Τίποτα δεν χαρίστηκε.
- Το δικαίωμα του ανθρώπου να δουλεύει για να ζει και όχι να ζει για να δουλεύει.
- Το 8ωρο και το δικαίωμα στην ξεκούραση και στον ελεύθερο χρόνο.
- Το δικαίωμα για μόνιμη, σταθερή, δημιουργική και αξιοπρεπώς αμειβόμενη εργασία.
- Οι Συλλογικές Συμβάσεις, το δικαίωμα της κοινωνικής ασφάλισης, η άδεια, η συνδικαλιστική ελευθερία στους χώρους δουλειάς.
Είναι ποτισμένο με αμέτρητο μόχθο, ιδρώτα και αίμα.
Τίποτα δεν θα επιστραφεί από μόνο του.
Ο,τι κερδήθηκε κι ό,τι χάθηκε, ό,τι κλάπηκε κι ό,τι «επιστραφεί», θα έχει πάνω του την ίδια σφραγίδα: Τη σφραγίδα της θυσίας, της αγωνίας, της ενότητας των εκατομμυρίων εργαζομένων.
Τίποτα απ΄ όλα όσα έμειναν ανεκπλήρωτα και που σήμερα οι «δουλοκτήτες» τα παρουσιάζουν σαν «αδύνατα», δεν θα χαριστεί. Θα είναι ο καρπός μιας αδιάκοπης σποράς αγώνων. Των αγώνων ώστε το νόμιμο και το ηθικό να συμπορευτεί με το δίκιο του εργάτη. Αυτή είναι η μόνη προοπτική που πάνω της μπορεί να φυτρώσει η ελπίδα για τον λαό – εργάτη.
Αν ο λαός παραιτηθεί από αυτή την προοπτική, τότε από την εξέγερση του Σικάγου, από τη ματωμένη Κυριακή του 1905 στη Ρωσία, από τον Μάη του ’36 και τον «Επιτάφιο» του Ρίτσου, από τον τοίχο της Καισαριανής την Πρωτομαγιά του ’44, θα έχουν απομείνει μόνο οι αγχόνες των εκμεταλλευτών.
Η Πρωτομαγιά δεν είναι απλώς ημέρα μνήμης. Είναι ημέρα υπόμνησης των δυο δρόμων: Ο ένας (σσ: «μονόδρομο» τον αποκαλούν οι μηχανοδηγοί του «οδοστρωτήρα») είναι ο δρόμος εκείνων που γυρίζουν τη ζωή του λαού δύο αιώνες πίσω. Εκείνων που αποφάσισαν να μετατρέψουν την Ελλάδα σε εργαστήριο αγριανθρωπισμού για την εφαρμογή της πιο στυγνής πολιτικής που προσθέτει βάρη, πολλαπλασιάζει τα βάσανα, αφαιρεί δικαιώματα, διαιρεί την κοινωνία.
Ο άλλος δρόμος – λένε οι μηχανοδηγοί του «οδοστρωτήρα» – «δεν υπάρχει». «Δεν είναι ρεαλιστικός». «Είναι δύσκολος». Κι όμως! Ο άλλος δρόμος, η άλλη πορεία, είναι μια πορεία απείρως «ευκολότερη» και – από άποψη αποτελεσμάτων – πρόδηλα ρεαλιστικότερη, σε αντίθεση με τον αδιέξοδο δρόμο των ανυπολόγιστων, μάταιων και αβάσταχτων θυσιών στις οποίες εξαναγκάζεται ο λαός για να βγαίνουν κερδισμένοι οι δυνάστες του. Είτε όταν υπάρχει «ανάπτυξη», είτε όταν έρχεται έρχεται η κρίση.
Η Πρωτομαγιά είναι ένας άσβεστος φάρος που φωτίζει τη δυνατότητα, όπως την κατέγραψε ο ποιητής: Η Γη να γίνει κόκκινη από ζωή κι όχι από θάνατο.
Η δυνατότητα αυτή περιγράφεται στα λόγια του Αύγουστου Σπάις.
Ήταν τα λόγια με τα οποία ο Σπάις, ένας από τους ηγέτες της εξέγερσης του Σικάγου το Μάη του 1886, απευθύνθηκε στους δικαστές την ώρα που εκείνοι τον έστελναν μαζί με τους συντρόφους του στην αγχόνη:
«Κύριοι δικαστές, αν σκέπτεστε σοβαρά ότι με τις κρεμάλες μπορείτε να σταματήσετε το κίνημα, που εξωθεί εκατομμύρια γονατισμένων από την καταπίεση εργατών προς την εξέγερση, είστε, μα την αλήθεια, «πτωχοί τω πνεύματι». Σε παρόμοια περίπτωση θα μας κρεμάσετε με το δίκιο σας. Έπειτα, αυτό είναι το καλύτερο που έχετε να κάμετε.
Κρεμάστε μας! Μα να περιμένετε το τέλος. Εάν δεν το βλέπετε, εγώ σας το αναγγέλλω. Γύρω σας, κάτω σας, δίπλα σας, πάνω σας, από όλες τις μεριές σας, θεριεύει μια φωτιά. Το έδαφος σαλεύει κάτω από τα πόδια σας. Βαδίζετε, κυριολεκτικά, επάνω σε μια υπόγεια φωτιά. Θέλετε να την αγνοείτε; Δε θα την αποφύγετε. Θέλετε να απαλλαγείτε, άπαξ διά παντός, από όλους τους «συνωμότες»; Απαλλαγείτε πρώτα από τα αφεντικά της βιομηχανίας, οι οποίοι δημιούργησαν την ανήθικη περιουσία τους από το κλεμμένο αντίτιμο της εργασίας που δεν πληρώθηκε. Είναι αυτό που εσείς αποκαλείτε «αύξηση του εθνικού πλούτου»!
«Εθνικού»! Τι ειρωνεία! Τη χαρά μερικών προνομιούχων του έθνους να λέτε.
Κάνετε κάτι καλύτερο. Καταργήστε τα τρένα, τον τηλέγραφο, τα τηλέφωνα, τα βαπόρια, τον εαυτό σας! Καταργήστε πρώτα από όλα εσάς τους ίδιους! Γιατί; Γιατί εσείς, με τη συμπεριφορά σας, είστε οι πρώτοι πράκτορες της επανάστασης.
Καταργήστε την αρπαγή και τη λεηλασία, Κύριοί μου. Αλλά, αυτή είναι η δουλειά σας. Είναι η ανήθικη αποστολή μιας εκατοντάδας ανθρώπων, οι οποίοι προτιμούν ν’ απολαμβάνουν το παν, χωρίς να κάμνουν τίποτε. Από αυτήν ακριβώς την τάξη πάμε να απαλλαγούμε.
Κοιτάξτε το οικονομικό πεδίο της μάχης. Οι εργάτες έχουν πετσοκοφτεί και εσείς, ω Χριστιανοί μου και καλοί μου και ευγενικοί αστοί, εσείς είστε οι κοινωνικοί γύπες, που τρώνε τη σάρκα των πτωμάτων. Θέλετε να κάνουμε έναν περίπατο στα στενά δρομάκια της πολιτείας αυτής, εκεί όπου περνάνε τις μέρες τους οι αληθινοί δημιουργοί του πλούτου;
Πάμε μαζί στα ανθρακωρυχεία του Χόκιγκ – Βάλεϊ; Δε θα βρούμε ανθρώπους, θα βρούμε κινούμενα πτώματα που άρχισαν να αποσυντίθενται.
Η γενική κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής καθίσταται αναπόφευκτη αναγκαιότητα. Αρχίζει η εποχή του σοσιαλισμού και της παγκόσμιας συνεργασίας. Οι κατέχουσες τάξεις θα απαλλοτριωθούν. Εκείνοι που λένε «τούτο είναι δικό μου», θα τα δούνε όλα κοινά. Αυτό δε θα γίνει για σκοπούς σπεκουλάντικους, θα γίνει για το καλό όλων. Τούτο εδώ δεν είναι όραμα αιθέριο καθώς νομίζετε. Είναι αναγκαιότητα. Είδαμε στην ιστορία πώς ό,τι ήταν ανάγκη να γίνει, έγινε. Αυτό είναι η λογική της ζωής…
Όποιος λέει ιδιωτική βιομηχανία, λέει αναρχούμενη βιομηχανία. Μετρημένα άτομα χρησιμοποιούν προς όφελός τους τις εφευρέσεις. Ο κόσμος είναι για τους λίγους. Δεξιά και αριστερά πέφτουν οι όμοιοί τους, θύματα του πλούτου και της καλοζωίας τους. Λίγο τους ενδιαφέρει. Με τις μηχανές τους μετατρέπουν το ανθρώπινο αίμα σε βώλους χρυσαφιού.
Την ίδια την υγεία των ανήλικων. Με την πολλή εργασία, δολοφονούν τα γυναικόπαιδα. Με την ανεργία σκοτώνουν. Και αυτοί οι άνθρωποι σου λέγονται Χριστιανοί! Γνήσιοι Χριστιανοί!
Εμείς παραβήκαμε τους νόμους σας, για να δείξουμε στο λαό σε τι αποβλέπουν όλοι σας οι θεσμοί: στο να εγκαθιδρύσουν, στη χώρα αυτή, μία ολιγαρχία, όμοια της οποίας σε κτηνωδία, δεν υπάρχει πουθενά στη Γη!
Αν πιστεύετε ότι με το να μας κρεμάσετε θα εξουδετερώσετε το κίνημα των εργαζομένων, το κίνημα από το οποίο εκατομμύρια ανθρώπινα πλάσματα που σέρνονται στη φτώχεια και στη μιζέρια, περιμένουν τη λύτρωσή τους -αν αυτή είναι η γνώμη σας- τότε κρεμάστε μας!
Εδώ θα ποδοπατήσετε μία μικρή σπίθα, εκεί όμως και πιο πέρα και απέναντι και γύρω μας παντού, θα ξεπεταχτούν οι φλόγες. Η φωτιά είναι υπόγεια και δε θα μπορέσετε να τη σβήσετε…».
*Το κείμενο δημοσιεύθηκε πέρσι την Πρωτομαγιά στον «Ημεροδρόμο»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου