(βλ. φώτο – Άδωνις Γεωργιάδης αριστερά, Χρήστος Σκαλούμπακας στο κέντρο, Γιώργος Παντάκης Γραμματέας Οργανωτικού Νήσων Αιγαίου και Κρήτης της ΝΔ, στα δεξιά) |
Τελικά το «μήλο κάτω από την μηλιά θα πέσει». Γι’ αυτό, ας μιλήσουμε για οικογένειες αλλά και για φιλίες.
Ας μιλήσουμε για αρχιβασανιστές και ταγματασφαλίτες, για «αναμορφωτές» των κομμουνιστών και των εξόριστων, αλλά και για τις παρέες του Αδώνιδος Γεωργιάδη με τους απογόνους των δήμιων της Μακρονήσου.
Και ύστερα, ας επιστρέψουμε στο σήμερα για να δούμε ένα
event που στήθηκε στη Μακρόνησο για όσους ήθελαν μια… αξέχαστη εμπειρία, τρώγοντας το «μενού του εξόριστου». Και έτσι με αφορμή αυτό το γεγονός ας μιλήσουμε για τιτιβίσματα στο twitter για ποσταρίσματα στο facebook, που ξεχειλίζουν μίσος και απειλές από Νεοδημοκράτες που κουβαλάνε ένα όνομα ταυτόσημο με την φρίκη!
Μια ιστορία λοιπόν και ένα όνομα από το παρελθόν.
Παναγιώτης Σκαλούμπακας.
Πρόκειται για έναν από τους γνωστότερους αρχιβασανιστές της Μακρονήσου. Ο Σκαλούμπακας ήταν ο ενορχηστρωτής των πιο φρικτών βασανιστηρίων της Μακρονήσου. Ήταν αυτός που διέταζε πολλές φορές ατομικά βασανιστήρια για όσους προσωπικά ο ίδιος δεν συμπαθούσε. Επέβλεπε συχνά τα μαρτύρια λέγοντας “δεν βλέπω αίμα, δεν βλέπω αίμα”
Κάποιες από τις μαρτυρίες για τον ρόλο του Σκαλούμπακα ήρθαν από αρκετούς εξόριστους, αλλά και όσους επέζησαν από το κολαστήριο της Μακρονήσου.
Ο γιατρός του Α` τάγματος Λ. Γεωργιλάκος, αρκετά χρόνια αργότερα εξιστόρησε πως πιστοποίησε το θάνατο 180 σκαπανέων, τους οποίους η διοίκηση του στρατοπέδου και τα όργανά της (Σκαλούμπακας) φόρτωσαν στο αμπάρι ενός καϊκιού. Ο καπετάνιος του καϊκιού αναφέρει:
«…Έζησα όλα τα δραματικά γεγονότα της Μακρονήσου το 1948. Ο στρατός μας με είχε επιταγμένο με το καΐκι μου «Άγιος Νικόλαος», επί μισθώ, οκτώ χιλιάδες δραχμές το μήνα. Κουβαλούσα από το Λαύριο πέρα στη Μακρόνησο φαντάρους, πολιτικούς υπόδικους, νερό σε βαρέλια και άλλα. Στο φοβερό τουφεκίδι του Μάρτη 1948 ο Σκαλούμπακας μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι και με απειλές με διέταξε να κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους πέρα μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερόνησο Σαν Τζιόρτζιο. Στο Γ” Τάγμα φόρτωνα τους νεκρούς φαντάρους, που τους εξέταζε ο γιατρός Μαλάμης, κι έγραφε στο πιστοποιητικό θανάτου, τη λέξη «νεκρός». Ήταν δίπλα στο γιατρό Μαλάμη κι άλλοι δύο γιατροί. Τους σκοτωμένους φαντάρους τους τακτοποιούσανε στριμωχτά στο αμπάρι οι Αλφαμίτες Χούμης και Δήμητρας Λαγός. Σ” ένα μόνο δρομολόγιο φορτώσαμε 185 νεκρούς φαντάρους. Λέω στον Σκαλούμπακα: «Το καΐκι δε σηκώνει τόσο πράμα, είναι πολύ το πράμα, θα μπατάρει το καΐκι». Αυτός κουβέντα δεν έπαιρνε, με το πιστόλι με διέταξε. Τι να “κανα; Το πιστόλι σε παγώνει… Ανοιγόμασταν τη νύχτα στον Κάβο Ντόρο. Εκεί στο Σαν Τζιόρτζιο περίμενε καράβι πολεμικό. Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας. Αυτό ξανάγινε. Οι νεκροί όλοι – όλοι ήταν 350 κοντά, τους μέτραγα έναν – έναν και ήταν 350 φαντάροι νεκροί. Αυτή ήταν η πιο τραγική περιπέτεια που έζησα στη ζωή μου…»
(Φιλ. Γελαδόπουλου: «Μακρόνησος – Η μεγάλη σφαγή του 1948», εκδόσεις «Αλφειός»)
ολόκληρο το άρθρο στο https://www.imerodromos.gr/skaloumpakas-adonis/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου