Το νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις προσβάλλει βάναυσα τον ίδιο τον πυρήνα του συνταγματικού δικαιώματος του άρθρου 11 του Συντάγματος για την ελευθερία του συνέρχεσθαι.
Επί της ουσίας το Σχέδιο Νόμου δίνει στις αστυνομικές αρχές το δικαίωμα διάλυσης της υπαίθριας συνάθροισης, που βρίσκεται σε εξέλιξη, εάν πραγματοποιείται χωρίς να έχει γίνει γνωστοποίηση.
Το εντυπωσιακό είναι ότι την ίδια ακριβώς υποχρέωση γνωστοποίησης επιχειρείτε να θεσμοποιήσετε και για τις αυθόρμητες συγκεντρώσεις – συναθροίσεις, δηλαδή αυτές που προκύπτουν ως άμεση απάντηση σε κάποιο επίκαιρο γεγονός και λαμβάνουν χώρα μέσα σε διάστημα μικρότερο των 48 ωρών απ’ αυτό, μολονότι άριστα γνωρίζετε ότι οι αυθόρμητες συναθροίσεις απολαμβάνουν της ίδιας συνταγματικής προστασίας, εφόσον το άρθρο 11 του Συντάγματος δεν διακρίνει σχετικά, και συνεπώς η απαγόρευσή τους δεν είναι συνταγματικά επιτρεπτή.
Στο πλαίσιο αυτό, θεωρώντας προφανώς η κυβέρνηση ότι κάθε δημόσια συνάθροιση κατά τεκμήριο συνεπάγεται κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια και διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής, θέτει υπό απαγόρευση κάθε αυθόρμητη δημόσια υπαίθρια συνάθροιση.
Περαιτέρω, δε, η ρύθμιση που προβλέπει την ύπαρξη «οργανωτή πορείας» χρησιμοποιούμενου ως «δίαυλο επικοινωνίας» με τις αστυνομικές αρχές, μόνο ως προσιδιάζουσα σε ολοκληρωτικά καθεστώτα θα μπορούσε να θεωρηθεί, αφού θέτει στο στόχαστρο αυθόρμητες λαϊκές κινητοποιήσεις μη καθοδηγούμενες απαραίτητα από πολιτικά κόμματα ή από συλλογικούς φορείς.
Και ενώ με τα επιχειρούμενα μέτρα του νομοσχεδίου αποκαλύπτεται η πρόθεση της κυβέρνησης να δημιουργήσει τεκμήριο για την απαγόρευση κάθε δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης, ακόμα και αν αυτή πραγματοποιείται απολύτως ειρηνικά, την ίδια στιγμή προλειαίνεται το έδαφος για την ακώλυτη άσκηση του δικαιώματος συνάθροισης σε ό, τι αφορά ακροδεξιές – νεοναζιστικές οργανώσεις με παράλληλη απαγόρευση στην ελευθερία έκφρασης και ελευθερία συνέρχεσθαι των αντιφρονούντων, αφού με το νομοσχέδιο προβλέπεται η απαγόρευση κάθε αντισυγκέντρωσης.
Τέλος, με την αναγόρευση της αστυνομίας σε πληρεξούσιο κριτή των διαδηλώσεων, η κυβέρνηση έρχεται σε μετωπική σύγκρουση με τις θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές και κυρίως με τη διάταξη του άρθρου 11 του Συντάγματος κατά το βαθμό που αυτό προβλέπει επιφύλαξη αποκλειστικά και μόνο υπέρ του νομοθέτη και όχι υπέρ της αστυνομικής αρχής για την εισαγωγή περιορισμών στην άσκηση του δικαιώματος.
Οι διατάξεις του νομοσχεδίου της κυβέρνησης είναι ξεκάθαρα αντισυνταγματικές και αποτελούν κακέκτυπο του χουντικού ν.δ. 794/1971 κατά το βαθμό που εισάγουν καθεστώς άδειας, αναγγελίας και προληπτικού ελέγχου στην άσκηση του δικαιώματος στη συνάθροιση από τις αστυνομικές αρχές, καθεστώς που προσομοιάζει μόνο σε ολοκληρωτικά καθεστώτα ή σε ανώμαλες περιόδους πολιτικής κρίσης.
Υπενθυμίζουμε στην κυβέρνηση, στα νομικά και πολιτικά της επιτελεία ότι η ελευθερία του συνέρχεσθαι μαζί με την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι αποτελεί το αρχαιότερο δικαίωμα συλλογικής δράσης στο ελληνικό συνταγματικό δίκαιο, κεκτημένο των δημοκρατικών και κοινωνικών αγώνων της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.
Υπενθυμίζουμε ακόμα ότι ως ατομικό δικαίωμα θεμελιώνει αγώγιμη αξίωση για αποχή της κρατικής εξουσίας από κάθε απόπειρα παρεμπόδισης της συλλογικής δράσης των φορέων του.
Η άσκηση του δικαιώματος συνάθροισης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη δημόσια συμμετοχή στις διαδικασίες σχηματισμού πολιτικής βούλησης της εξουσίας και συλλογικής έκφρασης και άσκησης επιρροής στη λήψη των αποφάσεων. Όπως ορθά επισημαίνεται με το άρθρο 11 παρ. 1 Σ καθιερώνεται όχι απλώς και μόνο ένα ατομικό δικαίωμα, αλλά πολύ περισσότερο μια αντικειμενική αρχή της έννομης τάξης.
Είναι καταδικαστέο το σκεπτικό της κυβέρνησης με το οποίο εξ ορισμού κάθε συνάθροιση συνεπάγεται εξ αντικειμένου κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια και διατάραξη της ομαλής κοινωνικής και οικονομικής ζωής.
Είναι όνειδος για την ελληνική δημοκρατία η απόπειρα επαναφοράς ιδιώνυμων αδικημάτων για πολίτες που ειρηνικά συμμετέχουν σε δημόσιες συναθροίσεις, ιδίως αυθόρμητες, μόνο και μόνο με την αιτιολογία
ότι αυτές δεν έλαβαν χώρα κατόπιν προηγούμενης γνωστοποίησης και μάλιστα από "οργανωτές” διαύλους των διαδηλωτών με την αστυνομία.Προκαλεί αλγεινή εντύπωση ότι η κυβέρνηση σε αυτό το σημείο ξεπερνά ακόμα και το χουντικό ν.δ. 794/1971 που αντέγραψε, στο οποίο δεν προβλεπόταν η δίωξη των ειρηνικώς συμμετεχόντων σε δημόσιες συναθροίσεις.
Πολύ περισσότερο, θεωρείται πρόκληση για το κοινό περί δικαίου αίσθημα την καταγραφή στην αιτιολογική έκθεση του συγκεκριμένου νομοσχεδίου ότι δήθεν αυτό έρχεται να καλύψει «ένα αναμφίβολα υπαρκτό κενό στην προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου», τη στιγμή που οι διατάξεις του συνεπάγονται την ίδια την ποινικοποίηση κάθε μορφής συλλογικής δράσης.
Στην πραγματικότητα, οι ρυθμίσεις του νομοσχεδίου έρχονται να θέσουν στο «γύψο» κάθε μορφή αγωνιστικής διεκδίκησης και συλλογικής δράσης εκ μέρους του λαού και των εργαζομένων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου