Ο Εισαγγελέας είναι δικαστικός λειτουργός (μόνιμος) που ασκεί εν ονόματι του κράτους την κατηγορία, εκπροσωπώντας την πολιτεία ενώπιον του δικαστηρίου, κατά τη διεξαγωγή της δίκης.
Ο Εισαγγελέας δεν πρέπει να συγχέεται με το
δημόσιο κατήγορο, ο οποίος εκπροσωπεί την πολιτεία στα κατώτερα ποινικά δικαστήρια (πταισματοδικεία) και είναι συνήθως αξιωματικός της Αστυνομίας.
Ο Εισαγγελέας απολαύει κατά το Σύνταγμα λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας. Όμως σε αντίθεση με τους δικαστές οι Εισαγγελείς υποχρεούνται να υπακούουν στις νόμιμες εντολές των ανωτέρων τους Εισαγγελέων. Έτσι μπορεί π.χ. ο Εισαγγελέας Εφετών να παραγγείλει στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών να ασκήσει κατά κάποιου ποινική δίωξη,όχι όμως και το αντίθετο,αλλά δεν επιτρέπεται να επηρεάσει την κρίση του κατα την εκδίκαση μίας υπόθεσης ενώπιον του ακροατηρίου,ακριβώς όπως και στους δικαστές. Τυχόν απόπειρα επηρεασμού αποτελεί βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα. Κανένας ανώτερος στην βαθμίδα εισαγγελέας δεν νομιμοποιείται να δώσει παραγγελία στον υφιστάμενό του να παραλείψει νόμιμες υπηρεσιακές ενέργειες,σύμφωνες με τις δικονομικές διατάξεις και το Σύνταγμα,συμπεριλαμβανομένου και του εισαγγελέα του Α.Π.
Ο Εισαγγελέας προΐσταται των διωκτικών Αρχών (Αστυνομίας, Λιμενικού, Τελωνείου κλπ) στα πλαίσια της δίωξης αδικημάτων. Εποπτεύει τους δικαστικούς υπαλλήλους και βεβαιώνει τυχόν πειθαρχικά τους παραπτώματα και ασκεί την ποινική δίωξη είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατ’ έγκληση (κατόπιν μηνύσεως). Αν κάποιος έχει έννομο συμφέρον να προβούν οι διωκτικές αρχές σε κάποια πράξη, μπορεί να ζητήσει από τον Εισαγγελέα (συνήθως τον Εισαγγελέα υπηρεσίας) να εκδώσει εισαγγελική παραγγελία προς τις αρχές, που θα τις υποχρεώνει να προβούν σε ορισμένη πράξη. Ο εισαγγελέας διευθύνει την προανάκριση για κάθε αξιόποινη πράξη και έχει την εποπτεία της. Όταν διενεργείται αστυνομική προανάκριση, δηλαδή έχουν προστρέξει οι διωκτικές αρχές, ο παριστάμενος προανακριτικός υπάλληλος έχει την υποχρέωση να ενημερώσει ευθύς αμέσως τον αρμόδιο εισαγγελέα, που έχει το δικαίωμα να επιληφθεί προσωπικά της διεξαγωγής. Επίσης έχει το δικαίωμα να διενεργεί ο ίδιος κάθε προανακριτική πράξη, όπως λ.χ.τη λήψη μαρτυρικών καταθέσεων, τη διενέργεια αυτοψίας, τη σύνταξη εγγράφων ( έκθεση βεβαίωσης πλημμελήματος, έκθεση κατάσχεσης ) κλπ. Σύμφωνα με τη νομολογία ο εισαγγελέας, κατα την δίωξη του εγκλήματος (να μην συγχέεται με την άσκηση ποινικής δίωξης ) έχει το προβάδισμα έναντι κάθε άλλης αρχής.Στην περίπτωση κακουργήματος, μετά την άσκηση ποινικής δίωξης επακολουθεί η κύρια ή τακτική ανάκριση εκ μέρους του ανακριτή ( δικαστής πρωτοδίκης ).
Σύμφωνα με την υφιστάμενη νομοθεσία καμία απόφαση ποινικού δικαστηρίου που λαμβάνεται σε δημόσια συνεδρίαση ή συμβούλιο μπορεί να είναι έγκυρη αν προηγουμένως δεν έχει εκφέρει γνώμη ο Εισαγγελέας. Ο Εισαγγελέας μπορεί να ασκεί έφεση και αναίρεση κατά αποφάσεων ποινικών δικαστηρίων. Είναι ο μόνος που μπορεί να ασκεί ένδικα μέσα κατά αθωωτικών αποφάσεων (αλλιώς επί βουλευμάτων, όπου μπορεί να ασκεί ένδικα μέσα και ο πολιτικώς ενάγων, δηλ. το θύμα).
Ο Εισαγγελέας πρωταρχικό σκοπό έχει τη διαλεύκανση της υπόθεσης και όχι την καταδίκη του κατηγορουμένου. Μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης, σε αντίθεση με άλλα δίκαια, στην Ελλάδα δεν μπορεί να την ανακαλέσει, αν στην πορεία αποδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος δεν τέλεσε την πράξη για την οποία κατηγορείται. Απαλλαγή του κατηγορουμένου θα γίνει τότε είτε από Δικαστικό Συμβούλιο κατά την προδικασία, αφού προηγηθεί σχετική πρόταση του εισαγγελέα, είτε στο ακροατήριο. Γι’ αυτό και αν κατά τη διάρκεια της δίκης πειστεί ο Εισαγγελέας ότι ο κατηγορούμενος είναι αθώος, οφείλει να ζητήσει από το Δικαστήριο την αθώωσή του.
Ο Εισαγγελέας έχει περιορισμένες αρμοδιότητες και στα πολιτικά δικαστήρια, στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (αναγνώριση σωματείου, δικαστική συμπαράσταση, κήρυξη σε αφάνεια, άρνηση υποθηκοφύλακα να μεταγράψει συμβόλαιο κλπ.). Σε αυτές τις υποθέσεις εκπροσωπεί τα συμφέροντα της πολιτείας και μπορεί να ασκεί έφεση κατά δικαστικών αποφάσεων, αν θεωρεί ότι δεν εφαρμόστηκε σωστά ο νόμος.
Στον Άρειο Πάγο ο Εισαγγελέας του Αρειου Πάγου έχει πολύ ευρείες αρμοδιότητες στις αστικές υποθέσεις, καθώς έχει δικαίωμα ο ίδιος ή διά των Αντιεισαγγελέων του Αρείου Πάγου να εισηγείται την άποψή του σε κάθε υπόθεση, αστική ή ποινική.
Εισαγγελέας γίνεται κανείς αφού έχει σπουδάσει νομικά και αφού εισαχθεί με εξετάσεις στην Εθνική Σχολή Δικαστών. Μετά από φοίτηση 18 μηνών αποφοιτά ως εισαγγελικός πάρεδρος.
http://el.wikipedia.org/wiki/Εισαγγελέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου