε ἀχωρίστων φίλων, τῶν περὶ τὸν Κουσερὴν καὶ Ἀπίκρατον.
― Πῶς! ἀρχίζει ἡ διαλογή;… ἐψέλλισε μὲ ἠλλοιωμένον τὸ πρόσωπον ὁ κὺρ Μανουῆλος ὁ Στεριωμένος.
― Φώναξε! ὑπέγρυξεν πρὸς τὸν κήρυκα ὁ κὺρ Ἀνδρέας, εὐθὺς ὡς εἶδε τὰ νέα ἐμφανισθέντα πρόσωπα.
Ὁ κήρυξ ἐφώνησεν: «Ἡ ψηφοφορία ἐτελείωσε, κύριοι! ἄρχεται ἡ διαλογή…».
Ἐν τῷ μεταξὺ ἐστάλη ἔγγραφον πρὸς τὸν Εἰρηνοδίκην, ἀντιπρόσωπον τοῦ Ἐπάρχου, ὅπως εὐαρεστηθῇ νὰ προσέλθῃ, διὰ νὰ πρωτοστατήσῃ εἰς τὴν διαλογήν.
Ὁ πρόεδρος καὶ ὁ ἑλληνοδιδάσκαλος, ἑκόντες ἄκοντες, ὑπέγραψαν τὸ ἔγγραφον τοῦτο, ὡς καὶ τὸ πρακτικὸν τῆς λήξεως τῆς ψηφοφορίας.
* * *
Ὁ κὺρ Μανουῆλος ὁ Στεριωμένος διεμαρτύρετο ἀπὸ τῆς θύρας κ᾽ ἔστελλεν ἀπειλητικὰ βλέμματα πρὸς τὸν Ἀπίκον. Ὁ κὺρ Ἀνδρέας τοῦ ἀπήντα διὰ περιφρονητικοῦ μειδιάματος.
― Τώρα; εἶπεν ὁ μπαρμπα-Γιώργης ὁ Ἀπίκρατος.
― Τώρα… δὲν θὰ ψηφοφορήσετε πλέον… ἀργήσατε πολὺ νὰ τὸ ἀποφασίσετε… ποιὸς σᾶς φταίει… καὶ σᾶς παρακαλῶ πολὺ νὰ μοῦ δώσετε πίσω κεῖνα ποὺ σᾶς ἔδωσα… ἐτραύλισεν ὁ κὺρ Μανουῆλος ὁ Στεριωμένος.
― Καὶ τί φταῖμε ἡμεῖς… τὰ δοσμένα εἶναι καλῶς δοσμένα… ὑπέλαβεν ὁ Γιαννιὸς ὁ Κάβουρας.
― Καὶ ὅ,τι πάρουμε, δὲν τὰ ξαναδίνουμε πίσω, προσέθηκεν ὁ Δημήτρης ὁ Ζάβαλος.
― Καὶ δὲ μοῦ δώσατε κ᾽ ἐκεῖνα-δὰ τὰ τσαρούχια, ποὺ μοῦ ᾽πατε… παρετήρησεν ὁ Κώστας ὁ Ἄγγουρος.
― Κοίταξε, μπαρμπα-Γιώργη, πράγκα* τὸ χέρι σου! μὴ σὲ καταφέρῃ καὶ τοῦ τὰ δώσῃς πίσω, εἶπεν ὁ Κάβουρας, περισφίγγων ἐγγύθεν τὸν Ἀπίκρατον, φόβῳ μὴ οὗτος ἐξ εὐσυνειδησίας ἐπιστρέψῃ τὸν γνωστὸν φάκελον ὀπίσω.
Ὁ γερο-Κουσερὴς εἶχε πέσει εἰς σκέψεις καὶ ἠρέμα ἀνένευε διὰ τῆς κεφαλῆς. Ἐφαίνετο τῆς γνώμης ὅτι ἔπρεπε νὰ ἐπιστραφῇ ὁ φάκελος.
* * *
Ὅταν ἦλθεν ὁ ἀντιπρόσωπος τῆς διοικητικῆς ἀρχῆς καὶ ἤρχισεν ἡ διαλογή, ἠκούετο ἀκόμη ἡ λογομαχία τῶν ἓξ ἀνθρώπων ἔξωθεν τοῦ σχολείου. Ὕστερον ἐγνώσθη ὅτι ἐξευρέθη μέσος ὅρος κ᾽ ἐπῆλθε συμβιβασμός, τὸν ὁποῖον διὰ τὸ ἀσκανδάλιστον ἠναγκάσθη νὰ παραδεχθῇ ὁ κὺρ Μανουῆλος ὁ Στεριωμένος.
Ἐξήχθη τὸ ἀποτέλεσμα τῆς πρώτης κάλπης. Ψηφοφορησάντων 498 (ὁ κατάλογος εἶχε διπλασίους, ἀλλ᾽ οἱ ἡμίσεις τῶν ἐκλογέων ἦσαν ἐν διαρκεῖ ἀποδημίᾳ), ὁ Ἀβαρίδης Δημήτριος ἔλαβεν εἰς τὸ ναὶ ψήφους 289 καὶ εἰς τὸ ὄχι 209.
Δεύτερον ἐξήχθη τὸ ἀποτέλεσμα τῆς κάλπης τοῦ Ἀλικιάδου Παναγιώτου (συγγραφεύς, ὅστις ἐστοχάσθη νὰ γράψῃ ἠθογραφικὴν μελέτην ἐπὶ ἐκλογικοῦ θέματος, ὀφείλει νὰ εἶναι ὁ αὐτὸς καὶ ὑποψήφιος καὶ κομματάρχης καὶ ψηφοφόρος καὶ διαλογεὺς καὶ κήρυξ τοῦ ἐξαγομένου τῆς ψηφοφορίας), ὅστις ἔλαβεν εἰς τὸ ναὶ ψήφους 263 καὶ εἰς τὸ ὄχι ψήφους 237, εὑρεθέντων καὶ δύο πλεοναζόντων σφαιριδίων, τὰ ὁποῖα ἀφῃρέθησαν ἐκ τοῦ ναί, ἐν ᾧ κατελογίσθησαν ψῆφοι 261.
Τρίτη ἠνοίχθη ἡ κάλπη τοῦ Γεροντιάδου Κωνσταντίνου, λαβόντος εἰς τὸ ναὶ ψήφους 317 καὶ εἰς τὸ ὄχι ψήφους 182, εὑρέθη δὲ καὶ ἓν πλεονάζον σφαιρίδιον, ἀφαιρεθὲν ἐκ τοῦ ναί (= 316).
Τέταρτον ἀποτέλεσμα ἐγνώσθη τὸ τῆς κάλπης τοῦ Καψιμαΐδου Θεοδώρου, λαβόντος ψήφους 243 εἰς τὸ ναὶ καὶ 245 εἰς τὸ ὄχι.
Πέμπτη τέλος ἠνοίχθη ἡ κάλπη τοῦ Χαρτουλαρίου Ἰωάννου, τιμηθέντος διὰ ψήφων 154 εἰς τὸ ναὶ καὶ 344 εἰς τὸ ὄχι.
* * *
Τὴν ἀγγελίαν ἑνὸς ἑκάστου τῶν ἀποτελεσμάτων ὑπεδέχετο ἔξω ὁ λαὸς δι᾽ ἐπευφημιῶν, δι᾽ ἀλαλαγμῶν καὶ καγχασμῶν εὐθυμοτάτων. Τὴν αὐτὴν στιγμὴν ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας ἔσπευσε νὰ τηλεγραφήσῃ εἰς τὸν Γιαννάκον τὸν Χαρτουλάριον πολλὰ συγχαρητήρια καὶ πολλὰ ἐγκώμια διὰ τὸν ἑαυτόν του, λόγῳ ὅτι, καίτοι μόνος ὑπηρετῶν αὐτόν, πρώτην φορὰν ἐκτεθέντα ὡς ὑποψήφιον, καίτοι πολεμούμενος λυσσωδῶς ἀπὸ δύο ἰσχυρότατα κόμματα, κατώρθωσεν οὐχ ἧττον νὰ τοῦ δώσῃ τόσας ψήφους.
Μετ᾽ ὀλίγας ὥρας ἦλθε τηλεγραφικῶς τὸ γενικὸν τῆς ἐπαρχίας ἀποτέλεσμα, καὶ πολλοὶ τενεκέδες ἐβρόντησαν ὡς σύνηθες εἰς βάρος τῶν ἀποτυχόντων, Καψιμαΐδου, Ἀβαρίδου καὶ Χαρτουλαρίου. Ἐξελέχθησαν δὲ εὐτυχῶς βουλευταὶ τῆς ἐπαρχίας ὁ κ. Γεροντιάδης, διὰ ψήφων 1239, καὶ ὁ κ. Ἀλικιάδης, διὰ ψήφων 1158, ἀπέναντι 1644 ψηφοφορησάντων εἰς τοὺς τέσσαρας δήμους.
Καὶ οὕτω διπλοῦν ἐπῆλθε κέρδος. Πρῶτον, ἡσύχασε πρὸς καιρὸν ὁ κόσμος, καὶ δεύτερον, δὲν ἐκλείσθη τὸ στάδιον τῶν δύο προμνημονευθέντων πολιτευτῶν, οἵτινες ἔμελλον νὰ συνεχίσωσιν ἐπὶ μίαν εἰσέτι περίοδον τὰς διακεκριμένας ὑπηρεσίας των, ὁ εἷς διὰ τὰ γενικὰ τοῦ ἔθνους συμφέροντα, ὁ ἕτερος διὰ τὰ δημόσια ἔργα τῆς ἐπαρχίας.
(1892)
1. Ρουβάδα (τὸ ἐπίθετον ρουβός, ρουβούλιακας, ρουβοκαμωμένος, ρουβοστασ᾽νός, ρουβούνιακας· τὸ ρῆμα ρουβοφέρνω) καλεῖται παρ᾽ ἡμῖν ἡ παρὰ τοῖς Ψαριανοῖς καὶ ἄλλοις λεγομένη ἀκακιά, ἡ ἐλαφροτέρα δηλαδὴ καὶ ἀβλαβεστέρα μορφὴ τῆς βλακείας, οἱονεὶ ἀγροικία τις μετὰ χάριτος καὶ σκαιότης μετ᾽ ἀφελείας. Ἐμυθολογοῦντο δὲ οἱ κάτοικοι τῆς μιᾶς τῶν νήσων, ὡς ἔχοντες πλείονα τῶν ἄλλων νησιωτῶν ρουβάδαν.
2. Τὸ ἐπίγραμμα τοῦτο ἀποδίδεται εἰς τὸν αὐτοκράτορα Τραϊανόν·
Ἀντίον ἠελίου στήσας ῥίνα καὶ στόμα χάσκων,
δείξεις τὰς ὥρας πᾶσι παρερχομένοις.
Πηγή: papadiamantis.org – ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ, ΑΠΑΝΤΑ, ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ, Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ, ΑΘΗΝΑ 1982, Σελ. 401-462.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου