ΠΟΣΠΕΡΤ

«΄Οποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά» Ρήγας Βελεστινλής

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

Τα Μέσα, η τρομοκρατία και ο νεοφιλελευθερισμός

Τα Μέσα, η τρομοκρατία και ο νεοφιλελευθερισμός

Γράφει ο Θανάσης Μπαντές (eranistis.net/wordpress )

Το να υποστηρίζει κανείς ότι τα ΜΜΕ αποτελούν ξεκάθαρο πολιτικό παράγοντα, ικανό να διαμορφώσει το εκλογικό αποτέλεσμα σε μια δημοκρατία, είναι πια τόσο κοινότοπο, που τείνει στο περιττό. 
Ο Tzvetan Todorov στο βιβλίο «Οι εσωτερικοί εχθροί της δημοκρατίας» παραθέτει ένα πολύ κατατοπιστικό παράδειγμα σχετικά με την εφημερίδα News of the World η οποία ανήκει «στην αυτοκρατορία των ΜΜΕ του Ρούππερτ Μέρντοχ»:
«Ο σημερινός επικεφαλής της βρετανικής κυβέρνησης Ντέιβιντ Κάμερον περνούσε τις διακοπές του στο γιοτ του Μέρντοχ. Η υπεύθυνη επικοινωνίας του είναι η πρώην αρχισυντάκτρια της κατηγορούμενης εφημερίδας. Οι δημοσιογράφοι της έδωσαν δεκάδες χιλιάδες λίρες στερλίνες στους αστυνομικούς της Σκότλαντ Γιαρντ, γεγονός που τους εξασφάλισε πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες, αλλά και κάποια προστασία για τις οριακά νόμιμες έρευνές τους. Στις εκλογές όλα τα ΜΜΕ του συγκροτήματος, που περιλαμβάνει και τηλεοπτικά κανάλια, έστρεψαν τα πυρά τους στο αντίπαλο Εργατικό Κόμμα. Η νίκη των συντηρητικών οφείλεται εν μέρει σ’ αυτά τα ΜΜΕ». (σελ. 187).

Η δημοσιοποίηση γεγονότων όπως ότι ο Κάμερον έκανε διακοπές στο γιοτ του Μέρντοχ ή ότι η αρχισυντάκτρια της εφημερίδας News of the World έγινε υπεύθυνη επικοινωνίας του Κάμερον ή ότι δημοσιογράφοι έδιναν λεφτά σε αστυνομικούς προκειμένου να εκμαιεύσουν πληροφορίες αποτελούν κατάφωρα σκάνδαλα, που όμως  – τελικά – περνούν απαρατήρητα ως κάτι αυτονόητο ή καθημερινό, ως έννοιες δηλαδή που από καιρό έχουν χάσει το νόημά τους. Το συμπέρασμα του Todorov «στην προκειμένη περίπτωση αντιληφθήκαμε πόσο στενά συνδέονται η πολιτική εξουσία και η εξουσία των ΜΜΕ» (σελ. 187), φαντάζει παιδαριώδες, σχεδόν κενό περιεχομένου, σαν αφέλεια ενός ανθρώπου που ξαφνικά ανακαλύπτει την Αμερική. Και βέβαια η αναγνώριση ότι ο Μέρντοχ είναι επιχειρηματίας κι ως εκ τούτου δικαιολογημένα αναζητά το κέρδος των επιχειρήσεών του καθιστά σαφές ότι εδώ δεν πρόκειται ούτε για πολιτική τοποθέτηση ούτε για ιδεολογική σύμπλευση, πόσο μάλλον για δημοσιογραφική – ενημερωτική παρέμβαση. Το ζήτημα είναι καθαρά συμφεροντολογικό και προτάσσεται με τόσο αδιαπραγμάτευτη καθαρότητα, που κανείς δεν εκπλήσσεται όταν ο Μέρντοχ απλώνει χείρα βοηθείας και στον Μπλαιρ με αφορμή την αντιτρομοκρατική του εκστρατεία: «Πράγμα που δεν εμπόδισε τον Μέρντοχ να έχει, κάποια άλλη στιγμή, καλές σχέσεις με την κυβέρνηση του εργατικού Μπλαιρ, του οποίου επικροτούσε την αντιτρομοκρατική εκστρατεία σε σημείο ώστε να χαρακτηριστεί “το εικοστό τέταρτο μέλος της κυβέρνησης”. Οι υπηρεσίες του ανταμείφθηκαν με διάφορες “χάρες” εκ μέρους της πολιτικής εξουσίας. Η ίδια αυτοκρατορία των ΜΜΕ παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική ζωή των ΗΠΑ μέσω του τηλεοπτικού καναλιού Fox News». (σελ. 187 – 188).

Ο Γιώργος Μάρδας στην εισήγησή του στην Α΄ επιστημονική συνάντηση του τμήματος δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Α. Π. Θ. δε θα μπορούσε να γίνει πιο ξεκάθαρος: «Στη σύγχρονη εποχή, το κυρίαρχο χαρακτηριστικό όλων των κατηγοριών Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας (τηλεόραση, ραδιόφωνο, εφημερίδες, περιοδικά, κινηματογράφος, δίσκοι, ταινίες κτλ.) είναι η οργάνωσή τους σε μεγάλους οικονομικούς οργανισμούς, όπου η πληροφορία, με όποια μορφή και να παράγεται αλλά και να προσφέρεται, γίνεται αντικείμενο οικονομικής συναλλαγής. Είναι εξάλλου γνωστό, ότι στο χώρο των Μ.Μ.Ε. των Η.Π.Α. κυριαρχεί η ρήση: “Μπίζνες σημαίνει νέα και τα νέα σημαίνουν μπίζνες”. (σελ. 159 – 160). Η μετατροπή της ενημέρωσης σε μπίζνες, που έχει τεθεί ως εμπορευματοποίηση της είδησης, είναι επίσης τετριμμένο θέμα. Αυτό που απομένει είναι η καθολική αναγνώριση της προτεραιότητας των Μέσων για δημοτικότητα – που από θέση αρχής λειτουργεί υπονομευτικά για την είδηση – και η ταυτόχρονη επιμονή του κοινού να αναμασά τις πληροφορίες των Μέσων σαν παραδεδεγμένες αλήθειες σ’ ένα παιχνίδι άκρως αντιφατικό, όπου ο καταναλωτής της είδησης ανακυκλώνει αυτά, που στο βάθος αναγνωρίζει ότι στερούνται και της στοιχειώδους αντικειμενικότητας. Κι εδώ δε γίνεται λόγος για το αδύνατο της αντικειμενικής παρουσίασης, όπως το έθεσε ο Ουμπέρτο Έκο στο κείμενο «Η ψευδαίσθηση της αλήθειας», αλλά για το σχεδόν σχιζοφρενικό σύμπτωμα ενός κοινού, που από τη μια αναγνωρίζει ότι τα ΜΜΕ εξυπηρετούν πολιτικές σκοπιμότητες κι ότι εντάσσονται σ’ αυτό που ονομάζεται διαπλοκή και από την άλλη εξακολουθεί να τα παρακολουθεί με τρόπο παθητικό διαμορφώνοντας άποψη και υιοθετώντας πολιτικές αντιλήψεις.

Ο Ιγνάσιο Ραμονέ στο βιβλίο «Η τυραννία των ΜΜΕ» είναι σαφής: «Στα τηλεοπτικά δελτία οι νόμοι της σκηνοθεσίας δημιουργούν την ψευδαίσθηση του “απευθείας” και άρα της αλήθειας. Αρκεί να συμβεί κάτι, και ξέρουμε πώς θα μας το παρουσιάσει η τηλεόραση, με ποιους κανόνες, με ποια κινηματογραφικά κριτήρια». (σελ. 108). Για να καταλήξει: «Δε θα αναλύσουμε ξανά τα ψέματα των ΜΜΕ για τον πόλεμο του Κόλπου. Έχουν δημοσιευτεί ήδη αμέτρητες αναλύσεις που περιγράφουν και καταγγέλλουν τα ολισθήματα αυτής της περιόδου. Όπως επισημάναμε, και το διαπιστώνουμε με κάθε καινούργια θύελλα στα ΜΜΕ, η τηλεόραση είναι το μέσο της υπεραπλούστευσης. Κατά συνέπεια, η υπερενημέρωση συνεπάγεται σχεδόν αυτομάτως παραπληροφόρηση. Η χιονοστιβάδα των – συχνά άνευ ουσίας – ειδήσεων που αναμεταδίδονται “σε πραγματικό χρόνο” υπερδιεγείρει τον τηλεθεατή (ή τον ακροατή) και του δίνει την ψευδαίσθηση ότι ενημερώνεται. Αλλά αν πάρουμε μια απόσταση, διαπιστώνουμε σχεδόν πάντα ότι πρόκειται για αυταπάτη….». (σελ. 127).

Κι όλα αυτά χωρίς να ληφθούν υπόψη τα ξεκάθαρα πολιτικά παιχνίδια, που από θέση αρχής διαστρεβλώνουν την είδηση προκειμένου να εξυπηρετηθούν συμφέροντα, όπως στην περίπτωση Μέρντοχ. Η άποψη που προασπίζει το δημοκρατικό δικαίωμα του Μέρντοχ να αλλάζει πολιτικές προτιμήσεις ή να αναγνωρίζει τις σωστές αποφάσεις όλων των αποχρώσεων – που θέλει να διεκδικήσει και δάφνες ακεραιότητας προβάλλοντας τη δίχως παρωπίδες ενημερωτική προοπτική – είναι η εκ του πονηρού επίφαση της «ελευθερίας» των ΜΜΕ, που προσπαθεί να συνταιριάξει τα γιοτ, τα πρόσωπα και τα εκατομμύρια στο όνομα μιας δήθεν ειλικρινούς δημοκρατικής φιλαλήθειας. Το σίγουρο είναι ότι αν ο επιχειρηματίας Μέρντοχ έχει το δικαίωμα να αλλάζει πολιτικά στρατόπεδα, οι δημοσιογράφοι της αυτοκρατορίας του πρέπει να πράξουν δεόντως. Υπό αυτούς τους όρους είναι αδύνατο να μιλάμε για ενημέρωση. 
Οι κοσμικές συναναστροφές επιχειρηματιών, δημοσιογράφων και πολιτικών καθρεφτίζουν το πλέγμα της εξουσίας, που πλέον γίνεται αδιαπέραστο. 
Η χρηματοδότηση πολιτικών κομμάτων από μεγαλοεπιχειρηματίες και η στελέχωσή τους από δημοσιογράφους – ακόμη και στη θέση του αρχηγού – είναι η τελική εικόνα.

Ο Μάρδας σημειώνει:

 «Ο παραγωγός και ο πωλητής της πληροφορίας γίνεται μια κοινωνικο – οικονομική δύναμη (τις περισσότερες φορές επιφανειακά απρόσωπη) που διαχειρίζεται ένα μεγάλο μέρος του εθνικού πλούτου της χώρας, προκειμένου να προσφέρουν ενημέρωση, ψυχαγωγία και ίσως λίγη ή περισσότερη, κατά περίπτωση, μόρφωση». (σελ. 160).

Όσο για την επίφαση της ελευθερίας και της πολυφωνίας των «ανεξάρτητων» Μέσων, ο Τσόμσκι στο βιβλίο «Ο Νόμος της Δύναμης στην Παγκόσμια Τάξη» παραθέτει στοιχεία αρκούντως κατατοπιστικά: 

«Το 1946, η έγκυρη Επιτροπή Χάτσινς για την Ελευθερία στον Τύπο προειδοποίησε ότι “οι ιδιωτικές εταιρείες που ελέγχουν τη μεγάλη μάζα των ΜΜΕ” αποτελούν σοβαρότατη απειλή για την ελευθερία του Τύπου, με την ικανότητά τους να επιβάλλουν “ένα περιβάλλον κατεστημένων πεποιθήσεων” και “προτιμήσεων, σαν να πρόκειται για εμπορική επιχείρηση”, κάτω από την επιρροή των διαφημιστών και των ιδιοκτητών τους. Ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναγνώρισε ότι “η υπερσυγκέντρωση των εντύπων” υπό την εξουσία ενός και μόνου επιχειρηματικού φορέα παραβιάζει τα δικαιώματα που εγγυάται το Άρθρο 19, το οποίο καλεί τα κράτη να προλαμβάνουν παρόμοιες καταχρήσεις. Ανάλογη θέση υιοθέτησε και το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων». (σελ. 259).

Η νέα τάξη πραγμάτων του νεοφιλελευθερισμού, που θέλει τις αχαλίνωτες ιδιωτικοποιήσεις προς όφελος των πολυεθνικών συμφερόντων με τη συνεπαγόμενη φτωχοποίηση του κόσμου και τη συσσώρευση του πλούτου σε ελάχιστα χέρια, αποτελεί επίθεση σε αναφαίρετα δικαιώματα των λαών (παιδεία, υγεία, εργασία κλπ.) θέτοντας ευθέως ζήτημα δημοκρατίας. 

Η Naomi Klein στο βιβλίο «Το δόγμα του Σοκ» υποστηρίζει ότι οι νεοφιλελεύθερες επιταγές πραγματοποιούνται με μεγαλύτερη ευκολία σε κοινωνίες που έχουν υποστεί ομαδικό σοκ από κάποιο απρόσμενο γεγονός και είναι αδύναμες να αντιδράσουν στις αντιδημοκρατικές – αρπακτικές μεταρρυθμίσεις που θα επέλθουν. Μια φυσική καταστροφή, μια δικτατορία, ένα τρομοκρατικό χτύπημα αποτελούν τις ιδανικές προϋποθέσεις για την κοινωνική αδράνεια που θα επιτρέψει την αποδοχή της νέας τάξης μέσα στο γενικό μούδιασμα. Η πλημμύρα στη Νέα Ορλεάνη έδωσε τέλος στη δημόσια εκπαίδευση: «Πριν από τον τυφώνα Κατρίνα στη σχολική διεύθυνση υπάγονταν εκατόν είκοσι τρία δημόσια σχολεία, ενώ τώρα πια μόνο τέσσερα. Πριν από τον τυφώνα υπήρχαν εφτά επιδοτούμενα σχολεία στην πόλη, ενώ τώρα αυτά ανέρχονται σε τριάντα ένα. Οι δάσκαλοι της Νέας Ορλεάνης διέθεταν ένα ισχυρό συνδικάτο, ενώ τώρα πια η συλλογική σύμβαση των δασκάλων ήταν ένα κουρελόχαρτο και όλα τα μέλη του συνδικάτου (τετρακόσια εβδομήντα άτομα) είχαν απολυθεί. Μερικοί από τους νεαρότερους δασκάλους προσλήφθηκαν με μειωμένους μισθούς από τα επιδοτούμενα ιδιωτικά σχολεία, κάτι που όμως δε συνέβη για τους περισσότερους». (σελ. 18).

Με τον ίδιο τρόπο λειτούργησε και το σοκ της δικτατορίας στη Χιλή: «Οι Χιλιανοί βρέθηκαν σε κατάσταση σοκ μετά το βίαιο πραξικόπημα του Πινοτσέτ, ενώ η χώρα είχε δεχτεί βαθύτατο πλήγμα από τον υπερπληθωρισμό. Ο Φρίντμαν συμβούλεψε τον Πινοτσέτ να προχωρήσει σε έναν καταιγιστικό μετασχηματισμό της οικονομίας: μείωση φόρων, ελεύθερο εμπόριο, ιδιωτικοποίηση των κοινωφελών υπηρεσιών, περιστολή των κοινωνικών δαπανών και απορρύθμιση. 

Τελικά, οι Χιλιανοί είδαν ακόμα και τα δημόσια σχολεία τους να αντικαθίστανται από χρηματοδοτούμενα με κουπόνια ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα». (σελ. 20). Η Klein, προκειμένου να γίνει απολύτως σαφής αναφέρεται στην περίπτωση ενός πρώην πράκτορα της CIA, του Μάικ Μπατλς, που κατάφερε να βγάλει εκατομμύρια δολάρια από εταιρεία ιδιωτικής ασφάλειας στο φλεγόμενο Ιράκ: «Ο Μάικ Μπατλς τα έχει θέσει πολύ ξεκάθαρα: “Για μας, ο φόβος και η αταξία ήταν μια πραγματική επαγγελία”. Ο τριαντατετράχρονος πρώην πράκτορας της CIA εξηγούσε πως το χάος στο μεταπολεμικό Ιράκ βοήθησε την άγνωστη και χωρίς ιδιαίτερη εμπειρία προσωπική του εταιρεία ιδιωτικής ασφάλειας Custer Battles να υπογράψει με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση συμβόλαια ύψους 100 εκατομμυρίων δολαρίων. Τα λόγια του θα μπορούσαν να είναι σλόγκαν του σύγχρονου καπιταλισμού: Ο φόβος και η καταστροφή είναι οι καταλύτες για κάθε νέο άλμα προς τα εμπρός». (σελ. 22 – 23).

Από τη στιγμή που οι φυσικές καταστροφές βασίζονται πολύ στο τυχαίο και οι πόλεμοι κρίνονται υπερβολικά δαπανηροί, ενώ οι χούντες είναι πολύ ακραίο μέτρο, αν μιλάμε για χώρες του δυτικού κόσμου, η προσφιλέστερη μέθοδος για την επιβολή των νεοφιλελεύθερων «μεταρρυθμίσεων» είναι μάλλον τα χρέη, που με τρόπο ανώδυνο μετατρέπουν μια χώρα σε καθεστώς ομηρίας των δανειστών: «Τα τραυματικά γεγονότα που εξυπηρετούν αυτή την “εξασθένιση των αντιστάσεων” της κοινωνίας δε βασίζονται πάντοτε στην απροκάλυπτη βία. Στη Λατινική Αμερική και στην Αφρική κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 ήταν η κρίση του χρέους που υποχρέωνε τις χώρες “να προβούν σε ιδιωτικοποιήσεις ή να πεθάνουν”, όπως το έχει θέσει ένας πρώην αξιωματούχος του ΔΝΤ. Σε κατάσταση διάλυσης εξαιτίας του υπερπληθωρισμού και υπερβολικά χρεωμένες για να πουν όχι στις απαιτήσεις που συνόδευαν τα ξένα δάνεια, οι κυβερνήσεις αποδέχτηκαν τις “θεραπείες σοκ” με την υπόσχεση ότι αυτές θα τις έσωζαν από μεγαλύτερες καταστροφές». (σελ. 25).

Αν δεχτούμε ότι ο τρόμος της επικείμενης (ή ήδη υπάρχουσας) καταστροφής είναι το βασικότερο εργαλείο της επικράτησης του νεοφιλελευθερισμού, δε μένει παρά να στραφούμε στην ακατάσχετη καταστροφολογία των Μέσων, που ως απολύτως ελεγχόμενες δυνάμεις εξυπηρετούν συγκεκριμένες πολιτικές – οικονομικές πρακτικές. Η πολιτική της άκρατης φτωχοποίησης και της απύθμενης κοινωνικής ανισότητας είναι αδύνατο να έχει λαϊκό έρεισμα μέσα σε μια υγιή δημοκρατία. Υπό αυτές τις συνθήκες ο φόβος και οι εκβιασμοί λειτουργούν καταλυτικά. Τα κανάλια ασκώντας συστηματικό εκφοβισμό είναι η ψυχολογική βία που οφείλει να επιτείνει το επιθυμητό σοκ βοηθώντας τη νεοφιλελεύθερη επέλαση. Ο λαός απολύτως τρομοκρατημένος γίνεται πρόθυμος μπροστά σε κάθε συνθηκολόγηση. 

Ο Ράουτερ στο φοβερό βιβλίο «Η κατασκευή υπηκόων» είναι κατατοπιστικός: 

«Οι πληροφορίες, που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή ανθρώπων, είναι ανάλογες με το είδος του ανθρώπου που θέλει να κατασκευάσει κανείς. Αν θέλει κανείς να φτιάξει έναν άνθρωπο κατάλληλο για να επισκευάζει χαλασμένα αυτοκίνητα, δε θα το κατορθώσει αυτό χρησιμοποιώντας πληροφορίες, με τις οποίες δημιουργείται ένας κτηνίατρος. Αν θέλει κανείς να φτιάξει έναν άνθρωπο που να περνάει εθελοντικά όλη του τη ζωή στο στρατό, πρέπει να τον επεξεργαστεί με πληροφορίες διαφορετικές από εκείνες που κάνουν κάποιον να λατρεύει αγελάδες». (σελ. 14). Με τον ίδιο τρόπο, αν κάποιος θέλει να υποδουλώσει οικονομικά ένα λαό δε θα του δώσει πληροφορίες που θα τονώνουν το φρόνημά του.

Από την πλευρά του ο Τσόμσκι στο βιβλίο «Η χειραγώγηση των μαζών» σχολιάζει: 

«Τα ΜΜΕ σε πολύ μεγάλο βαθμό παραπλανούν, υπερθεματίζοντας ως προς τη γενική εντύπωση ότι η κυβέρνηση είναι ο εχθρός και αποκρύπτοντας από την κοινή θέα την πραγματική εξουσία, καλύπτοντας τις πηγές της πραγματικής εξουσίας στην κοινωνία, οι οποίες βρίσκονται σε ολοκληρωτικά ιδρύματα, τώρα πια διεθνούς κλίμακας, τα οποία ελέγχουν την οικονομία και το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνικής ζωής και στην πραγματικότητα θέτουν και τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες λειτουργεί η κυβέρνηση, την οποία ελέγχουν σε μεγάλο βαθμό. Καμιά φορά αυτό συμβαίνει με κωμικούς τρόπους, άλλοτε πάλι με υπόγειους τρόπους». (σελ. 175 – 176). 

Και βέβαια, το ζήτημα εδώ δεν είναι αν τα ΜΜΕ υποστηρίζουν ή κατακρίνουν την κυβέρνηση. Το ζήτημα είναι ότι σε κάθε περίπτωση όχι μόνο συγκαλύπτουν τα πραγματικά κέντρα εξουσίας, αλλά και ενισχύουν τις πολιτικές που θέλουν να επιβάλουν. 

Ο Τσόμσκι συμπληρώνει «… η μάσκα της αμεροληψίας και της αντικειμενικότητας είναι κρίσιμο στοιχείο της προπαγανδιστικής λειτουργίας τους». (σελ. 152).

Ο Μάρδας αναφέρει: «Στο παγκόσμιο συνέδριο με τίτλο “Κοινωνία και Media”, που πραγματοποιήθηκε το Σεπτέμβριο του 1995 στο Παρίσι, το συμπέρασμα των σημειολόγων, των φιλοσόφων και των επικοινωνιολόγων ήταν σαφές: 

Η τηλεόραση καταργεί την ατομικότητα, την ιδιοτυπία και το απρόβλεπτο των επιλογών του ανθρώπου. Οικοδομεί το “μαζάνθρωπο”». (σελ. 160). Το 2015 θα λέγαμε ότι οικοδομεί τον τρομοκρατημένο μαζάνθρωπο. 

Ο Dieter Prokop στο βιβλίο «Η δύναμη των μέσων και η επίδρασή τους στις μάζες» είναι αποφθεγματικός: «Οι δημοσιογράφοι της τηλεόρασης θέλουν να υπερβάλλουν το ελεγχόμενο παιχνίδι με το ασυνήθιστο, μειώνοντας έτσι τη δυνατότητα άμυνας του κοινού». (σελ. 451). Κι αυτή ακριβώς είναι η βαθύτερη ουσία των καναλιών, η εκμηδένιση κάθε άμυνας από την πλευρά του κοινού.

Το μόνο που απομένει είναι η προειδοποίηση της Naomi Klein για την πολιτική της περιβόητης σχολής του Σικάγο: 

«Σε κάθε χώρα που εφαρμόστηκαν οι πολιτικές της Σχολής του Σικάγου τα τελευταία τριάντα χρόνια αυτό που προέκυψε ήταν μια κραταιή συμμαχία ανάμεσα σε μια δράκα πανίσχυρων εταιρειών και σε μια τάξη πλούσιων πολιτικών – με τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις δύο ομάδες να είναι εξαιρετικά δυσδιάκριτες και διαρκώς μετακινούμενες […] Αντί να απελευθερώσουν την αγορά από το κράτος, αυτές οι πολιτικές και επιχειρηματικές ελίτ απλώς συγχωνευτήκαν μεταξύ τους, επιβάλλοντας ένα καθεστώς ευνοιοκρατίας για να διασφαλίσουν το δικαίωμα ιδιοποίησης πολύτιμων πόρων που μέχρι τότε ανήκαν στο δημόσιο τομέα». (σελ. 31). 

Όσο για την ταχύτητα της ειδησεογραφίας που εξασφαλίζει την αμεσότητα και την πληρότητα της ενημέρωσης του κοινού ο Τσόμσκι στο βιβλίο «Δυο ώρες διαύγειας» φαίνεται να έχει διαφορετική γνώμη:

 «Η ταχύτητα δίνει την ψευδαίσθηση ότι ζούμε στην καρδιά των γεγονότων, αλλά αυτό σημαίνει απλώς ότι είμαστε υποταγμένοι σε μια ακόμη πιο έντονη προπαγάνδα. Όσον αφορά το στιγμιαίο και ζωντανό χαρακτήρα της, αφήνουμε να μας παρασύρει η ροή των γεγονότων. Κατ’ εμένα, είναι η απουσία σοβαρότητας και η επιπολαιότητα, κι όχι η ταχύτητα που επηρεάζουν την αντίληψη του παρόντος. Όλα όμως γίνονται για να σβήσουν τη μνήμη». (σελ. 190 – 191).

   Noam Chomsky: «Δυο ώρες Διαύγειας», εκδοτικός οίκος Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 2006

   Naomi Klein: «Το Δόγμα του Σοκ», εκδοτικός οίκος Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 2010

   Noam Chomsky: «Η χειραγώγηση των μαζών», εκδόσεις SCRIPTA, Αθήνα 1997

   Tzvetan Todorov: «Οι Εσωτερικοί Εχθροί της Δημοκρατίας», εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, Αθήνα 2012

    Dieter Prokop: «Η δύναμη των μέσων και η επίδρασή τους στις μάζες, μια ιστορική ανασκόπηση», εκδόσεις «Νέα Σύνορα» – Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 1997

   Το κείμενο του Ουμπέρτο Έκο «Η ψευδαίσθηση της αλήθειας» συγκαταλέγεται στο τόμο με γενικό τίτλο «Η σημειολογία στην καθημερινή ζωή», εκδόσεις ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ – ΠΑΙΔΕΙΑ Α. Ε. Θεσσαλονίκη

   Η εισήγηση του Γεωργίου Μάρδα «Η οικονομική διάσταση των μέσων μαζικής επικοινωνίας – Μια στατιστική και οικονομετρική προσέγγιση» συγκαταλέγεται στα Πρακτικά της Α΄ επιστημονικής συνάντησης του Τμήματος Δημοσιογραφίας – Μ. Μ. Ε. του Α. Π. Θ. που κυκλοφορούν με το γενικό τίτλο «Τα Μ. Μ. Ε. στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης», εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ, Αθήνα 1996

   Ιγνάσιο Ραμονέ: «Η τυραννία των ΜΜΕ», εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 1999

Ε. Α. Ράουτερ: «Η κατασκευή υπηκόων», εκδόσεις ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ, Αθήνα 1982 

   Noam Chomsky: «Ο Νόμος της Δύναμης Στην Παγκόσμια Τάξη», εκδοτικός οίκος Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 2001

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου